Ὁ ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ πέθανε στὶς 28 Σεπτεμβρίου 1990 στὸ νοσοκομεῖο «Ὑγεία» ὕστερα ἀπὸ μακροχρόνια μάχη μὲ τὸν καρκίνο, σὲ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ ἐπικείμενου τέλους. Τριάντα τρεῖς ἡμέρες πρὶν εἶχε ὑπαγορεύσει τὸ παραπάνω τετράστιχο στὴν σύντροφό του Εὔα Μπέη, ποὺ ἄτιτλο καὶ μὲ τὴν χρονολογικὴ ἔνδειξη «25 Αὐγούστου 1990» δημοσιεύτηκε στὴ μεταθανάτια συλλογή του Εὑρέσεις ἀπὸ κυανὸ κοβάλτιο τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἵκαρος. Μεγάλο μέρος τῆς ποιητικῆς δημοφιλίας τοῦ Νίκου Καρούζου, ἰδιαίτερα στοὺς νεώτερους, ὀφείλεται στὴν περιθωριακὴ εἰκόνα τοῦ «καταραμένου» ποὺ καλλιέργησαν συστηματικὰ τὰ συστημικὰ ΜΜΕ, ἐκμεταλλευόμενα τὴν ἀληθῶς πτωχικὴ καὶ πλάνητα ζωὴ τοῦ ποιητῆ τὴν ποτισμένη μὲ θυμό, καπνὸ καὶ ἀλκοόλ, σὲ ἐποχὲς ποὺ ἡ ὑγιεινὴ ὀρθοπρέπεια δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη τηλεκατευθυνόμενο καθημερινὸ «ἰδανικὸ» μιᾶς πνευματικὰ ἀσθενούσας καὶ πολιτικὰ ἀνερμάτιστης κοινωνίας…

Γιὰ παράδειγμα, σημειώνω ἀπὸ σχετικὰ πρόσφατη ποιητικὴ συλλογὴ νέου Κυπρίου ποιητῆ: Διάβασα τὴ λίστα τους κι ἐσὺ ἔλειπες / […] Σὲ βλέπω ἐκεῖ ψηλὰ νὰ πίνεις τὰ οὐζάκια σου / καὶ νὰ καπνίζεις τὸ φοῦμο σου χαμογελώντας / […] καὶ ἔτσι στὸ μεθύσι σου ἀπάνω, / νὰ τοὺς τὰ λές, / ὅπως τά ‘πες τότε σ’ ἐκεῖνο τὸν μὴ μοῦ ἅπτου / τύπο τοῦ Κολωνακίου / «Στὸν ποῦτσο μου σᾶς γράφω, κύριοι! / κι ἐσᾶς καὶ τὲς λίστες σας! / Τὸ καταλαβαίνετε;»(*)

Ἄλλες βαθύτερες προσεγγίσεις ἑστιάζουν στὴν μεταφυσικὴ διάσταση τῆς ποίησης τοῦ Καρούζου, τονίζοντας τὸν ὀντολογικό της προσανατολισμό, ἀλλὰ δὲν μᾶς κάνουν πάντα αἰσθητὸ τὸ «ὂν» πρὸς τὸ ὁποῖο αὐτὴ συγκλίνει ἐρωτικῶς καὶ ἀναφέρεται ἀγωνιωδῶς. Δηλαδὴ τὸ πνευματικὸ σημεῖο «Χριστός». Κάποιοι μάλιστα, ποὺ ταυτίζουν τὸν Χριστὸ μὲ τὸν ἐκκοσμικευμένο χριστιανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, δυσφοροῦν μπροστὰ σ’ ἕναν τέτοιο βαθύτερο καὶ κεντρικὸ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ποίησής του συσχετισμό.

Τὸ παραπάνω τετράστιχο, γραμμένο ἀπὸ ἕναν ποιητὴ γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία τοῦ θανάτου ὑπῆρξε ἡ μήτρα πολλῶν ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ποιήματά του καὶ τὸ σημαντικότερο βιωματικὸ καὶ πνευματικὸ θεμέλιο τῆς ποιητικῆς του, τὸ ἐπαληθεύει.

Ταυτοχρόνως, τὸ μικρὸ αὐτὸ ποίημα, ποὺ κοιταγμένο σὲ μιὰ πρώτη βιαστικὴ ἀνάγνωση φαίνεται σιβυλλικό, ἀποτελεῖ μιὰ σπουδαία ὅσο καὶ ἀγωνιώδη στὴν προσδοκία της ὁμολογία πίστεως στὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστό. Κλειδί της εἶναι ὁ τρίτος στίχος του, ὁ σχεδὸν κωμικὸς στὴν ἀνοικειωτική του δύναμη, ποὺ μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο τὸ «ὀλίγον ἔγκυος» τῆς χαριτολογίας… Ἀλήθεια, ὅταν πεθαίνει κανεὶς, ἕως ποῦ πεθαίνει;… Ἔτσι σκεφτόταν ὁ ἄνθρωπος Νίκος Καροῦζος ἐκείνη τὴν μακρὰ καὶ σκληρὴ περίοδο τῆς ζωῆς του, ὅταν ἔβλεπε στοὺς περιπάτους του τὸ χῶμα στὰ παρτέρια καὶ φρικιοῦσε…

Τὸν στίχο αὐτὸ ἔρχεται νὰ ἑρμηνεύσει ἀναδρομικὰ ἕνας ἄλλος του στίχος ἀπὸ τὴ σειρὰ «Τὰ μικρὰ δωρήματα» τῆς συλλογῆς Ἀναμνηστικὴ λήθη τοῦ 1982. Γράφει ἐκεῖ:

ὁ Ἰησοῦς ὁ ἁλυσόδετος ἀπ’ τὴ βάφτιση ὑπογραμμίζοντας ἔτσι πόσο βαθιὰ στὴν συνείδηση τοῦ ποιητῆ συνδεόταν ἡ Ἀνάσταση μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, μὲ τὴν σωτηριολογικὴ ἐγγραφὴ —δίκην ἁλυσοδέματος— τοῦ βαπτιζομένου στὴν μνήμη τοῦ Σωτῆρος, συμβολισμὸς ποὺ διαφεύγει, ὅπως καὶ προσωπικὰ συχνὰ διαπιστώνω, ἀπὸ τοὺς περισσότερους συμμετέχοντες στὴν ἐκκοσμικευμένη πλέον ἐθιμικὴ τελετουργία. Ἐνῶ, τὴν ἴδια στιγμή, ὁ τελευταῖος στίχος τοῦ τετράστιχου, μὲ τὸ χρονολογικό του πρωθύστερο,

Κεντρομόλος φεύγεις φυγόκεντρος ἔρχεσαι

δείχνει καὶ στὸν πλέον ἀπρόθυμο νὰ δεχτεῖ μιὰ πραγματικὴ —ἂν καὶ σὲ διαρκῆ ἐκκρεμότητα— χριστοκεντρικὴ θεολογία γιὰ τὸν Καροῦζο, ποιό ὑπῆρξε τὸ ἀκραῖα καὶ ἀγωνιωδῶς ποθούμενο «ὀντικὸ» Κέντρο πρὸς τὸ ὁποῖο φερόταν ἤδη ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ἕως τὴν «τελικὴ» συνάντησή του μὲ τὸ Χῶμα ὁ ἄνθρωπος καὶ ποιητής.

29.09.2018. Εἰκοσιοχτὼ χρόνους καὶ μία ἡμέρα ἀπὸ τὴν «κοίμησή» του.
(*) Χριστόδουλος Καλλῖνος, «Στὸν Νίκο Καροῦζο» (2015), ἀπὸ τὸ Παναγιώτης Νικολαΐδης, Ἡ γενιὰ τῆς Κατοχῆς καὶ τῆς Ἀφθονίας, ἐκδ. Διόραμα, Λευκωσία, 2018, σελ. 70-71.

Από το περιδικό «Το κοινόν των ωραίων τεχνών» τεύχος 4ο, Νοέμβριος 2018.

Η  επεξεργασμένη φωτογραφία που πλαισιώνει τη σελίδα  είναι από το εξώφυλλο του περιοδικού ΄Ηδύφωνο΄, Ιούλιος 2015.

πηγή: Aντίφωνο