Η «περιπέτεια» της υπηκοότητας, οι ταινίες και η μητέρα του, που μακροημερεύει λόγω… του μίσους της για τον Τραμπ
«Ομαχα Νεμπράσκα – Αθήνα είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσά μας για να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι», μου είπε αστειευόμενος o Αλεξάντερ Πέιν, μόλις τον είδα στην οθόνη του υπολογιστή μου. Το ραντεβού μας για φαγητό ήταν προγραμματισμένο τη Μεγάλη Εβδομάδα. Θα βρισκόταν στην Ελλάδα για να δει την κορούλα του, η οποία ζει μόνιμα εδώ. Ομως οι υποχρεώσεις του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη μάς ανάγκασαν να συνομιλήσουμε διαδικτυακώς και να ανανεώσουμε την υπόσχεση για τη συνάντησή μας μέσα στο καλοκαίρι. Βρισκόταν στη γενέτειρά του, όπου διατηρεί σπίτι και γραφείο, φρέσκος και ορεξάτος για καινούργια κινηματογραφικά εγχειρήματα και ιδιαίτερα υπερήφανος που έγινε επιτέλους Ελληνας πολίτης πριν από λίγο καιρό. Με καταγωγή από το Αίγιο, τη Σύρο και τη Λιβαδειά και μετανάστες παππούδες, φαντάστηκα ότι θα ήταν κάτι απλό για τον οσκαρικό σεναριογράφο και κινηματογραφιστή που έχει συνεργαστεί με ηθοποιούς σαν τον Τζακ Νίκολσον και τον Τζορτζ Κλούνεϊ να γίνει συμπατριώτης μας.
Ομως τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Η υπόθεση προχώρησε χάρις στο δραστήριο προξενείο μας στη Βοστώνη. Ξεκινώντας την κουβέντα τον ρώτησα πώς αισθάνεται τώρα πια που έχει βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στα έγγραφα της υπηκοότητας. «Κατ’ αρχάς, νιώθω πως τα κατάφερα. Δεν είναι και μικρή η γραφειοκρατία που προηγείται για να φτάσει ένας απόγονος Ελλήνων να γίνει Ελληνας και αυτός. Και οι δύο παππούδες μου ήταν γεννημένοι στην Ελλάδα, όμως για να τεκμηριωθεί αυτό έπρεπε να βρω τα δικά τους δημοτολόγια, πιστοποιητικά βαπτίσεων, γάμου και ό,τι άλλο φαντάζεστε. Ο πατέρας του πατέρα μου ήταν από ένα μικρό χωριό κοντά στο Αίγιο, την Κρόκοβα, και δεν εντοπίσαμε τίποτε εκεί, μάλλον διότι όλοι οι κατάλογοι καταστράφηκαν από τους Γερμανούς στην Κατοχή. Ετσι πήγαμε στη Λιβαδειά, δηλαδή στον πατέρα της μητέρας μου. Εκεί καταφέραμε να βρούμε άκρη. Τέλος πάντων, τέλος καλά όλα καλά, οφείλω πολλά στον Στράτο Ευθυμίου, τον πρόξενο στη Βοστώνη, που έτρεξε πολύ για να γίνω Ελληνας και εγώ».
«Ξέρετε, πολλά χρόνια επιθυμούσα να αποκτήσω την υπηκοότητα. Ελεγα μέσα μου: Θα είναι κουλ να ‘μαι Ελληνας και με επίσημα χαρτιά. Ομως τελευταία προστέθηκε ένας ακόμη λόγος. Επαγγελματικά θέλω να γυρίζω όλο και περισσότερες ταινίες στην Ευρώπη· σκέφτομαι στο μέλλον να μην είναι τόσο στην Αμερική, αλλά σε διάφορες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου και βέβαια στην Ελλάδα. Οπότε το ελληνικό διαβατήριο εκτός από υπερηφάνεια είναι και ένα “εργαλείο” για τη δουλειά μου. Οπωσδήποτε αγαπώ πολύ τη χώρα των προγόνων μου, βέβαια, με διαφορετικό τρόπο από ό,τι εσείς. Χάρη στην κόρη μου τώρα πια ταξιδεύω πολύ πιο συχνά στα πάτρια και περνάω περισσότερο χρόνο».
Μου αρέσει να παρατηρώ τα πάντα. Aς πούμε ότι στην Ελλάδα μου αρέσει να νιώθω σαν δημοσιογράφος που κάνει ταξιδιωτικό ρεπορτάζ.
Οπότε; Πώς του φαινόμαστε τώρα που μας συναναστρέφεται περισσότερο και μας γνωρίζει καλύτερα: «Λόγω του χαρακτήρα μου και της δουλειάς μου, μου αρέσει να παρατηρώ τα πάντα. Aς πούμε ότι μου αρέσει να νιώθω στην Ελλάδα σαν δημοσιογράφος που κάνει ταξιδιωτικό ρεπορτάζ», τονίζει.
«Εχω ωστόσο να εξομολογηθώ κάτι», με διακόπτει. «Παρατήρησα πως την πρώτη φορά που ήρθα μετά την πολιτογράφηση υπήρχε μια διαφορά που την ένιωθα μόνον εγώ. Περπατούσα και έλεγα μέσα μου: “Fuck you, είμαι Ελληνας πολίτης ρε!”. Ολοι εμείς που γεννηθήκαμε στη διασπορά και μεγαλώσαμε στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Γερμανία, στην Αυστραλία, φτιάχνουμε μια υβριδική ταυτότητα. Ειδικά για την Αμερική, που την ξέρω πολύ καλά, υπάρχουν πολλές εθνικές υποομάδες. Οι Ινδοί και οι Αρμένιοι είναι πολύ στραμμένοι στην κοινότητά τους, προωθούν τις ενδογαμίες. Εμείς οι Ελληνες επίσης κρατιόμαστε γερά από την παράδοσή μας. Το σημαντικό πάντως για εμένα που μεγάλωσα ως Ελληνοαμερικανός είναι –όπως ανέφερα προηγουμένως– ότι έχω τα μάτια μου ανοιχτά, μου αρέσει να παρατηρώ τα πάντα και αυτό οπωσδήποτε επηρέασε και τη σκηνοθεσία μου».
«Δεν είναι τυχαίο», συνεχίζει ο Πέιν, του οποίου ο παππούς λεγόταν Παπαδόπουλος και αγγλοποίησε το επίθετό του με πιο πρωτότυπο τρόπο από ό,τι το πολυφορεμένο «Pappas», «ότι στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, οι περισσότεροι σκηνοθέτες που άφησαν τη σφραγίδα τους γυρίζοντας πολύ εμβληματικές αμερικανικές ταινίες ήταν Γερμανοί, Αυστριακοί, Εβραίοι, Γάλλοι, Ιταλοί κ.ά. Αν καταφέρεις μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα που λέγεται Αμερική να κρατήσεις μιαν αίσθηση διαφορετικότητας, τότε έχεις να εισφέρεις πολλά. Αυτό σημαίνει για μένα το να είσαι Αμερικανός, ζεις στις ΗΠΑ αλλά έχεις και στοιχεία που σε κάνουν “άλλο” από τον διπλανό σου. Ξέρω πως αυτό που λέω δεν θα άρεσε στον Τραμπ. Ενα πράγμα που ισχύει για όλους τους Ελληνοαμερικανούς είναι πως δεν τα έχεις καταφέρει επαγγελματικά εάν δεν είσαι γνωστός ευρέως σε ολόκληρη την Αμερική. Τότε μόνον είναι πραγματικά υπερήφανοι για σένα και την επιτυχία σου».
Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι έζησες αν δεν έχεις βιώσει και τον πόνο
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του αλλά και του ίδιου του Πέιν –το καταλαβαίνω καθώς μιλάμε– είναι το ιδιόρρυθμο χιούμορ: «Η οικογένεια της μάνας μου το είχε. Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί μου επίσης. Ημουν περιτριγυρισμένος από δαύτο καθώς μεγάλωνα. Σίγουρα πάντως το γέλιο εδράζεται στον πόνο, σε κάτι που στερείσαι. Ο Σαρλό που έκανε τους πάντες να ξεκαρδίζονται έπαιζε έναν άστεγο. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς έλεγε μια ωραία ατάκα: Τον είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη στη Γερμανία γιατί δεν υπάρχουν χιουμοριστικές γερμανικές ταινίες και εκείνος τους απάντησε: “Προφανώς έχετε σκοτώσει όλους τους αστείους ανθρώπους”».
Τα φιλμ του Πέιν έχουν ακόμα μια αναγνωρίσιμη πτυχή. Συνήθως εστιάζουν σε μεσήλικες άνδρες που τα θαλάσσωσαν. Είναι βουτηγμένοι στην κρίση της μέσης ηλικίας, βιώνουν τη μοναξιά και την απουσία συνεννόησης με τους οικείους τους.
«Συνήθως όταν διαβάζω ή γράφω ένα σενάριο, το μόνο που λέω είναι “να μια καλή ιστορία”, δεν πολυκάνω λιανά τους χαρακτήρες. Αυτό που με κεντρίζει είναι η πάλη των ανθρώπων με τα εμπόδια, τα οποία μοιάζουν να είναι εξωτερικά, αλλά τελικά είναι πάντα εσωτερικά. Είναι μια μάχη σπαρακτική. Με ενδιαφέρει να περιγράψω το χάος που υπάρχει ανάμεσα στα όνειρα και τις φιλοδοξίες μας, και τελικά τι καταλήγουμε να έχουμε ως πραγματικότητα μπροστά μας όταν είμαστε σε μια ώριμη ηλικία». Αναρωτήθηκα αν έχει περάσει και αυτός τη βάσανο των ηρώων του. «Θα το πω σιβυλλικά: Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι έζησες αν δεν έχεις βιώσει και τον πόνο». Ο Πέιν κάνει μια μικρή παύση, κοιτάζοντας, φαντάζομαι, έξω από το παράθυρο του γραφείου του που είναι γεμάτο βιβλιοθήκες.
Στην Ελλάδα γνωρίζουμε καλά τις μεγάλες επιτυχίες του: «Πλαγίως», «Νεμπράσκα», «Οι Απόγονοι», «Σχετικά με τον Σμιντ», «Μικρόκοσμος». Μία από τις παλαιότερες ταινίες του που ξεχώρισε είναι το «Citizen Ruth» που καταπιάνεται με το θέμα της άμβλωσης στις ΗΠΑ. Ιδού ένα επίκαιρο θέμα: «Αυτή η ιστορία με τις εκτρώσεις στην Αμερική με κάνει να πιστεύω ότι είναι μια τόσο χαζή χώρα σε πολλά θέματα. Υπάρχουν συστημικές στρεβλώσεις όπως ότι μια μικρή μειονότητα μπορεί στο τέλος να έχει έλεγχο στη Γερουσία και τη νομοθετική παραγωγή. Η μητέρα μου είναι σχεδόν 100 ετών και πιστεύω ότι μένει ζωντανή από το μίσος της για τον Τραμπ και όποιον τον ψήφισε. Μου έλεγε πως γεννήθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έζησε το Κραχ, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον ελληνικό εμφύλιο, τον μακαρθισμό, το Βιετνάμ, το Γουότεργκεϊτ, την πτώση του κομμουνισμού. «Οχι, δεν θα ήθελα να πεθάνω με αυτόν τον μπάσταρδο στον Λευκό Οίκο!», λέει συχνά, διότι ξέρει ότι μπορεί ο Τραμπ να έφυγε από την εξουσία, αλλά οι ιδέες του έχουν ακόμα απήχηση στην αμερικανική κοινωνία».
Δεν είμαι ο Γαβράς, ούτε ο Σπίλμπεργκ
«Μου λένε ότι όλα μου τα φιλμ είναι πολιτικά, εγώ τα βλέπω ως ανθρώπινες κωμωδίες που σίγουρα τέμνονται με τη δημόσια σφαίρα. Μου αρέσει να ανατρέχω στην κινηματογραφική παραγωγή της δεκαετίας του ’70. Εκεί ακόμα και στις πιο προσωπικές ιστορίες υπάρχει πάντα ο παρονομαστής της πολιτικής. Σίγουρα δεν είμαι ο Κώστας Γαβράς, αλλά δεν είμαι και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Τώρα κάνω μοντάζ στην επόμενη ταινία μου και έχω τρία-τέσσερα σενάρια στο μυαλό μου, αλλά ακόμα δεν έχω αποφασίσει με ποιο απ’ όλα θα ασχοληθώ».
Η συνάντηση
«Πού τρώω όταν είμαι στην Ελλάδα; Μα στα σπίτια των ανθρώπων συνήθως. Δεν ξέρω και πολλά για την Αθήνα, τώρα τη μαθαίνω σιγά σιγά. Εννοείται ότι μου αρέσει το ελληνικό φαγητό, είμαι γιος εστιάτορα. Ομως, δεν καταλαβαίνω κάτι για τους Ελληνες. Πώς μπορούν και τρώνε τα χταπόδια; Η γεύση τους είναι φανταστική, αλλά πρόκειται για κάποια από τα πιο χαρισματικά πλάσματα της φύσης, με νοημοσύνη και χάρη. Οπότε, δεν με νοιάζει πού θα με πάτε για φαΐ, αρκεί το μενού να μην έχει χταπόδι», μου λέει ο Πέιν και κανονίζουμε την επόμενη φορά που θα έρθει στην Ελλάδα να τα πούμε επιτέλους και από κοντά.