Ανδρέας Θεοφάνους*
29/7/2022
Αναμφίβολα το Κυπριακό θα είναι ένα από τα βασικά ζητήματα τα οποία θα επηρεάσουν την τελική απόφαση των ψηφοφόρων στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2023. Και τούτο παρά το γεγονός ότι στη σημερινή συγκυρία τα οικονομικά ζητήματα με την ευρύτερη έννοια του όρου αποτελούν προτεραιότητα για τους πολίτες.
Μέχρι σήμερα δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική συζήτηση για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν οι υποψήφιοι για το Κυπριακό. Κάποιοι συμπολίτες μας προβάλλουν την άποψη ότι στην πραγματικότητα οι συζητήσεις για το Σχέδιο Ανάν και την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα είναι αντιπαραγωγικές. Η ουσία είναι το πως προχωρούμε παρακάτω. Επ΄ αυτού του ζητήματος είναι καθοριστικής σημασίας να αξιολογηθούν οι θέσεις – στον βαθμό που υπάρχουν – των υποψηφίων.
Ούτως ή άλλως σε σχέση με το παρελθόν η πραγματικότητα είναι ότι κανένας (εν ενεργεία) Πρόεδρος δεν προέκρινε οποιοδήποτε Σχέδιο κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ακόμα ούτε ο Ν. Αναστασιάδης που το 2004 ήταν υπέρμαχος του Σχεδίου Ανάν. Σε σχέση με την κατάρρευση στο Κραν Μοντάνα δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι ευθύνεται η ελληνοκυπριακή πλευρά. Όταν ασκήθηκε η κριτική ότι ο Ν. Αναστασιάδης το 2017 ήταν πολύ πιο κοντά στον Τ. Παπαδόπουλο, ο ίδιος φέρεται να είχε δηλώσει ότι όντως είχε κατανοήσει «τα διλήμματα που αντιμετώπισε ο αείμνηστος Πρόεδρος Παπαδόπουλος».
Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα δεδομένα δεν θεωρώ ότι το Κραν Μοντάνα και το Σχέδιο Ανάν αποτέλεσαν ευκαιρίες που χάθηκαν. Και στις δύο περιπτώσεις πέραν των προνοιών για τα θέματα της ασφάλειας, τυχόν υλοποίηση των εν λόγων σχεδίων θα παραμέριζαν την Κυπριακή Δημοκρατία και θα καθιστούσαν τη νέα κρατική οντότητα που θα δημιουργείτο προτεκτοράτο της Τουρκίας.
Σημειώνω συναφώς ότι ούτε ο Δ. Χριστόφιας μπόρεσε να καταλήξει σε οποιαδήποτε διευθέτηση με τον Μ. Α. Ταλάτ παρά τις ιδεολογικές τους συγκλίσεις. Ο Δ. Χριστόφιας προσπάθησε να προωθήσει μια έστω οδυνηρή διευθέτηση προβαίνοντας σε παραχωρήσεις που είχαν προκαλέσει τις αντιδράσεις του Τ. Παπαδόπουλου και άλλων. Συγκεκριμένα στη Συμφωνία Χριστόφια-Ταλάτ στις 23 Μαΐου 2008 συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά σε συμφωνία υψηλού επιπέδου πρόνοια για συνιστώντα κράτη. Παρά ταύτα είναι γνωστή η κατάληξη, δεν επετεύχθη η λύση. Και για την εξέλιξη αυτή δεν ευθύνεται ούτε ο Δ. Χριστόφιας ούτε η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Επιπρόσθετα, υπογραμμίζω ότι δεν υπήρξε πραγματική ευκαιρία διευθέτησης του Κυπριακού μετά το 1974 η οποία θα βελτίωνε την υφιστάμενη κατάσταση. Ναι, υπήρχαν πρόνοιες στα διάφορα σχέδια για εδαφικές αναπροσαρμογές αλλά το τίμημα θα ήταν βαρύτατο: η δυαρχία σε θέματα διακυβέρνησης θα καθιστούσε τη νέα κρατική οντότητα κατ΄ ουσίαν τουρκικό προτεκτοράτο.
Προφανώς εάν αξιολογήσουμε το διαπραγματευτικό πλαίσιο το οποίο ίσχυε μέχρι πρόσφατα τότε είναι δυνατό να αντιληφθούμε τα εξαιρετικά δύσκολα δεδομένα στα οποία έχουμε περιέλθει. Για τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις διάφοροι κύκλοι σπεύδουν να τις αποδώσουν στον μακροχρόνιο αγώνα. Ουδέν αναληθέστερο καθώς ο μακροχρόνιος αγώνας δεν διεξήχθη ποτέ. Στην πραγματικότητα εκείνο που έχει αποτύχει όλα αυτά τα χρόνια είναι η πολιτική που έχει ακολουθηθεί– μια πολιτική σταδιακών αλλά συνεχών υποχωρήσεων με την ελπίδα ότι η τουρκική πλευρά θα ικανοποιείτο κάποια στιγμή.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, οι υποψήφιοι Πρόεδροι θα πρέπει να υιοθετήσουν νέες προσεγγίσεις εμπλουτίζοντας τουλάχιστον τις υφιστάμενες διαδικασίες. Το νόμιμο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να καταθέσει κατευθυντήριες γραμμές για μια βιώσιμη ομοσπονδιακή διευθέτηση του Κυπριακού. Επιπρόσθετα, καθοριστικής σημασίας θα είναι και η προσπάθεια αξιοποίησης των ενεργειακών ζητημάτων με την εμπλοκή της Τουρκίας. Μεταξύ άλλων, μια ενεργειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο προϋποθέτει εξ ορισμού την de facto οριοθέτηση της ΑΟΖ Κυπριακής Δημοκρατίας-Τουρκίας. Πέραν τούτου, η επιστράτευση της διεθνούς κοινότητας καθώς και μιας εξελικτικής διαδικασίας προβάλλουν επίσης ως απαραίτητα στοιχεία μιας νέας προσέγγισης. Ιδέες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη κατατεθεί.
Αντιλαμβάνομαι ότι η υιοθέτηση της προτεινόμενης νέας προσέγγισης θα έχει ενδεχομένως κάποιες δυσκολίες. Είναι όμως επιβεβλημένη ιδίως εάν λάβουμε υπ΄ όψιν ότι τυχόν συνέχιση της υφιστάμενης πολιτικής θα οδηγήσει στην καλύτερη περίπτωση σε μια συνομοσπονδία – μια εξέλιξη με αρνητικές συνέπειες.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.