“Όπως παρατηρεί ο Νίτσε στη «Χαρούμενη Επιστήμη»: «Ένα πράγμα είναι απαραίτητο να «δώσεις στυλ» στο χαρακτήρα σου μεγάλη και σπάνια τέχνη!
Ασκείται από εκείνους που επισκοπούν όλες τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της φύσης τους και ύστερα τις ενσωματώνουν σε ένα καλλιτεχνικό σχέδιο.
Εδώ ο Νίτσε διακηρύσσει την «αυτουπέρβαση»: στους απογοητευμένους με τα εγκόσμια «τελευταίους ανθρώπους» του fin de siecle (που παρέμεναν, σύμφωνα με τον Νίτσε, «ανθρώπινοι, πάρα πολύ ανθρώπινοι» αντιπαρέθεσε το πρότυπο του Υπερανθρώπου- που είναι αποφασιστικός, υψηλόφρων και ανελέητος αν είναι απαραίτητο.
Ωστόσο η αισθητική η λογοτεχνική ερμηνεία του Νίτσε αποκόπτει την έννοια της αυτουπέρβασης από το συγκείμενο της στο έργο του Νίτσε, δηλαδή τη θεωρία της «θέλησης για δύναμη». Έτσι η έννοια αυτή αυτονομείται και η ανθρώπινη ζωή μετατρέπεται σε μία διαδικασία διαρκούς αυτομεταμόρφωσης χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Εφόσον ο εαυτός δεν είναι παρά μία επινόησή μας ο μοναδικός πραγματικός σκοπός της αυτομεταμόρφωσης είναι αισθητικός: να δώσει δηλαδή «στυλ» σε έναν αθεμελίωτο εαυτό για να τον κάνει ελκυστικότερο και πιο ενδιαφέροντα. Υπ αυτό το πρίσμα ο Νίτσε στη «Θέληση για δύναμη» χαρακτηρίζει τον κόσμο ως «έργο τέχνης που δημιουργεί τον εαυτό του». « Έχουμε την τέχνη», συνεχίζει ο Νίτσε, «για να μη χαθούμε από την αλήθεια».
Στην μεταμοντέρνα ανάγνωση του ο Νίτσε μεταμορφώνεται για να ικανοποιήσει τις ανάγκες μίας μπλαζέ μετά φιλοσοφικής (μεταανθρωπιστικής, μεταβιομηχανικής, ή μεταφροϋδικής- διαλέγετε και παίρνετε) κουλτούρας στην οποία σπάνια διακυβεύεται κάτι κρίσιμο ή σημαντικό. Μας παρουσιάζουν έναν εξημερωμένο «καθωσπρέπει» Νίτσε που θα ήταν, ίσως, ιδανική παρέα για ένα μακρινό ταξίδι με το τρένο.