Αποτίμηση/ Επισκόπηση της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής 2020- προσδοκίες για το 2021

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου[1]

Ιστορικός- Διεθνολόγος

Σε λίγες ώρες το 2020 θα αποτελεί παρελθόν, όμως θα είναι μία από τις χρονιές που θα αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στην Ανθρωπότητα. Η πανδημία του Covid-19 άλλαξε όχι μόνο τις ζωές των ανθρώπων από υγειονομικής άποψης, αλλά επέδρασε στον επανακαθορισμό των παγκόσμιων οικονομικών και κοινωνικών συσχετισμών. Μέσα σε όλο αυτόν τον κυκεώνα των εξελίξεων που επέφερε σε παγκόσμιο επίπεδο ο κορονοϊός, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη εκτός από την πανδημία και με την άκρατη προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας, αφορμή της οποίας ήταν η αλλαγή στάσης και η εξωστρέφεια που άρχισε να επιδεικνύει η Ελληνική Διπλωματία από τους πρώτους μήνες του 2020.

Μετά από μία περίοδο σχεδόν είκοσι-πέντε χρόνων, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ελλάδα έδειχνε μία κατευναστική στάση απέναντι στη γείτονα χώρα ως προς τη διαχείριση του ελληνοτουρκικού ζητήματος που είναι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και η οριοθέτηση της ΑΟΖ, η εξωτερική πολιτική τής χώρας μας άρχισε να αντιλαμβάνεται κάτω από νέα πλαίσια τον τρόπο που η Τουρκία δημιουργούσε την αναθεωρητική πολιτική της (έναν σχεδιασμό τον οποίο άρχισε από την Κρίση των Ιμίων το 1996). Παρενθετικά οφείλουμε να σημειώσουμε αυτό. Η δεκαετία του 1990 ήταν μία περίοδος διαρθρωτικών αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την Πτώση του υπαρκτού Σοσιαλισμού και την προσπάθεια που έκανε η Δύση (και κυρίως η Ευρώπη) να προσεγγίσει την πλειονότητα των χωρών που μέχρι τότε βρίσκονταν στο οικονομικό και πολιτικό «άρμα» του πρώην (λεγόμενου) Ανατολικού Μπλοκ.

Ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωσε πολιτικές, δίνοντας έμφαση στην πολυπολιτισμικότητα, προκειμένου (και κυρίως) να προσελκύσει όλα αυτά τα κρατικά μορφώματα που είχαν συνηθίσει επί δεκαετίες να διαβιώνουν στη βάση ενός πολυεθνοτικού μοντέλου, τους πολίτες των οποίων συνείχε απλά και μόνο η ταξική δομή. Η Ευρώπη για πάνω από δύο δεκαετίες «εγκατέλειψε» ουσιαστικά την ευρωπαϊκή ταυτότητα (αρχές 1990- 2010) που αποτέλεσε το προπύργιο, εκτός των άλλων, και για τη ίδρυση του ενωσιακού περιβάλλοντος, καθώς υιοθέτησε ενέργειες, δράσεις και πολιτικές με τις οποίες θα μπορούσαν να συνταυτιστούν και τα κράτη που ανήκαν μέχρι το 1990 στην ανατολική Οικονομία. Κάτω από το πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι πρέπει να ερμηνεύσουμε την στάση του ελληνικού κράτους να υιοθετήσει και αυτό από την πλευρά του ως μέλος του ενωσιακού περιβάλλοντος μία πιο κατευναστική αντιμετώπιση, ακόμα και σε ζητήματα που αφορούσαν τη γειτονική χώρα.

Ωστόσο η στάση αυτή της χώρας μας ήταν ένα λανθασμένος χειρισμός, όπως αποδείχτηκε, δίνοντας και το χρονικό περιθώριο και το «πολιτικό πάτημα» στο γειτονικό κράτος να επενδύσει στο στρατιωτικό εξοπλιστικό κομμάτι, με συνέπεια να αυξάνει συνεχώς την ισχύ του –ένα ισχυρό εχέγγυο, μέσο και «όπλο»- μίας κλιμακούμενης αναθεωρητικής πολιτικής, παγιώνοντας νέες εθνικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, η διεκδίκηση νησιών του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, το όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η επιβολή «casus belli» σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει μονομερώς τα χωρικά ύδατά της, η απαίτηση αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου αποτελούν μόνο ελάχιστα από τα παραδείγματα που στοιχειοθετούν την άποψη, ότι όσο η ελληνική πλευρά προσπαθούσε με την πολιτική της να διαχειριστεί κατευναστικά την απέναντι πλευρά, τόσο το γειτονικό κράτος διαμόρφωνε την επιθετική φυσιογνωμία του.

Φυσικά, στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020, εργαλειοποιώντας το μεταναστευτικό η γειτονική χώρα θεώρησε ότι για άλλη μία φορά θα πετύχαινε τις επιδιώξεις της απέναντι στην Ένωση, προκειμένου να λάβει με εκβιαστικό τρόπο χρηματοδότηση. Η χρηματοδότηση θα βοηθούσε να αντέξει τους εσωτερικούς, οικονομικούς κραδασμούς από την ύφεση που υφίσταται από το 2017 με την όλο και αυξανόμενη φτωχοποίηση του λαού της. Όμως, «υπολόγιζε χωρίς τον ξενοδόχο», όπως λέει και η λαϊκή ρήση.

Το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, αντιδρώντας άμεσα και με αποτελεσματικό τρόπο, κατάφερε να αποδείξει τρία τινά απέναντι τόσο στη Διεθνή Κοινότητα όσο και στο γειτονικό κράτος: 1. να «μεταβάλλει» το θέμα παραβίασης των ελληνικών συνόρων από εθνικό σε ευρωπαϊκό, καταδεικνύοντας παράλληλα την εκμετάλλευση των μεταναστών από το τουρκικό κράτος, 2. η Ελλάδα είναι πλέον ένα κράτος που επανακαθορίζει την πολιτική και τη διπλωματία της, λαμβάνοντας πιο δυναμικό τρόπο αντιμετώπισης των ζητημάτων εθνικού χαρακτήρα, 3. το κράτος μας, ως φυσικό σύνορο Ευρώπης και Ανατολής (εκτός φυσικά από την Κύπρο) διεκδικεί νέο και ουσιαστικό ρόλο στη Διπλωματία της περιοχής, εκτός των άλλων και ως θεματοφύλακας των συμφερόντων του ενωσιακού περιβάλλοντος.

Στην Τουρκία μετά από αρκετά χρόνια τής «καταφέρθηκε» σε διπλωματικό επίπεδο μία μεγάλη ήττα. Η ήττα αυτή επανακαθόρισε δύο τινά: α. το πρώτο ήταν ότι ανάγκασε μία Ένωση που βρισκόταν σε πλήρη πολιτική νιρβάνα, να ξαναδεί τη σχέση της με το γειτονικό κράτος, μία σχέση που την είχε βάλει για δεκαετίες στον «αυτόματο πιλότο», καθώς εκτός των άλλων έβλεπε την ηττοπάθεια που επιδείκνυε το ελληνικό κράτος. β. Το δεύτερο ήταν, ότι τα εθνικά «οράματα» που με τόση επιμέλεια δύο σχεδόν δεκαετιών τα «κατάστρωνε» η γειτονική χώρα, άρχισαν να καταρρέουν, αφού τίποτα πλέον δε θα ήταν το ίδιο σε σχέση με το ελληνικό κράτος, όσον αφορά τη διαχείριση του μεταξύ τους θέματος .

Δεύτερη ήττα θεωρήθηκε η οριοθέτηση ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Ιταλία τον Ιούνιο, ένα διπλωματικό ορόσημο που θορύβησε ιδιαίτερα το τουρκικό κράτος, γιατί η ελληνική πλευρά «άνοιγε το χορό» της επαναπροώθησης των δικαίων της στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας. Το συγκεκριμένο γεγονός είχε ως αποτέλεσμα την κίνηση πανικού από μέρους της Τουρκίας, προσπαθώντας να προκαλέσει θόρυβο, που δεν ήταν άλλη από το να βγάλει στα μέσα Ιουλίου τα ερευνητικά σκάφη της στη Μεσόγειο. Η Ελλάδα απέναντι στην προκλητική αυτή ενέργεια της γειτονικής χώρας απάντησε με ένα «καίριο χτύπημα» οριοθετώντας (μερική) ΑΟΖ με την Αίγυπτο, κάτι που ενώ προσπαθούσε επιμόνως να πράξει η Τουρκία επί αιγυπτιακής Προεδρίας, Μόρσι,  δεν το είχε κατορθώσει. Εκτός αυτού, όμως, η συγκεκριμένη διπλωματική πράξη, στην πραγματικότητα, την εξέθετε ως χώρα στη Διεθνή Κοινότητα, καθώς αποδείκνυε θεσμικά την τρωτότητα του τουρκολυβικού συμφώνου που είχε συναφθεί το Νοέμβριο του 2019.

Η οριοθέτηση (μερικής) ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Αίγυπτο επιπλέον των παραπάνω είχε δύο ακόμη πολύ θετικά αποτελέσματα για τα ελληνικά συμφέροντα: 1. επανατοποθέτησε σε νέα πλαίσια τις ήδη ιστορικά στενές σχέσεις, όχι μόνο με το αιγυπτιακό κράτος, αλλά με το σύνολο των αραβικών χωρών, 2. το ελληνικό κράτος καθίστατο πλέον μία συνεχώς ανερχόμενη και εξελισσόμενη δύναμη στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποτελώντας το διπλωματικό και πολιτικό δίαυλο ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.

Μετά το νέο αυτό ρόλο που ουσιαστικά αναλάμβανε η Ελλάδα από το καλοκαίρι του 2020 στην ευρύτερη περιοχή της, οι εξελίξεις ήσαν ραγδαίες τόσο για το περιβάλλον της Νοτιοανατολικής Μεσογείου όσο και για την ίδια τη χώρα μας, την οποία επαναπροσέγγισαν κάτω από νέα πλαίσια οι ΗΠΑ και η Γαλλία, απολαμβάνοντας, ως εκ τούτου η πρώτη, τον τίτλο της σταθεροποιητικής δύναμης στην ανατολική περιφέρεια. Μέσα και κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί η απόφαση των Αμερικανών να ενισχύσουν το ρόλο της Σούδας και της Αλεξανδρούπολης. Συγχρόνως δε, στη βάση αυτή οφείλουμε να ερμηνεύσουμε την αμυντική συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα τον Νοέμβριο του 2020, τα οποία (όπως αναφέρεται σε σχετικά άρθρα της Συνθήκης) καθιστούν το ελληνικό κράτος ως ρυθμιστή και διαμεσολαβητή των σχέσεων ανάμεσα σε Αραβικό Κόσμο και Ισραήλ σε περίπτωση που κλονιστεί η Συμφωνία Αβραάμ.

Ωστόσο το βήμα που εκτός των άλλων αποδεικνύει ότι το ελληνικό κράτος έχει ήδη διαμορφώσει την πολιτική που θα ακολουθήσει από εδώ και πέρα με τη γείτονα και τους χειρισμούς που θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί, αποτελεί η δημόσια καταγγελία του παράνομου casus belli από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, κ. Νίκο Δένδια κατά τη Σύνοδο των Ευρωπαίων Υπ.Εξ. στις 7 Δεκεμβρίου. Μετά από 24 χρόνια εκβιασμού από τη γειτονική χώρα, η οποία απειλούσε την Ελλάδα με πόλεμο σε περίπτωση που η δεύτερη κάνει χρήση τού δικαιώματός της που απορρέει από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας για επέκταση των χωρικών υδάτων της, ο επικεφαλής της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής βγήκε και κατήγγειλε τη συγκεκριμένη παραβατική στάση της Τουρκίας. Και αυτή η δημόσια αναφορά αποτελεί μία νίκη της Ελληνικής Διπλωματίας, καθώς η επιβολή του casus belli, που είχε κάνει «σημαία» στα εθνικά του το γειτονικό κράτος, αποτελούσε μέχρι τις 7 Δεκέμβρη διπλωματικό ταμπού για την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Δυστυχώς, παρά την αναμφισβήτητη, σημαντική αυτή ενέργεια του κ. Νίκου Δένδια, στη Σύνοδο Κορυφής τρεις μέρες αργότερα διαφάνηκε –όσο ποτέ άλλοτε- η τρωτότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να σταθεί αντάξια των περιστάσεων και της ευθύνης που φέρει απέναντι στα κράτη μέλη της, «ρίχνοντας ουσιαστικά το γάντι» για την ανάληψη πρωτοβουλιών στις ΗΠΑ. Με πιο απλά λόγια, και βέβαια αναμένοντας την ανάληψη των καθηκόντων από το νέο Πρόεδρο της Αμερικής, είτε επειδή περίμενε είτε επειδή γνώριζε την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ στα πλαίσια του CAATSA που ήρθαν λίγες μέρες αργότερα, «στρουθοκαμήλισε». Η στάση αυτή της Ένωσης απέδειξε περίτρανα πόσο επιβεβλημένο είναι να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τις πολιτικές της στο ενωσιακό περιβάλλον, αν θέλει να επιβιώσει. Όμως κατέδειξε και στην Ελλάδα, ότι είναι αναγκαίο να συνεχίσει το νέο δρόμο που άνοιξε στην εξωτερική πολιτική της (από το Φεβρουάριο του 2020), ωσάν να αποτελεί ένα κράτος που δεν ανήκει σε καμία Ένωση και Συμμαχία, αποβλέποντας και προσδοκώντας στην αρωγή τους. Και μέσα σε όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι το ελληνικό κράτος έχει και ένα «μικρότερο» αδελφό κράτος να σκεφτεί, την Κύπρο.

Από τη Σύνοδο Κορυφής της 11ης Δεκεμβρίου τέθηκε ένα χρονικό ορόσημο τεσσάρων περίπου μηνών, μέχρι το Μάρτιο που είναι προγραμματισμένη η επόμενη Σύνοδος, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο το γειτονικό μας κράτος θα συνεχίσει την προκλητική συμπεριφορά του απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο. Αυτό που είναι αναγκαίο να σημειωθεί, είναι ότι,  οι επόμενοι μήνες που θα ακολουθήσουν είναι ιδιαίτεροι κρίσιμοι σε διεθνές επίπεδο, καθώς θα καθορίσουν 1. τον τρόπο που θα κινηθεί ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, 2. αν αντέξουν οι νεότευκτες συμμαχίες που συνομολογήθηκαν στη Μέση Ανατολή, 3. πώς θα κινηθούν οι νέες ανερχόμενες δυνάμεις της ανατολικής περιφέρειας, όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, 4. το νέο ρόλο του Ιράν μετά τη συμφωνία με τη γαλλική TOTAL, 5. την στάση που θα τηρήσει η Ρωσία απέναντι στην Τουρκία, μετά την απόφαση της δεύτερης να συνάψει πολιτική συμμαχία με την Ουκρανία, 6. το κουρδικό ως δαμόκλειος σπάθη της τουρκικής πολιτειακής οντότητας, 7. τα Βαλκάνια ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Τα θέματα αυτά έχουν ανοίξει ήδη και η διεθνής διπλωματική ατζέντα τα περιλαμβάνει ως ιδιαίτερα κρίσιμα που θα οριοθετήσουν τα διεθνή πράγματα είτε επαναπροσδιορίζοντας συμμαχίες είτε καταργώντας ήδη υπάρχουσες (κάποιες εκ των οποίων ιστορικές) είτε οριοθετώντας νέους ρόλους στους ήδη «παίχτες» της περιοχής.

Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση που παρουσιάζεται μπροστά της στη βάση των ανωτέρω γεγονότων και ο τρόπος που θα σταθεί και θα αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα, θα είναι το στοιχείο αυτό που θα καθορίσει τον τρόπο που πλέον θα την βλέπουν και θα την αντιμετωπίζουν τα υπόλοιπα κράτη. Η χώρα μας μετά από μία περίοδο έντονης εσωστρέφειας και αναβλητικότητας οφείλει να κινηθεί στο δρόμο που έχει χαράξει εδώ και κάποιους μήνες, χωρίς να παρεκκλίνει. Γιατί είναι η ευκαιρία να αναλάβει το ρόλο του διπλωματικού και πολιτικού διαύλου ανάμεσα σε ισχυρά και νέα ισχυρά κράτη, που με όλα αυτά, είναι ίσως η μόνη χώρα, που διατηρεί ιστορικές σχέσεις.

Η Ελλάδα, εδώ και ένα χρόνο, κινείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στις ιστορικές καταβολές της, δημιουργώντας τις συνθήκες, ώστε με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο, όπως άλλωστε ανέκαθεν έπραττε, να αυξάνει την ισχύ της, να παγιώνει τη θέση της στην ευρύτερη περιφέρεια κάτω από νέα δεδομένα πολιτικών πρωτοβουλιών, να διεκδικεί νέους ρόλους. Οι συμμαχίες με τα αραβικά κράτη, οι ιστορικές σχέσεις με το Ισραήλ που τέθηκαν σε πιο «διαδραστικά» πλαίσια (λχ. στρατιωτικός εξοπλισμός), η έμφαση που δίνεται στη Διπλωματία της Διασποράς αποτελούν «επενδύσεις» που έχει κατορθώσει να πετύχει όλους αυτούς τους μήνες το Ελληνικό Υπ.Εξ. με πολύ ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον.

Επιπλέον η συνθήκη που υποδηλώνει την επανεκκίνηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε νέα δεδομένα και σταθμά, παρουσιάζοντας ως κράτος πώς θέλουν να το αντιλαμβάνονται εταίροι και σύμμαχοι είναι η διάθεση χρημάτων για στρατιωτικό εξοπλισμό. Είναι ένα γεγονός που δίχως άλλο θα πρέπει να συνεχιστεί και μάλιστα με αμείωτους ρυθμούς, χωρίς αναβολές και γραφειοκρατικά εμπόδια. Γιατί, όπως είναι γνωστό, ένα κράτος θεωρείται ισχυρό για τη Διεθνή Κοινότητα, όταν διαθέτει προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό. Και παρενθετικά οφείλουμε να σημειώσουμε αυτό για τυχόν παρανοήσεις. Το ότι μία χώρα διαθέτει τελευταίας τεχνολογίας εξοπλιστικό σύστημα δεν συνεπάγεται ότι θα το χρησιμοποιήσει, καθώς εκτός των άλλων, τα περισσότερα κράτη του Διεθνούς Συστήματος, ανήκοντας σε συμμαχίες και περιφερειακές ενώσεις, καθίσταται αρκετά δύσκολο να διεξάγουν συμβατικούς πολέμους. Τότε –θα ρωτήσει εύλογα κάποιος- γιατί να δαπανώνται υπέρογκα ποσά σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς;

Όταν μία χώρα διαθέτει άρτιο εξοπλιστικό σύστημα τελευταίας τεχνολογίας αυτόματα συνεπάγεται ότι: α. είναι οικονομικά ισχυρή, β. έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής της, γ. είναι ιδιαίτερη χρήσιμη στους συμμάχους της, καθώς μπορούν να βασιστούν σε αυτήν (και δεν εννοώ μόνο στο επίπεδο των στρατιωτικών θεμάτων), δ. εμπνέει το σεβασμό της Διεθνούς Κοινότητας, καθώς ο στρατιωτικός εξοπλισμός μεταφράζεται σε ισχύ, ε. μπορεί να αναλάβει νέους ρόλους στη Διεθνή Διπλωματία.

Η Ελλάδα πρέπει να δώσει έμφαση στην πτυχή των στρατιωτικών εξοπλισμών της, γιατί, όπως και παραπάνω είπαμε, οφείλει να είναι έτοιμη να αναλάβει τη θέση της ρυθμίστριας δύναμης στο γεωγραφικό περιβάλλον της. Και βλέπουμε ότι ήδη έχει ανοίξει το κράτος μας το εξοπλιστικό πρόγραμμά του, παραλαμβάνοντας το προσεχές εξάμηνο νέα αεροπλάνα και βρισκόμενο σε διαδικασία αγοράς πολεμικών πλοίων, μετά από μία περίοδο που με άλλοθι την οικονομική κρίση, είχαμε αφήσει έξω από την εθνική ατζέντα στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Και πρέπει να σημειώσουμε αυτό, αν και φυσικά είναι γνωστό. Όταν δεν εξοπλίζεται στρατιωτικά ένα κράτος, στην ουσία των πραγμάτων και εκτός των παραπάνω, είναι σαν να υποδηλώνει ότι δεν βρίσκεται στις επάλξεις οποιαδήποτε διπλωματικής διεκδίκησης των ζωτικών συμφερόντων του. Τέλος και το πιο σημαντικό είναι, ότι οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί δημιουργούν τη λεγόμενη Διπλωματία των Εξοπλισμών, πρακτική που γίνεται κατανοητή, μέσω του πλαισίου στο οποίο κινούνται η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία σε σχέση με τη γειτονική μας χώρα.

Είναι γεγονός, ότι η Ελλάδα έχει δημιουργήσει όλες τις προοπτικές για ένα ευοίωνο 2021 στα θέματα Εθνικής Εξωτερικής Πολιτικής και Διπλωματίας, αρκεί, φυσικά, να συνεχίσει απαρέγκλιτα να ακολουθεί την πρακτική που έχει διαμορφώσει τον τελευταίο ένα χρόνο. Πόσω δε μάλλον αυτή την πρακτική που αφορά τη διαχείριση των σχέσεών του με τη γείτονα χώρα, κάνοντας δε, το Κράτος μας χρήση των δικαιωμάτων του που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο (και κατ’ επέκταση του Δικαίου της Θάλασσας) για την προστασία των εθνικών ζωτικών συμφερόντων του. Ήδη στο Ιόνιο με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ εγκρίθηκε το διάταγμα για επέκταση των χωρικών υδάτων μας από το βορειότερο σημείο των Ιονίων νήσων μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο, με την ελληνική πλευρά να επιφυλάσσεται για την άσκηση του δικαιώματός της και σε υπόλοιπες περιοχές της επικράτειάς της. Ωστόσο, όμως η εδώ και δεκαετίες αναβλητικότητα της Ελληνικής Πολιτείας να καταρτίσει ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης Εξωτερικής Πολιτικής και Διπλωματίας, έχει διαφανεί ότι της έχει στοιχίσει ανεπανόρθωτα, καθώς, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι η γειτονική μας χώρα έχει δημιουργήσει τον εθνικό σχεδιασμό της ήδη από το 1972.  Και πλέον κρίνεται όσο ποτέ άλλοτε ιδιαίτερα αναγκαία και επιβεβλημένη ενέργεια από το σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ώστε, εκτός των άλλων,  κανένα οιονεί κυβερνόν κόμμα να μην επανακαθορίζει κάθε φορά σε διαφορετικά  πλαίσια τη δράση του όσον αφορά τα εθνικά μας ζητήματα. Τέλος, στο νέο έτος η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική οφείλει να διευρύνει τις συμμαχίες της κάτω από δύο πολύ σημαντικούς παράγοντες: 1. επενδύοντας στην Εκκλησιαστική Διπλωματία μέσω των Παλαίφατων Πατριαρχείων, τα οποία οιονεί διαμορφώνουν ένα είδος Ελληνικής Διασποράς. Μέσω αυτών θα καταφέρει η Ελλάδα να παρεισφρήσει σε περιβάλλοντα εθνοτικά που δεν είχε αναπτύξει διπλωματικές σχέσεις, 2. η περαιτέρω σύσφιγξη σχέσεων με ήδη συμμαχικά κράτη, όπως είναι η Γαλλία και το Ισραήλ σε επίπεδο διμερών στρατιωτικών συμφωνιών.

[1] Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια της ίδιας Σχολής , Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου και μέλος και ερευνήτρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.).

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα