Ένας ψυχικά άρρωστος άνδρας ορμά με το αυτοκίνητο σε πλήθος ανθρώπων στο Βερολίνο – μία γυναίκα νεκρή. Φταίνε πάντα τα ψυχολογικά προβλήματα; Η απάντηση των ειδικών είναι ξεκάθαρη: Όχι.
Σε περιπτώσεις όπως αυτή του Βερολίνου, υπάρχει η υπόθεση ότι πίσω από την αιτία για τη μοιραία οδήγηση κρύβεται μία ψυχική ασθένεια – ωστόσο σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό δεν ισχύει πάντα. «Οι ψυχικά ασθενείς δεν είναι πιο βίαιοι από τον μέσο πληθυσμό. Όμως σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις είναι αναμενόμενο να προκαλείται αναστάτωση στα μέσα ενημέρωσης», αναφέρει η διευθύντρια της Ψυχιατρικής Κλινικής του Charité στο Βερολίνο, Ιζαμπέλα Χόιζερ, στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων. Όπως επισημαίνει, αυτό μπορεί βέβαια να δημιουργήσει την εντύπωση ότι μόνο οι ψυχικά ασθενείς είναι ικανοί για τέτοιες πράξεις. Σύμφωνα με την ψυχολόγο, ειδική σε ποινικά ζητήματα Καρολίνε Ρόσντι, η οποία μεταξύ άλλων ασχολείται με την αντιμετώπιση και την πρόληψη βίαιης συμπεριφοράς και αμόκ, μόνο το ένα τρίτο περίπου των πράξεων αυτών διαπράττονται από άτομα με ψυχικές διαταραχές.
Ψυχικές ασθένειες – που μπορεί να εκτείνονται από αγχώδεις διαταραχές έως κατάθλιψη, καθώς και διαταραχές που προκαλούνται από την κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών – είναι αρκετά είναι αρκετά συχνές στον πληθυσμό: Σύμφωνα με τη Γερμανική Εταιρεία Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας, Ψυχοσωματικής και Νευρολογίας, σχεδόν το 28% του ενήλικου πληθυσμού διαγιγνώσκεται ετησίως με κάποια ψυχική ασθένεια. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 17,8 εκατομμύρια ανθρώπους.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, ο οδηγός του μοιραίου οχήματος στο Βερολίνο θα πρέπει να εξεταστεί σε κάποια ψυχιατρική κλινική, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι ο 29χρονος πάσχει από παρανοϊκή σχιζοφρένεια. Κατά την έρευνα στο διαμέρισμά του βρέθηκαν ναρκωτικά. Η Σοσιαλδημοκράτης γερουσιαστής Εσωτερικών Υποθέσεων του Βερολίνου, Ίρις Στράνγκερ, ανέφερε ότι ο άνδρας είχε απασχολήσει και στο παρελθόν την αστυνομία, καθώς είχαν γίνει έρευνες εναντίον του για σωματικές βλάβες, διατάραξη οικιακής ειρήνης και εξύβριση.
Μπορούν οι ψυχικές διαταραχές να οδηγήσουν σε αμόκ;
Το πρωί της Τετάρτης ο άνδρας όρμησε με ένα αυτοκίνητο σε πεζοδρόμιο στο κέντρο του Βερολίνου – μία δασκάλα σκοτώθηκε και 32 άνθρωποι τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων και μαθητές που έκαναν εκδρομή στο Βερολίνο. Μια αντίστοιχη περίπτωση ενός άνδρα σε κατάσταση αμόκ ήταν εκείνη στη Χαϊδελβέργη, τον Φεβρουάριο του 2017: ένας 35χρονος άνδρας έριξε με μεγάλη ταχύτητα το αυτοκίνητό του σε ένα πλήθος. Ένας 73χρονος άνδρας έχασε τη ζωή του και ο δράστης εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική. Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2018, μια παρόμοια περίπτωση στο Μύνστερ: Και πάλι ένας άνδρας έπεσε με ταχύτητα σε μία ομάδα ανθρώπων. Πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 20 τραυματίστηκαν. Στη συνέχεια ο άνδρας αυτοπυροβολήθηκε. Σύμφωνα με τις έρευνες και στην περίπτωση αυτή ο άνδρας ήταν ψυχικά άρρωστος. Παρά την εν λόγω λίστα περιστατικών, η Χόιζερ τονίζει ότι πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Δεν μπορεί να δώσει μία ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα τι παρακίνησε τους δράστες. «Αν οι άντρες αυτοί είχαν όντως κάποια ψυχική διαταραχή, τότε τα αίτια ήταν πολύ διαφορετικά στον καθένα» – μπορεί να κυμαίνονται από κατάθλιψη έως παρανοϊκές ψυχώσεις.
Όσον αφορά κατά πόσο τέτοιες πράξεις σε κατάσταση αμόκ είναι προβλέψιμες, η ψυχολόγος Καρολίνα Ρόσντι θεωρεί πως ο κίνδυνος μπορεί να εκτιμηθεί όταν υπάρχουν κάποιες σταθερές, «όμως αυτό θα αποτυπώσει απλώς μία δεδομένη στιγμή». Σύμφωνα με την ίδια, βίαιες φαντασιώσεις και ενδεχόμενες κρίσεις μπορούν να διαδραματίσουν τεράστιο ρόλο σε τέτοιες περιπτώσεις: «Αυτό που έχουμε παρατηρήσει σχετικά συχνά είναι ότι λίγο πριν από τη διάπραξη ενός τέτοιου εγκλήματος, συμβαίνει κάτι που κλονίζει ηθικά πολύ άσχημα τους δράστες». Το πρόβλημα με την πρόληψη έγκειται βέβαια κυρίως στο γεγονός ότι οι δράστες συχνά δεν γνωστοποιούν τις βίαιες φαντασιώσεις τους, συμπληρώνει η Χόιζερ. Ορισμένοι από αυτούς εκφράζουν επιθετικές ή σκοτεινές σκέψεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για παράδειγμα. «Αλλά η θλιβερή αλήθεια είναι ότι αυτό μαθαίνεται μόνο εκ των υστέρων».
Ολίβια Νοβάκοφσκα, Κριστίνε Σούλτσε (dpa)
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου
DW