Αγορά και αφιλοκέρδεια: ανταλλακτικοί (και μη) χώροι και τρόποι

του Γιάννη Παπαδάκη*

Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του συγγραφέα, φίλου και συνομιλητή Γιάννη Πανεθυμιτάκη.

Θα εξετάσουμε την αγορά και την αφιλοκέρδεια ως χαρακτηριστικά δείγματα ανταλλακτικού και μη-ανταλλακτικού τρόπου αντίστοιχα. Θα δούμε πώς η ελληνότροπη σκέψη, αντί να αυτοεγκλωβίζεται στον ένα ή τον άλλο τρόπο (ή χώρο), συνθέτει ανάμεσά τους μια σχέση αρμονική με καθολικές αξιώσεις αλήθειας. Τέλος, προτείνουμε τρόπους «πλεύσης», ως αφετηριακά  βοηθήματα για όσους επιθυμούν να γεφυρώσουν παρόν και μέλλον με αξιώσεις παρόμοιες.

Η αγορά είναι τμήμα αυτού που καλούμε «ανταλλακτικό» χώρο. Είναι ο χώρος στον οποίο μετέχουμε με τρόπο ανταλλακτικό: δίνω κάτι για να πάρω κάτι άλλο. Η αφιλοκέρδεια είναι αντιπροσωπευτικό τμήμα του χώρου τον οποίο καλούμε μη-ανταλλακτικό. Η μετοχή σε αυτόν το χώρο γίνεται με κριτήρια μη-ανταλλακτικά: κάνω κάτι χωρίς την προσδοκία να λάβω κάτι σε αντάλλαγμα.

Ανταλλακτικός τρόπος – ο χώρος της αγοράς

Με τον όρο «αγορά» χαρακτηρίζουμε τα πεδία (φυσικοί/εικονικοί χώροι δραστηριότητας) στα οποία λαμβάνουν χώρα συναλλαγές ή ανταλλαγές (transactions, bartering οι όροι στα Αγγλικά) μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων, πχ. εταιρειών. Κάποιο αγαθό, υπηρεσία ή συμβόλαιο αλλάζει χέρια ή υπογράφεται, με παραμέτρους κόστους που θεωρούνται συμφέρουσες. Ενδεικτικά παραδείγματα: (1) ζητώ από μια τράπεζα να μου εγκρίνει 30ετές δάνειο για ένα σπίτι, ενώ ταυτόχρονα δεσμεύομαι γραπτώς να καταθέτω Χ ευρώ το μήνα προς εξυπηρέτησή του. (2) Είμαι παραγωγός γεωργικών προϊόντων τα οποία διαθέτω σε σούπερ-μάρκετ σε συγκεκριμένες τιμές που έχω διαπραγματευτεί. (3) Θέλω να εξασφαλίσω την οικογένειά μου οικονομικά από το ενδεχόμενο ξαφνικού θανάτου κατά τα επόμενα είκοσι χρόνια, οπότε αγοράζω συμβόλαιο ασφάλειας ζωής για να καλύψω το οικονομικό ρίσκο κατά την περίοδο αυτή. (4) Σχεδιάζω το επόμενο οικογενειακό ταξίδι και -αν και η αναχώρηση είναι σε έξι μήνες- αγοράζω ήδη εισιτήρια αεροπορικά και προπληρώνω κρατήσεις σε ξενοδοχεία ώστε να μην υπάρξουν εκπλήξεις την τελευταία στιγμή.

Οι αγορές, ως χώροι συναλλαγών και ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν είναι στατικές. Έχουν χαρακτήρα δυναμικό και επεκτείνονται, κάποιες φορές με δραματικούς ρυθμούς. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτό. Ας δούμε ένα παράδειγμα από το παρόν: το κινητό τηλέφωνο -που μας έχει γίνει τόσο απαραίτητο- δεν υπήρχε πριν είκοσι χρόνια. Η ύπαρξή του έχει πολλαπλασιάσει αισθητά την ατομική και ομαδική μας παραγωγικότητα. (Παρόλα αυτά, δεν υπήρχε περίπτωση παλαιότερα κάποιος να ήθελε να βγει με έναν φίλο ή φίλη του και να μην το κατάφερε επειδή δεν είχε κινητό…) Και ένα ακόμα από το μέλλον: σε δέκα χρόνια, δεν θα είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε οδήγηση. Τα αυτοκίνητα θα είναι, κυριολεκτικά, αυτοκινούμενα (self-driving). Αυτή η νέα τεχνολογική δυνατότητα θα επιτρέψει την ανάπτυξη και χρήση πληθώρας εφαρμογών (αγοραστικών επιλογών) που θα μας απασχολούν -παραγωγικά ή όχι- και κατά τη διάρκεια των αυτο-μετακινήσεών μας.

Ο δυναμικός χαρακτήρας των αγορών δεν είναι μόνο αποτέλεσμα νέων τεχνολογιών και ανακαλύψεων, ως απάντηση στη συνεχή πίεση για μεγαλύτερο οικονομικό όφελος, άρα και άνοδο του βιοτικού επιπέδου (με οικονομικούς όρους), αλλά προχωράει πέρα από αυτές. Ας θεωρήσουμε κάτι μη τεχνολογικό ή καινοτόμο: πχ. ένα ηλιοβασίλεμα. Έχει άραγε ανταλλακτική αξία η εμπειρία ενός ηλιοβασιλέματος και, αν έχει, ποια είναι αυτή; Αν ρωτήσουμε έναν Ολλανδό τουρίστα που προγραμματίζει το καλοκαιρινό του ταξίδι στην Κρήτη ή την Σαντορίνη για δύο εβδομάδες, ελπίζοντας σε 14 εντυπωσιακά ηλιοβασιλέματα, τα οποία δεν μπορεί να απολαύσει στη συνήθως βροχερή και συννεφιασμένη χώρα του, τότε αρχίζει να παίρνει σχήμα η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Άραγε σχετίζεται, και πώς, η όποια αξία Χ έχει το ηλιοβασίλεμα στην Σαντορίνη για τον Ολλανδό τουρίστα με την αξία Ψ που του δίνει ο μόνιμος κάτοικος Σαντορίνης; Είναι λογικό επειδή κάποιος τυχαίνει να μένει στη Σαντορίνη ή την Κρήτη να προσδίδει μηδενική ανταλλακτική αξία στο καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα μόνο και μόνο επειδή μπορεί πανεύκολα να το βιώνει καθημερινά; Με αυτό ως βάση, ας προβληματιστούμε ως προς τα δυναμικά κριτήρια που, σε μια πλήρως παγκοσμιοποιημένη και ελεύθερη αγορά, καθορίζουν τις τιμές των αγαθών ή των υπηρεσιών. Αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «ισορροπία προσφοράς-ζήτησης» είναι συχνά μια υποκειμενική συνθήκη, που όμως ερμηνεύει -κατά μεγάλο μέρος- πώς λειτουργεί ο χώρος της αγοράς. Σε αντίθεση, οι μετρήσεις των φυσικών φαινομένων εξαρτώνται μεν από παραμέτρους που σχετίζονται με τον εκάστοτε παρατηρητή, όμως οι «φυσικοί νόμοι» δεν υπόκεινται σε υποκειμενική θεώρηση. Ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε ή αν δεν πιστεύουμε στην έννοια της εντροπίας, ο β΄ θερμοδυναμικός νόμος δεν παύει να ισχύει. Αντίθετα, η ανταλλακτική αξία ενός ηλιοβασιλέματος έχει καθαρά υποκειμενική αξία.

Οι αγορές εστιάζουν τη προσοχή τους στην αποτελεσματικότητα και βοηθούνται από την αύξησή της. Η πίεση για αύξηση της αποτελεσματικότητας συχνά οδηγεί σε μια πολυ-πολικότητα, η οποία, αν και στην αρχή εμφανίζεται ως αυξημένη ελευθερία επιλογών, καταλήγει σε μια «τελειοποιημένη» (βέλτιστη) κατηγοριοποίηση, η οποία κατευθύνει επιλεκτικά τις αγορές προς μια επιταχυνόμενη τροχιά αυξημένης αποτελεσματικότητας. Οι αγορές μας ωθούν να εργαζόμαστε όσο γίνεται πιο παραγωγικά (να βελτιστοποιούμε το εγγενές δυναμικό μας ώστε να προσδώσουμε μέγιστη ανταλλακτική αξία στο χρόνο μας) ενώ ταυτόχρονα παρέχουν «πακεταρισμένα ηλιοβασιλέματα» σε τιμές ευκαιρίας για να επαναφορτιστούν οι παραγωγικές μας μπαταρίες. Πρόκειται για τον τυπικό αναπτυξιακό μηχανισμό της αγοράς και γενικότερα του ανταλλακτικού χώρου, ένα «κυματισμό» μέσω του οποίου αντλείται και αποδίδεται ανταλλακτική ανθρώπινη ενέργεια από και προς τον ίδιο τον χώρο της αγοράς.

Οι αγορές μας προσφέρουν προϊόντα, υπηρεσίες, ασφάλειες υγείας και ζωής, θαυματουργές ιατρικές θεραπείες και φάρμακα που σώσουν ζωές. Όμως η απόφασή μας αν και τι από όλα αυτά αξίζει να ανταλλάξουμε με το χρόνο μας (και σε ποια «τιμή») εμπίπτει στην υποκειμενική ανταλλακτική λογική που αναφέραμε παραπάνω. Ο αριθμός και η πολυπλοκότητα των ανταλλακτικών επιλογών μπορεί να αυξάνεται, μια και αυτός είναι ο τρόπος που μεγαλώνει η αγορά (ανάπτυξη), η κινητήριος όμως δύναμη παραμένει η αξία που εμείς προσδίδουμε στον ανταλλάξιμο χρόνο μας, καθώς και η συλλογιστική με την οποία οδηγούμαστε σε μια επιλογή και όχι σε άλλη. Η βιωματική αλληλουχία αυτών των επιλογών-αποφάσεων διαγράφει την συνειδησιακή πορεία μας μέσα στον ανταλλακτικό «χωροχρόνο», και ειδικότερα εδώ, στο χωροχρόνο της αγοράς.

Όμως, αν τελικά όλα εξαρτώνται από τις προτεραιότητες που δίνουμε στον ανταλλάξιμο χρόνο μας, τι ακριβώς είναι αυτό που τις καθορίζει; Ποια δηλαδή είναι η «πυξίδα» που εξασφαλίζει μια προσανατολισμένη πλεύση εντός του πεδίου της αγοράς;

Η απάντηση προκύπτει αν συμφωνήσουμε στις πιο κρίσιμες διαστάσεις {και το επίπεδο} για την επίτευξη του ζητουμένου: μορφωτικό επίπεδο {υψηλό}, επαγγελματική σταδιοδρομία {αδιάλειπτα εξελικτική}, οικονομική ευμάρεια {μεγάλη}, επιχειρηματική πορεία {ανοδική}, ηγετική ικανότητα {υποδειγματική}. Με αυτά ως στόχους, η ίδια η αγορά παρέχει τους αναγκαίους μηχανισμούς: εγκύκλιες σπουδές, προσωπική μελέτη, αναγνωρισμένες πιστοποιήσεις, συμμετοχή σε διαγωνισμούς, τιμητικές διακρίσεις, υποτροφίες, συνεργασίες, επιχειρηματικά δάνεια, υποβολές καινοτόμων προτάσεων για χρηματοδότηση κλπ.

Η μετάβαση από το αναγκαίο (μετοχή) στο ικανό (επιτυχία) στο χώρο της αγοράς είναι μια εξ ορισμού απαιτητική, ανταγωνιστική διαδικασία, από την οποία μπορούμε να αποκομίσουμε γνώσεις και εμπειρίες που μόνο ο ανταλλακτικός χώρος της αγοράς μπορεί να μας προσφέρει. Γι’ αυτό, ας μην υποτιμούμε τη χρησιμότητα του χώρου της αγοράς και την αναγκαιότητά του, αρχίζοντας με τη ποιοτική διδασκαλία και πρακτική προώθηση της επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα στους νέους, ως βασική δεξιότητα επιτυχούς μετοχής στον ανταλλακτικό χώρο. Αν κάποιος δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με οποιουδήποτε είδους επιχειρηματικότητα, δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει ανταλλακτική προσαρμογή στους άλλους, γιατί αυτή είναι χρήσιμη και αναγκαία, ή πώς μπορεί να επιτευχθεί.

Ανέκαθεν οι Έλληνες μετείχαν με απαράμιλλη επιτυχία και στο χώρο της αγοράς. Πρώτα οι Μινωίτες και μετέπειτα οι Έλληνες ανέπτυξαν πρωτοφανείς δραστηριότητες σε μια κατεξοχήν λειτουργία του χώρου της αγοράς: το οργανωμένο διαμετακομιστικό εμπόριο στη Μεσόγειο. Αυτή η εμπορική ελληνική δραστηριότητα ακμάζει ακόμα και σήμερα, και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πολυσχιδής εμπειρία που οι Έλληνες αποκόμισαν από αυτή την ανταλλακτική ενασχόληση, τους πρόσφερε ένα μοναδικό εύρος εμπειριών, στο οποίο στηρίχτηκαν για να θεμελιώσουν και να αναπτύξουν έναν από τους πιο ολοκληρωμένους πολιτισμούς: τον Ελληνικό. Η επίδραση λειτούργησε και αμφίδρομα, με την έννοια ότι το, συνθετικά ακμαίο, ένστικτο των Ελλήνων τους έκανε ακόμα πιο επιτυχημένους εμπόρους και ιδρυτές αποικιών σε στρατηγικά σημεία της Μεσογείου, οι οποίες δεν είχαν μόνο ανταλλακτικούς (εμπορικούς) λόγους ύπαρξης αλλά και πολιτιστικούς (θέατρα, ναούς, οργανωμένες πόλεις). Ούτε οι Αιγύπτιοι, ούτε οι Φοίνικες, ούτε άλλοι λαοί με ανάλογες πολιτισμικές δυνατότητες το κατόρθωσαν αυτό στην κλίμακα των Ελλήνων.

Σε αντίθεση με τον μη-ανταλλακτικό, η επιτυχής μετοχή στον ανταλλακτικό χώρο προϋποθέτει προσαρμοστικότητα (adaptability). Εξ ορισμού, ο χώρος της αγοράς υπερβαίνει δομικά το άτομο, οπότε επιτυχία αναγκαστικά σημαίνει αποτελεσματική προσαρμογή του ατόμου στις εκάστοτε απαιτήσεις της αγοράς. Αυτό αποτελεί σημείο δυσκολίας ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους, διότι οι παράμετροι της ανταλλαγής (τι πρέπει να θυσιάσω για να κατορθώσω αυτό που θέλω) δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένοι. Ο νέος και η νέα πρέπει πρώτα να πειστούν συνειδησιακά τόσο για το αξιόλογο του προορισμού, όσο για το τίμημα («ανταλλακτικό κόστος») της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλουν και, τέλος, για την πειθαρχία (συνειδησιακή ανελευθερία) που απαιτεί αυτή η ανταλλακτικά προσανατολισμένη πορεία πλεύσης, η οποία συχνά είναι μακροχρόνια και δύσκολη. Είναι κάτι που, όταν βρεθούμε σε ρόλο γονέα, δασκάλου, συμβούλου ή μέντορα, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη.

Παρ’ όλα αυτά, αν έχουμε θέσει καθολικές αξιώσεις αρμονίας στην ζωή μας, ο χώρος της αγοράς, και γενικότερα της ανταλλακτικότητας, δεν μας καλύπτει πλήρως, όση -υλική ή βιωματική- επιτυχία και αν έχουμε συσσωρεύσει από την πορεία μας σε αυτόν. Η επιτυχία στον ανταλλακτικό χώρο είναι μεν αναγκαία για τον άνθρωπο, διότι χωρίς επιτυχή μετοχή σε αυτόν οδηγείται σε ανταλλακτική απομόνωση από τους άλλους, όχι όμως και ικανή. Αυτό συμβαίνει διότι ο μη-ανταλλακτικός χώρος, όπως θα περιγράψουμε παρακάτω, αρχίζει εκεί όπου οι ερμηνευτικές δυνατότητες του ανταλλακτικού τρόπου παύουν να λειτουργούν αποτελεσματικά.

Η ελληνότροπη αναζήτηση νοήματος με καθολικές αξιώσεις αληθείας (μη λήθης), είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναζήτηση του μέγιστου δυνατού εύρους μιας «εν δυνάμει» ελευθερίας, ως πεδίο διαμόρφωσης μιας σχέσης τόλμης-μέτρου που οδηγεί σε μια αδιάσπαστη (καθολική) αίσθηση αρμονίας. Γι’ αυτό το λόγο, οφείλουμε να μελετήσουμε και τους δύο χώρους και να εξετάσουμε όχι μόνο τι καθιστά επιτυχία μετοχής σε καθένα από αυτούς, αλλά και πώς οι εμπειρίες που αποκομίζουμε από τον ένα χώρο μπορεί να μεταφερθούν και να εφαρμοστούν στον άλλο.


Εδώ τίθεται μια δέσμη ερωτημάτων σε σχέση με τις παραμέτρους μέτρου και τόλμης του εμπρόθετου αυτού συνειδησιακού κυματισμού, τα οποία όμως δεν είναι εύκολα απαντήσιμα. Υπάρχει άραγε ένα βέλτιστο μέτρο, μια ιδανική αναλογία τρόπων αναλυτικής και διαισθητικής ερμηνείας, την οποία θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε εκ των προτέρων; Έχει νόημα να αναζητούμε τρόπους μετοχής σε έναν χώρο πριν καν η μετοχή μας στον άλλον μπορεί να θεωρηθεί αρκετή ή επιτυχής; Πόση και τι είδους τόλμη χρειάζεται για να κάνουμε το πρώτο και τα επόμενα βήματά μας σε κάθε ένα από τους δύο χώρους; Τα ερωτήματα δεν περιορίζονται μόνο στα παραπάνω. Για να τα απαντήσουμε όμως ικανοποιητικά, απαιτείται μια «ολοκληρωμένη θεωρία της συνείδησης» που να συνδέει πειστικά τους φυσικούς νόμους (συμπαντικές αρχές) με τα συνειδησιακά τους ανάλογα, έτσι ώστε να μας παρέχει τουλάχιστον κάποιες αφετηρίες απαντήσεων. Μια και δεν θα επεκταθούμε περισσότερο σε αυτό, το θέτουμε ως προβληματισμό.
Ο εμπρόθετος αυτός συνειδησιακός κυματισμός, διαμορφώνει μια πρόσθετη δυνατότητα επέκτασης του πεδίου ελευθερίας και, κατά συνέπεια, αναζήτησης μιας αρμονικότερης σχέσης ισορροπίας μεταξύ μέτρου-τόλμης, μέσα από μια αμφίδρομη βιωματική πορεία, από την οποία εναλλακτικά αντλούμε και αποδίδουμε ενέργεια από και προς τους δύο χώρους που προαναφέραμε. Είναι η αναγκαία συνθήκη για μια αρμονικά συνθετική πλεύση ανάμεσα στα κομβικά σημεία «ζην» και «ευ».

Γενικεύοντας όσα αναφέραμε παραπάνω, ο ανταλλακτικός χώρος -ο οποίος συμπεριλαμβάνει και την αγορά- διαπνέεται από ανάλογα χαρακτηριστικά, διότι η ανταλλαγή δεν είναι μόνο ιδιότητα της αγοράς αλλά κάθε νοητικού-κατηγορικού χώρου. Ακόμα και τη γραφή αυτού του κειμένου μπορούμε να τη δούμε με πρίσμα «ανταλλακτικό»: επιλέγω να «ανταλλάξω» το χρόνο μου με τίμημα-αντάλλαγμα την «απελευθέρωσή» του τελικού κειμένου, δηλαδή τη δημιουργία (σύνθεση) μιας νέας κατηγορίας που το εμπεριέχει, η οποία θα ήταν ανύπαρκτη δίχως την επιλογή μου αυτή.

Αν το τίμημα-αντάλλαγμα και ο αναλυτικός καθορισμός του είναι οι μόνοι παράγοντες που οδηγούν τις επιλογές μας, τότε η ανταλλακτική ερμηνεία είναι κατάλληλη. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή ανταλλάσσω μεν το χρόνο μου (τίμημα) για να συνθέσω-συγγράψω κάτι (αποτέλεσμα) αλλά το αποτέλεσμα (τελικό κείμενο) είναι μη «κοστολογήσιμο» (non-monetizable), οι ερμηνευτικές δυνατότητες του ανταλλακτικού μοντέλου καταρρέουν. Συνεπώς, είμαι αναγκασμένος να αναζητήσω εναλλακτικούς, μη-ανταλλακτικούς, τρόπους ερμηνείας.

Εδώ οφείλουμε να κάνουμε μια διευκρινιστική επισήμανση. Παρακάτω χρησιμοποιούμε τους όρους «διαισθητικότητα», «διαισθητικός τρόπος», «διαισθητικός χώρος» για να δηλώσουμε αντίστοιχα την ποιότητα, τον τρόπο και το χώρο που υπερβαίνει τα ερμηνευτικά όρια της ανταλλακτικότητας. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρούμε τον μη-ανταλλακτικό χώρο ως αποκλειστικό πεδίο της διαίσθησης. Η διαίσθηση λειτουργεί επιτυχώς και στον ανταλλακτικό χώρο, πχ. της νόησης, της επιχειρηματικότητας, της αγοράς. Ένας μαθηματικός εμπιστεύεται τη διαίσθησή του όταν ερευνά μια νέα θεωρία, ένας επιχειρηματίας στηρίζεται στη διαίσθησή του για μια σημαντική απόφαση, ένας πολιτικός ή ένας συγγραφέας το ίδιο. Εξ ορισμού όμως, η διαίσθηση βοηθάει όταν η ερμηνεία με καθαρά αναλυτικά κριτήρια ανταλλακτικότητας δεν αρκεί για να εξάγουμε ικανοποιητικά συμπεράσματα.

Ας δούμε πώς ο Ελύτης αναφέρεται στον ανταλλακτικό χώρο. Τον θεωρεί αναγκαίο πεδίο εμπειρίας για όποιον θέλει να ερμηνεύσει σωστά τον κόσμο (Γένεση, Άξιον Εστί): «Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι / και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα / και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ / Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι / και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις / η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να ’ναι / και να μείνει αυτή.» Και λίγο παρακάτω: «Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις» είπε, «η ζωή σου θ’ αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις.»

Ο ανταλλακτικός χώρος προσφέρει χρήσιμες ευκαιρίες μετασχηματιστικών συναντήσεων με τους «άλλους». Είναι ο χώρος εντός του οποίου συμβαίνουν οι ζυμώσεις ελέγχου -αυτοπροσαρμογής και αλληλοπροσαρμογής- που απαιτεί η επιτυχής μετοχή σε αυτόν, ζυμώσεις στα συνειδησιακά πεδία της ελευθερίας, της τόλμης και του μέτρου. Ο Ελύτης, μέσα από την ποίηση, το χώρο της οποίας ορίζει ως «τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση» (ομιλία για το βραβείο Νόμπελ), θεωρεί «ανάγκη πάσα» τη δοκιμασία του ποιητή στην πράξη και μάλιστα σε σχέση με τις αντοχές των άλλων.

Διότι ο ανταλλακτικός χώρος, είναι και ο χώρος στον οποίο πεποιθήσεις, νοοτροπίες, ιδέες και θεωρίες σχηματίζονται, αναπτύσσονται, ανταγωνίζονται, ελέγχονται για ορθότητά τους και την ερμηνευτική τους ικανότητα. Δεν επιτυγχάνει κανείς στον ανταλλακτικό χώρο προσφέροντας κάτι που οι άλλοι δεν εκτιμούν.

Εξίσου σημαντικό όμως είναι ότι ο Ελύτης απορρίπτει τον ανταλλακτικό τρόπο ως αυτοσκοπό. Απευθύνεται κριτικά στο κέρδος και τη σκοπιμότητα, «εγκαθιδρύοντας» τον μη-ανταλλακτικό ερμηνευτικό τρόπο στον ποιητικό του λόγο. Διότι η ανταλλακτικότητα καταρρέει όταν σκοπιμότητα και κέρδος δεν έχουν δυνατότητες νοηματικής ύπαρξης. Τότε, η συνείδηση αναγκάζεται να ερμηνεύσει τα φαινόμενα διαφορετικά.

Τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τους δύο αυτούς χώρους-τρόπους, αξίζει να φωτίσουμε ξανά μέσα από τον ποιητικό λόγο του Οδυσσέα Ελύτη (Ο κήπος βλέπει – Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας): «τι πάει να πει κέρδος δεν καταλαβαίνω» μας λέει κάπου, για να συνεχίσει πιο κάτω «Απ’ αυτούς που σίγουρα μια μέρα / θα υπερισχύσουν έχω / δόξα να ‘χει ο Θεός απαλλαγεί / μη σώσουν / και μου απλώσουν χέρι / θα υπάρξουν πάντοτε δύο ή τρεις / γενναίοι να βλέπουνε τον κόσμο / χωρίς σκοπιμότητα». Απαιτεί μεν γενναιότητα και τόλμη η αγορά, όπως γενναιότητα και τόλμη απαιτεί και η αφιλοκέρδεια.

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, σκοπός μας οφείλει να είναι η εξοικείωση και με τους δύο χώρους, ανταλλακτικό και μη, σε βαθμό τέτοιο, που αμφίδρομες μεταβάσεις από τον έναν στον άλλο να μας γίνουν δεύτερη φύση. Αλλιώς, ούτε η καθολική αξίωση αληθείας έχει νόημα ούτε η επιδίωξη αρμονικής μετάβασης  ανάμεσά τους, για την οποία θα μιλήσουμε στο τέλος. Πριν περάσουμε σε αυτό, θα εξετάσουμε τον μη-ανταλλακτικό τρόπο και ειδικότερα την αφιλοκέρδεια.

Μη-ανταλλακτικός τρόπος – ο χώρος της αφιλοκέρδειας

Η μετοχή στον μη-ανταλλακτικό χώρο είναι επίσης συνειδητή και εμπρόθετη. Το τίμημα της ανταλλαγής υπάρχει θεωρητικά και εδώ, όμως αυτό που απουσιάζει είναι μια νοητική αιτιολογία που να δικαιολογεί τη λήψη ή όχι μιας απόφασης με καθαρά αναλυτικά κριτήρια, οπότε η μεθοδολογική αλληλουχία που λειτουργεί επιτυχώς στον ανταλλακτικό χώρο, οδηγώντας μας συστηματικά σε επιλογές-αποφάσεις (δηλαδή, σε κοστολογημένες, ανταλλακτικές εκδοχές προσωπικής ανελευθερίας), καταρρέει όταν προσπαθήσουμε να την εφαρμόσουμε στο μη-ανταλλακτικό χώρο («νοητική τήξη»).

Το ενδιαφέρον στοιχείο στον άνθρωπο, είναι ότι ξεκινάει τη ζωή του με τρόπο μη-ανταλλακτικό.  Το νεογέννητο -όσο νοητικά προικισμένο και αν είναι- δεν έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει αυτόνομα. Η μητέρα του, του παρέχει τα απαραίτητα εφόδια, όπως πχ. τροφή, ζεστασιά, ασφάλεια από κινδύνους, ησυχία για να μεγαλώσει. Ούτε η μητέρα ούτε το νεογέννητο παίρνουν αποφάσεις με ανταλλακτικά κριτήρια. Η μεν μητέρα, το πράττει από μητρικό ένστικτο και αίσθημα αγάπης προς το παιδί, το δε νεογέννητο οδηγείται από ένα ισχυρό ένστικτο επιβίωσης. Η μητέρα συνεχίζει να προσφέρει τα αναγκαία και ικανά εφόδια στο παιδί της για να μεγαλώσει, χωρίς να περιμένει κάποια (νοητικά κοστολογημένα) ανταλλάγματα. Ίσως επειδή η ανθρώπινη ύπαρξη ξεκινάει διαισθητικά, να μη μας είναι απαραίτητος ο λεπτομερής καθορισμός αυτού του χώρου. Έχουμε όλοι βιώσει άμεσα τη διαισθητικότητα -έστω υποσυνείδητα- στο ξεκίνημα της ζωής μας. Αυτή η μετοχή γίνεται ενσυνείδητη και εμπρόθετη όταν και εμείς με τη σειρά μας φροντίζουμε, με την ίδια μη-ανταλλακτική αυτοθυσία, τα παιδιά μας ή τους ηλικιωμένους μας γονείς.

Ο διαισθητικός χώρος δεν περιορίζεται στις σχέσεις ζωής αλλά επεκτείνεται και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η τέχνη, σε όλες της τις εκφράσεις, ανήκει στον διαισθητικό χώρο, διότι η (αληθινή) καλλιτεχνική δημιουργία δεν ερμηνεύεται -δεν κωδικοποιείται- με βάση τους αναλυτικούς κανόνες της νόησης, της λογικής ή της αγοράς, αλλά τους υπερβαίνει.

Το τελευταίο αυτό σημείο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, διότι και στο χώρο της τέχνης υπάρχουν διαδικασίες που λειτουργούν με ανταλλακτικό τρόπο. Ας πάρουμε για παράδειγμα το μουσικό λόγο. Η σύνθεση μουσικού λόγου δεν είναι μια απλή υπόθεση διαισθητικού ενστίκτου. Αποτελεί αντικείμενο αναλυτικών σπουδών και συστηματικής, δια βίου μελέτης. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο συνθέτης λειτουργεί κυρίως διαισθητικά όταν δημιουργεί, γι’ αυτό και δε μπορεί να προβλέψει ποια μορφή θα έχει η τελική σύνθεση.

Η συνείδηση μπορεί να λειτουργεί εξίσου επιτυχώς διαισθητικά (δημιουργία-γέννηση) αλλά και αναλυτικά (κατασκευή-γένεση). Αν και ο διαισθητικός τρόπος δεν επιτρέπει την ανάπτυξη αναλυτικών Λόγων (τρόπων ερμηνείας των φαινομένων) που κωδικοποιούν, προβλέπουν και ελέγχουν νοητικά τα φαινόμενα, αυτό δεν μειώνει την αναγκαιότητα της διαίσθησης, ούτε τη χρησιμότητά της.

Η γέννηση, ως συμπαντική λειτουργία, διατηρεί για τον εαυτό της ένα βαθμό μη-επαναληψιμότητας, από την οποία προκύπτει η ανάγκη ύπαρξης της διαισθητικότητας. Χωρίς διαισθητικότητα, η τέχνη εκπίπτει από δημιουργία σε κατασκευή. Ως άνθρωποι, διαθέτουμε πρόσβαση τόσο στη «γέννηση» (δημιουργία-σύνθεση) όσο και στη «γένεση» (κατασκευή-σύνδεση) και επαφίεται σε εμάς να εξοικειωθούμε και να εκμεταλλευτούμε τις δύο αυτές συνειδησιακές λειτουργίες όσο το δυνατόν καλύτερα. Άλλωστε, το καλύτερο ποίημα ή μουσικό συνθετικό έργο δεν θα υπήρχε αν δεν είχε πρώτα «κατασκευαστεί» το κατάλληλο αλφάβητο και οι ήχοι που το απαρτίζουν. Το ελληνότροπο αποτύπωμα προκύπτει ως αρμονική σύνδεση-σύνθεση ανταλλακτικών και μη-ανταλλακτικών τρόπων ερμηνείας των φαινομένων.

Από τα παραπάνω, βλέπουμε ότι η ανθρώπινη συνείδηση αποκτά καθολικές αξιώσεις αληθείας όταν λειτουργεί με άνεση και στους δύο χώρους. Για να γίνει σωστά αυτό, οφείλουμε να εξοικειωθούμε με το περιεχόμενο του κάθε χώρου, να γνωρίζουμε πχ. πότε να ερμηνεύουμε κάτι αναλυτικά και πότε διαισθητικά, και πώς να μεταφέρουμε την εμπειρία που αποκτούμε από τον έναν τρόπο και χώρο στον άλλο. Ας το εξετάσουμε αυτό, εστιάζοντας τη προσοχή μας σε εφαρμόσιμες πρακτικές.

O χώρος της αφιλοκέρδειας είναι ο χώρος των μη κερδοσκοπικών εταιριών (ΜΚΕ), του εθελοντισμού, της κοινωνικής προσφοράς χωρίς την προσδοκία ανταλλαγμάτων. Ας τον χαρακτηρίσουμε συμβολικά παρακάτω ως «χώρο ΜΚΕ». Η επιτυχής διαχείριση στον χώρο ΜΚΕ διαφέρει από τον χώρο της αγοράς, πχ. της διοίκησης-διαχείρισης (management-administration) μιας κερδοσκοπικής επιχείρησης. Στις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις υπάρχει συγκεκριμένη διοικητική ιεραρχία με βάση την οποία λαμβάνονται αποφάσεις και αναθέτονται ευθύνες για την εφαρμογή τους.

Σε μια ΜΚΕ, η διοικητική ιεραρχία είναι λιγότερο αισθητή. Κυριαρχεί το αίσθημα της κοινής αποστολής, της υπηρεσίας στον ίδιο κοινωφελή σκοπό. Αυτό σημαίνει ότι σε μια ΜΚΕ ο manager θεωρείται επιτυχημένος επειδή συμμετέχει στην κοινή προσπάθεια με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όχι επειδή μπορεί να παίρνει μόνος του κρίσιμες αποφάσεις. Κάποιος που έχει επιτύχει στον επιχειρηματικό χώρο, θα αποτύχει στο χώρο της αφιλοκέρδειας αν αδυνατεί να πείσει για τις προτάσεις του.

Αντίστροφα, κάποιος που θεωρείται επιτυχημένος στο χώρο των ΜΚΕ θα αποτύχει στο χώρο της αγοράς, αν αδυνατεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε ένα ιεραρχικό περιβάλλον λήψης αποφάσεων, ανάληψης και απόδοσης ευθυνών. Γι’ αυτό ίσως η προτροπή του Πλάτωνα ότι στην ιδανική πολιτεία πρέπει οι φιλόσοφοι να ασκούν την εξουσία, είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή. Ανάγεται σε ικανή, αν οι κεντρικές αποφάσεις παίρνονται και με αίσθηση των τρόπων του ανταλλακτικού χώρου.

«Αμφίτροπες» πλεύσεις – οδηγίες προς ναυτιλομένους

Από αυτή τη δυική μύηση, το συνειδητοποιημένο δηλαδή κυματισμό μεταξύ των δύο τρόπων που προαναφέραμε, προκύπτει η αξίωση καθολικής αρμονίας, καθότι, στην απουσία της, χάνουμε το «εν δυνάμει» της μεταφύτευσης εμπειριών, η οποία ολοκληρώνει ελληνότροπα την ανθρώπινη συνείδηση. Η ελληνική σκέψη δεν προσθέτει απλώς το «ευ» στο «ζην» ή αντίστροφα, αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ζωντανής και αμφίδρομης σχέσης ανάμεσά τους.

Σε πρακτικό επίπεδο, στο βαθμό που συμφωνούμε με τα παραπάνω, αξίζει να εξετάσουμε πώς μπορούμε να αντλήσουμε σοφία και από τους δύο χώρους και πώς μπορούμε να την ανταποδώσουμε στο περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Προς τούτο, η επιδίωξη ουσιαστικών εμπειριών τόσο από τον χώρο της επιχειρηματικότητας και της αγοράς, όσο και από αυτόν της τέχνης και της αφιλοκέρδειας, οφείλει να είναι μια προσπάθεια ενεργή. Είναι χρήσιμο να προβληματιστούμε στα παραπάνω, ώστε να χαράξουμε μια προσωπική πορεία η οποία να συνθέτει εμπειρίες και από τους δύο χώρους, εμπεδώνοντάς τις συνδυαστικά σε κατάλληλα επιλεγμένα πεδία ανταλλακτικής δραστηριότητας και μη-ανταλλακτικής προσφοράς.

Η συνειδητή επιλογή να μετέχουμε στον ένα χώρο χωρίς να έχουμε αντίστοιχη μετοχή στον άλλο είναι σαν να μας έχει πείσει κάποιος να υιοθετήσουμε το «ζην» (πχ. ασφάλεια επιβίωσης, τεχνολογία) σε βάρος του «ευ» (πχ. υπαρξιακή ελευθερία, τέχνη) ή αντίστροφα. Η ελληνότροπη σκέψη ήταν και παραμένει η μόνη που, ευθύς εξαρχής, απέρριψε το πλαστό αυτό δίλλημα για να «τραβήξει την ανηφόρα» προς αναζήτηση του καλύτερου, του καθολικά αρμονικού. Πρώτος (και μόνος) ο ελληνικός τρόπος παραδέχτηκε τη διπλή αυτή αλήθεια: ότι η ζωή που εξαντλείται στην εξασφάλιση επιβίωσης χωρίς να επιτρέπει υπαρξιακή ελευθερία είναι συνειδησιακά αφόρητη (βίος ανεξέταστος), και η ζωή που αναλώνεται στην αναζήτηση υπαρξιακής ελευθερίας χωρίς ασφάλεια επιβίωσης είναι οργανικά ανέφικτη. Οι Μινωίτες, οι Μυκηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι αποτελούν παραδείγματα διακριτών πολιτισμικών τρόπων με διαφορετικούς «βαθμούς» ισορροπίας ανάμεσα σε αυτές τις δυο κομβικές αλήθειες.

Ο ενεργός εθελοντισμός, η οργανωμένη κοινωφελής προσφορά, σε συνδυασμό με το επιχειρηματικό mentoring και την έμπρακτη υποστήριξη καινοτόμων προσπαθειών, αποτελούν τους «κρίσιμους κάβους» για μια «αμφίτροπη» πλεύση στους χώρους της αφιλοκέρδειας και της αγοράς.

Η αναζήτηση τρόπων πολιτισμού που οδηγούν συνθετικά στο «ευ ζην» αποτελεί την πραγματική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων.  Είναι ο ελληνότροπος πολιτισμικός προορισμός που -αν τον προσεγγίσουμε επιτυχώς- θα είμαστε άξιοι συνεχιστές του. Ο Ελληνικός τρόπος πολιτισμού είναι το πιο πολύτιμο εχέγγυο που διαθέτουμε για να ξετυλίξουμε το μίτο που οδηγεί σε λύσεις ισορροπημένες και βιώσιμες, οι οποίες έχουν μέτρο -όχι κέντρο- τον άνθρωπο.

Στο τελευταίο αυτό σημείο, η ελληνική σκέψη διαφοροποιείται ριζικά πχ. από τον προτεσταντισμό, τον καθολικισμό ή την αρχαία εβραϊκή παράδοση. Η κυριότερη διαφορά έγκειται στο εύρος του «εν δυνάμει» πεδίου ελευθερίας που ο ελληνικός τρόπος διαχρονικά επιτρέπει και απαιτεί, είτε πιστεύει στο Δωδεκάθεο είτε στην Ορθοδοξία. Όμως, αυτό που του προσδίδει μοναδικότητα, αποτελεί και σημείο αδυναμίας. Η ισορροπία τόλμης-μέτρου που απαιτείται για καθολική αρμονία, δύσκολα επιτυγχάνεται και ακόμα δυσκολότερα διαρκεί, όταν το πεδίο ελευθερίας μέσα στο οποίο διαμορφώνεται, απορρίπτει κάθε είδους αυθαίρετους περιορισμούς και προστατευτικά κιγκλιδώματα.

Ο ελληνικός τρόπος είναι μια συνεχής άσκηση δυναμικής αναπροσαρμογής συνειδησιακών ισορροπιών ανάμεσα σε ελευθερία-τόλμη-μέτρο, ώστε η αρμονία της σύνθεσης να έχει καθολικές αξιώσεις αληθείας. Το θέμα είναι ανεξάντλητο, ιχνηλατείται όμως ικανοποιητικά με διαφορετικές προσεγγίσεις στη συνοπτική βιβλιογραφία που παραθέτουμε.

Αν η ιδιαιτερότητα αυτή δεν εκληφθεί -τουλάχιστον από τους σημερινούς Έλληνες, δηλαδή όσους εκτιμούν την ικανότητα του ελληνικού τρόπου σκέψης να συνθέτει λύσεις βιώσιμες και καθολικές, όχι πρόσκαιρες και ελλιπείς- ως πρόκληση για σοβαρή και συντονισμένη δράση, θα έχει χαθεί μια ιστορικά μοναδική ευκαιρία για το μέλλον.

 

[1] Γιάννης Πανεθυμιτάκης, Ανομοιότητα, ελευθερία, αγορά – οι μεταμορφώσεις ενός φυσικού νόμου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996.

[2] Γιάννης Παπαδάκης, Ελληνότροπος σύνθεση νοήματος – ο ελληνικός τρόπος σκέψης ως αιχμή διαφοροποίησης και επιτυχίας (Ανιχνεύσεις 27/3/2015), Ελληνότροπη αριστεία και σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα (6/6/19).

[4] Οδυσσέας Ελύτης, Συν τοις άλλοις, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2011.

[5] Jacqueline de Romilly, Τι πιστεύω, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2012 (6η έκδοση).

[6] Χρήστος Γιανναράς, Τα καθ’ εαυτόν, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1995 (3η έκδοση).

[7] Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2003 (3η έκδοση).

[8] Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, Αθήνα 2005.

 

* Δρ. Ηλ/γος Μηχανικός (PhD), ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
39,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα