Δημήτρης Γ.  Ιωάννου antifono.gr

Έχουμε στ’ αλήθεια ανάγκη την αναλυτική φιλοσοφία; Γιατί να μην μείνουμε στην ηπειρωτική; Θα ήταν άραγε πολύ να πούμε ότι η τελευταία απέτυχε σε πολλούς τομείς, και προπαντός στο ότι κατάντησε τελικά «Μεταφυσική»; Αυτό κατήγγειλε μεταξύ άλλων ο Χάιντεγκερ, από τον οποίο ξεπήδησαν όμως, αν υποθέσουμε ότι το έργο του συνιστά πράγματι «αντιμεταφυσική», ένα σωρό περίεργες υποθέσεις, μάλλον εμμονές, που έλαβαν παράξενη μορφή: αυτή του αγώνα κατά της «αλήθειας», του «λόγου», ακόμη και της «φιλοξενίας» (αν θεωρήσουμε επίσης ότι ο Ντεριντά κληρονομεί την Φαινομενολογία, και δη τον Χάιντεγκερ). Είναι φανερό ότι με όλη την αντιμεταφυσική της στροφή η ηπειρωτική φιλοσοφία δεν μας βοηθά και τόσο πολύ να προχωρήσουμε στον στοχασμό, παρά τις πολύ φιλότιμες προσπάθειές της.

Το πρόβλημα φάνηκε από νωρίς, καθώς όλη αυτή η μορφή σκέψης είχε ήδη καταστεί αρκετά προβληματική στις αρχές ήδη του εικοστού αιώνα, οπότε και ένα άλλο ρεύμα άρχισε να ανατέλλει, εκεί στην Βρετανία των επιβλητικών Πανεπιστημιακών Καθιδρυμάτων. Οι φιλόσοφοι, μετά από κάποιες απόπειρες απλής «λογικής αναίρεσης» των αντίπαλων θεωριών (πχ ο στοχασμός του Ράσελ), αποφάσισαν τελικά να στραφούν σε μια υπεράσπιση του «κοινού νου», πράγμα που είναι γνωστό και ως «γλωσσική στροφή της αναλυτικής φιλοσοφίας». Και πράγματι, αναζωογονήθηκε ο στοχασμός (μολονότι αυτό είχε και τα όριά του). Η ζωτική αυτή φρεσκάδα ενέσκηψε στη φιλοσοφία με έναν απροσδόκητο τρόπο: οι στοχαστές άρχισαν να λένε ότι έργο της φιλοσοφίας είναι να διαλύσει τις μεγάλες «μεταφυσικές αυταπάτες», πράγμα που σημαίνει (καθώς υπήρχε ένα, στην ουσία φαινομενικό μόνο, θετικιστικό κλίμα), να αυτοκαταργηθεί. Πρέπει να εξαλειφθούν οι μεγάλες μεταφυσικές πλάνες, κάποιες από τις οποίες είναι είναι οι εξής: η αντιμετώπιση του σώματος ως «μηχανής», εντός της οποίας κατοικεί το «φάντασμα – ψυχή» (καρτεσιανισμός), η πεποίθηση ότι τα «καθόλου» όντα, όπως πχ η ερυθρότητα, η κυκλικότητα κλπ. υπάρχουν ως ανεξάρτητα όντα στον κόσμο (πλατωνισμός), η πεποίθηση επίσης ότι το σύμπαν πρέπει να εννοηθεί ως το «Απόλυτο» κλπ. Και πράγματι, το να εξαλείψει κανείς αυτές τις πλάνες ήταν τεράστιο έργο, ενώ ακόμη και στην αντιμεταφυσική της στροφή η ηπειρωτική φιλοσοφία δεν καταπιανόταν ρητά με αυτές. Και, επειδή όλα αυτά κρυφά συντηρούνταν, δηλητηρίαζαν το στοχασμό, μυστικοποιώντας πχ το έργο του Χάιντεγκερ ή αναγκάζοντας τον ίδιο να το μυστικοποιήσει εξαρχής.

                                             ***

Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι. Ας πιάσουμε το παράδειγμα του Austin (Ώστιν), που αποφάσισε να διαλύσει τον μύθο του Ντεκάρτ, ότι δηλαδή το υποκείμενο είναι στην ουσία μόνο η λεγόμενη «res cogitans», το πνεύμα, ως κάτι τελείως διαφορετικό από την «res extensa», το σώμα. Αυτό το τελευταίο απλώς φυλακίζει τον νου (αυτό διαφέρει τα μέγιστα από την πατερική θεωρία περί ψυχής και σώματος). Η πλάνη αυτή δηλητηρίασε τα πάντα στην ηπειρωτική φιλοσοφία και η κατάσταση μάλιστα έβαινε διαρκώς επιδεινούμενη, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι τον Ντεκάρτ ακολούθησε ο Καντ. Το «υπερβατολογικό υποκείμενο», το βλοσυρό επίισης «υπερβατολογικό καθήκον» κλπ επιβλήθηκαν επί μακρόν.  Μεταξύ άλλων, ο Καντ όρισε την υποκειμενικότητα ως κάτι εντελώς ξένο έναντι του κόσμου, καθώς, σύμφωνα με αυτόν, δεν έχουμε ως «υποκείμενα» απολύτως καμία πρόσβαση στο «πράγμα καθεαυτό», στον κόσμο δηλαδή όπως πράγματι αυτός είναι. Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες για την Θεολογία: τι θα πρέπει να σκεφθεί κανείς άραγε για την «Εξαήμερον» του Μεγάλου Βασιλείου («βλέπω τον αληθινό κόσμο και δοξάζω τον Θεό») και ακόμη περισσότερο για τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη («το κάλλος του πραγματικού κόσμου αντανακλά το κάλλος του Θεού»); Και τι θα γίνει επίσης με τον Παλαμισμό, ότι δηλαδή η άκτιστη χάρη που ενεργεί μέσα μας γίνεται αιτία να μεταμορφωθεί ο αληθινός κόσμος;…. (Στο έργο του Καντ υπολανθάνουν πάντως κάποια ερωτήματα, που εδώ δεν μπορούμε να αναλύσουμε, όπως πχ πώς γίνεται το «πνεύμα», η ψυχή, να σχετίζεται με κάτι που δεν είναι πνεύμα, αλλά ύλη κλπ.

Να όμως που ήρθε ένα γερό, κατά μέτωπον πλήγμα σε αυτή την κατ’ ουσίαν «αντιφιλοσοφική» στάση του Καντ (να βάζει δηλαδή νάρθηκα στην πραγματικότητα, να μην προσπαθεί να λάβει υπόψη την πολυπρισματικότητα των φαινομένων) από τον Austin, ο οποίος και κατάφερε ένα συντριπτικό πλήγμα κατά του καντιανισμού- αυτό βέβαια δεν λέγεται εδώ με την έννοια «κάνε φίλο τον εχθρό του εχθρού σου», αλλά υπό την σημασία ότι διανοίχτηκαν επιτέλους νέοι ορίζοντες στη φιλοσοφία. Αν και γνωστός στην Ελλάδα κυρίως για το έργο του «How to do things with words», θα αναφερθούμε εδώ στο κλασικό πια επίσης βιβλίο του «Sense and Sensibilia» («Αίσθηση και Αισθητά»), γιατί εκεί επιτίθεται με μεθοδικό τρόπο στο λεγόμενο «πράγμα καθεαυτό» και το περίκλειστο υπερβατολογικού υποκείμενο.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, πολύ απλά και πρακτικά, καθώς ο Austin μας καλεί επιτέλους να στοχαστούμε, κάτι που στην Ελλάδα γενικώς απαγορεύεται περισσότερο από αλλού. Ο Καντ λοιπόν λέγει ότι,  όταν πχ βλέπω μια κόκκινη, στιλπνή πέτρα, που βρίσκεται κάπου σε ένα ρυάκι, πρέπει να γνωρίζω ότι όλο αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Η πραγματική, η υλική πέτρα δεν είναι ούτε κόκκινη, μια που το χρώμα το δημιουργεί η αίσθηση της όρασης και δεν αποτελεί αντικειμενική ιδιότητα των πραγμάτων, ούτε στιλπνή, γιατί έτσι το κάνει να φαίνεται η αίσθηση της αφής κλπ. Στην πραγματικότητα, αποφαίνεται ο Καντ, δεν βλέπω την πραγματική πέτρα, ούτε ποτέ πρόκειται να έχω πρόσβαση σε αυτήν. Η τελευταία απλά επηρεάζει όπως επηρεάζει τις αισθήσεις μου και τελικά έχω άμεση επαφή μόνο με το λεγόμενο «αισθητηριακό δεδομένο» («sense-datum») της πέτρας, που είναι καθαρά «mental» γεγονός, δηλαδη αποκλειστικά «υποκειμενικό». Δεν έχει λοιπόν, θα λέγαμε, νόημα να υμνήσω τον Θεό για εκείνο το μεγαλειώδες τοπίο, με τον τρόπο που το κάνει ο Παπαδιαμάντης: «κε πλοται τελείωτον τ πέλαγος ν τν χαν κτασιν π κτς ως κτς κα π κόλπου ως κόλπου, κα χαμηλώνει  ορανς ες τν μίαν κραν τν πωτέραν, δι ν περιπτυχθ γγύτερον τν σχατιν τν θαλασσν,  σάπφειρος φιλν τν σμάραγδον, τ βαθύχλωρον ντασπαζόμενον τ γλαυκόν. Φυσ  Καικίας κατερχόμενος π τ βουν τς Θρκης, κα  Βορρς παγερς ποσπται μυριοπτέρυγος π τν νεφελοσκεπ κα χιονοστέφανον θω… φρίσσει τ κμα ες τν παφν τς ψυχρς πνος, φρικι  πορφυρος πόντος…», γράφει καπου. Όλα αυτά είναι απλώς μια φαντασιοπληξία.

Ο βρετανός φιλόσοφος λοιπόν επιτίθεται σε όσους πιστεύουν ότι υπάρχει στ’ αλήθεια το «πράγμα καθεαυτό», και ότι αυτό που βλέπουμε, πχ μια κόκκινη στιλπνή πέτρα, δεν είναι παρά ένα «αισθητηριακό δεδομένο», πλασματικό γεγονός δηλαδή που δημιουργούν αποκλειστικά οι αισθήσεις μας. Οι οπαδοί του «πράγματος καθεαυτό», για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, φέρνουν ως επιχείρημα συνήθως το γεγονός της «ψευδαίσθησης» («illusion»), που οφείλεται στο ότι, σε κάποιες περιπτώσεις οι αισθήσεις, όπως λένε, μας «εξαπατούν». Παραδείγματα τέτοιες «εξαπάτησης»  είναι η «προοπτική» όραση (πχ ένα νόμισμα φαίνεται υπό διάφορες γωνίες στρογγυλό, ελλειψοειδές κλπ), η διάθλαση (πχ μια βέργα φαίνεται σπασμένη μέσα σε ένα ποτήρι νερό), κάποιες αλλοιώσεις στην έγχρωμη όραση (πχ υπό την επήρεια ναρκωτικών), αντικατοπτρισμοί (πχ ανύπαρκτες οάσεις στην έρημο), το λεγόμενο φαινόμενο της «διπλής όρασης» (γνωστό σε όσους φορούν γυαλιά) κλπ. Ο Austin αφορμάται στην επιχειρηματολογία του από το γεγονός ότι ακριβώς οι υποστηρικτές του απροσίτου «πράγματος καθεαυτό» ονομάζουν αυτά τα γεγονότα  «ψευδαισθήσεις», και χαρακτηρίζουν όλα αυτά τα φαινόμενα «απατηλά» (delusive). Αναφέρει αρχικά κάποια δικά του παραδείγματα γνήσιας οπτικής ψευδαίσθησης, όπου όμως, όπως δείχνει, έστω κι αν ένα πράγμα δεν φαίνεται όπως ακριβώς είναι, πάντως πραγματικά φαίνεται. Παράδειγμα: όταν σε ένα τσίρκο μού δείχνουν μια «ακέφαλη γυναίκα», στην πραγματικότητα οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν καθόλου. Βλέπω πάντα ένα σώμα χωρίς κεφάλι, αλλά απλώς πρόκειται για «τρικ». Ανησυχητικό θα ήταν να έβλεπα ένα κεφάλι εκεί που δεν υπήρχε. Μπορεί το όλο θέαμα να είναι ένας γρίφος για την λογική μου, πάντως λανθασμένα το χαρακτηρίζουμε ως «ψευδαίσθηση». Παρομοίως, στο γνωστό φαινόμενο της «gestalt» ψυχολογίας, όπου δύο ίσιες γραμμές φαίνονται άνισες σε διαφορετικό οπτικό περιβάλλον, και πάλι οι αισθήσεις μου μού δείχνουν δύο γραμμές, με το σωστό καταρχήν μέγεθος. Ούτε και εδώ, έστω και αν εγώ μπερδεύομαι, υπάρχει πραγματικό πρόβλημα ψευδαίσθησης, εφόσον βλέπω επακριβώς ό,τι υπάρχει. Και ακόμη και όταν βλέπω την σπασμένη βέργα στο νερό, εξακολουθώ να βλέπω πράγματι και το νερό, και το πάνω κομμάτι της βέργας, και το κάτω κομμάτι, έστω και αν οι νόμοι της διάθλασης δημιουργούν κάτι που εκλαμβάνεται ως ανησυχητικό. Σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα τα οποία είναι εξάλλου «δημόσια» («public»), καθώς για όλους τους ανθρώπους οι νόμοι της προοπτικής, της διάθλασης, των οπτικών ειδώλων κλπ είναι ακριβώς ίδιοι. Κατά συνέπεια, τίποτε δεν πάει άσχημα με όλα αυτά για να φτάσω να θεωρώ  τον εαυτό μου θύμα «εξαπάτησης». Όλα αυτά τα φαινόμενα μπορούν περαιτέρω να ελεγχθούν πλήρως και δημοσίως, ακόμη και να φωτογραφηθούν.

Επιτιθέμενος περισσότερο στο δόγμα του «περίκλειστου εαυτού», του υπερβατολογικού «ego», ο Austin ξεκαθαρίζει ότι άλλο είναι οι ψευδαισθήσεις και άλλο οι παραισθήσεις («delusions»), τις οποίες πολλοί συγχέουν μεταξύ τους. Οι παραισθήσεις οφείλονται σε κάτι που δεν «πάει καλά» με το ίδιο το άτομο, όπως όταν πχ βλέπει κανείς ένα φάντασμα, ή ανθρώπους να τον κυνηγούν, ή φαντάζεται, λες και το ζει, ότι είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος της Ιστορίας, πχ ο Μέγας Αλέξανδρος. Παρατηρεί καταρχήν ότι μερικές παραισθήσεις είναι στην ουσία ψευδαισθήσεις, οπότε εξηγούνται όπως διευκρινίσαμε παραπάνω. Πχ «βλέπει» κανείς ένα φάντασμα, λόγω φόβου, κάποιες σκιές, αντανακλάσεις κλπ. Επίσης, κάποιες παραισθήσεις που νόμιζαν παλιότερα ότι οφείλονται στην δίψα, όπως λχ η όαση που βλέπουν οι καμηλιέρηδες στην έρημο, οφείλονται, όπως τώρα ξέρουμε, απλώς σε αντικατοπτρισμούς, οπότε  και πάλι έχουμε να κάνουμε με ένα φυσικό στην ουσία φαινόμενο.

Εν συνεχεία θέτει το εξής ερώτημα: το γεγονός ότι όντως πολλά από τα είδωλα που βλέπουμε στον καθρέφτη είναι «ψευδαισθήσεις» (πχ ο καθρέφτης ενίοτε παραμορφώνει την σιλουέτα μας), μας δίνει το δικαίωμα να ισχυριστούμε ότι όλα τα είδωλα του καθρέφτη είναι πράγματι απατηλές «ψευδαισθήσεις»; Επιμένοντας, και σωστά, στον όρο «απατηλά», λέγει ότι, αν εξαιρέσουμε τα παιδιά και κάποιους ίσως ιθαγενείς, κανείς δεν θεωρεί «απατηλό» ό,τι δείχνει ο καθρέφτης. Παρομοίως και με την προοπτική: πιστεύει στ’ αλήθεια κανείς ότι μας «εξαπατά» η προοπτική κυριολεκτικά; Το ότι ένα νόμισμα φαίνεται υπό μια γωνία ελλειψοειδές, είναι, λέγει, ό,τι ακριβώς προσδοκούμε να συμβεί.  Και άλλο να πεις (μια καίρια  παρατήρηση) ότι το ραβδί «φαίνεται» σπασμένο, και άλλο να πεις ότι δεν βλέπουμε το πραγματικό ραβδί, αλλά το «sense datum» αυτού.

Περισσεύουν τα παραδείγματα που δίνει ο φιλόσοφος: είναι, άραγε, ο κινηματογράφος «εξαπάτηση»; Ως προς τι μας εξαπατά; Μπορεί παλαιότερα οι πρώτοι θεατές να χρειάστηκαν χρόνο για να συνηθίσουν αυτό το οπτικό θέαμα, όπως άλλωστε και τις φωτογραφίες. Αλλά αυτό με ποιο νόημα συνιστά «απάτη»;  Και αν κάποιος, διαβάζοντας, παραναγνώσει τη λέξη «πόνος» ως «τόνος», έχει κάποια ψευδαίσθηση; Ακόμη και το «μετείκασμα» (μια εικόνα που μένει μερικές φορές στο μάτι για ελάχιστα δευτερόλεπτα), ποτέ δεν είναι τόσο ισχυρό όσο το καθαυτό «βλέπειν». Όσον αφορά τα όνειρα, δεν μπορούμε να τα μπερδέψουμε με την πραγματικότητα, γιατί πάντα γνωρίζουμε τι θα πει να είναι κανείς ξύπνιος και τι όχι (αυτό σηκώνει ακόμη συζήτηση στη Φιλοσοφία, αλλα το σημαντικό είναι ότι το θέμα έχει τεθεί.) Και έξαλλου, ρωτά, πώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι το οπτικό είδωλο του εαυτού μου στον καθρέφτη είναι ένα «sense-datum» (το πράγμα ως «φαινόμενο», όπου το φαίνεσθαι είναι ασφαλώς ψυχική κατηγορία, «mental»), την στιγμή που αυτό μπορεί κάλλιστα να φωτογραφηθεί;

Τολμώ να πω ότι η επίθεση του Austin στον Καντ είναι διασκεδαστική, καθώς ο σπουδαίος κατά τα άλλα Γερμανός φιλόσοφος έπεσε εύκολα θύμα ενός «ανιαρού», «βαρετού» και καταπιανόμενου μόνο με «ήσσονα» θέματα βρετανού καθηγητή, ανθρώπου υποτίθεται του «εσωτερικού χώρου» (αν και ως προς το τελευταίο, ήταν μάλλον ένας ισχνός μιμητής του Καντ). Σήμερα πια σχεδόν κανείς δεν υποστηρίζει τη θεωρία του «sense datum», είναι φιλοσοφικά νεκρή.                

                                                          ***

Το πράγμα όμως έχει συνέχεια. Ο Austin, δίνοντας τεράστια βαρύτητα στον «κοινό νου», μελετά πια τη γραμματική των λέξεων «φαίνεται» στα αγγλικά («look», «appear», «seem»), που τα ελληνικά αντίστοιχά τους, σημειωτέον, χρησιμοποιούνται τελείως άκριτα από μερικούς φιλοσοφούντες επιστήμονες, υποστηρικτές ενός άκρατου σχετικισμού και υποκειμενισμού. Επισημαίνει λοιπόν κάποιες λεπτές σημασιολογικές διαφορές του «φαίνεσθαι» σε εκφράσεις του τύπου « ‘‘φαίνεται’’ ένοχος (από την ματιά του)», « ‘‘φαίνεται’’ ένοχος (από την εν γένει συμπεριφορά του)», « ‘‘φαίνεται ένοχος’’ (μετά από εξέταση των αποδεικτικών στοχείων) ή  «ο λόφος ‘‘φαίνεται’’ απότομος (κοιτώντας τον από απέναντι )», «ο λόφος ‘‘φαίνεται’’ απότομος (εφόσον αναγκάστηκα να αλλάξω ταχύτητα οδηγώντας)» κλπ. Πιο σημαντικές ακόμη είναι οι διαφορές της σημασίας στις προτάσεις « ‘‘φαίνεται’’ κομψή (τώρα που είναι μπροστά μου)», «‘‘φαίνεται’’ κομψή (στην φωτογραφία)», « ‘‘φαίνεται’’ κομψή σε αυτό το περιβάλλον» κλπ. Με αυτές τις τελευταίες εκφράσεις, φτάνουμε σε πλήρη σύμπτωση «φαίνεσθαι» και «είναι», καθώς, ό,τι φαίνεται μπλε, απλά είναι μπλε, και ότι φαίνεται ωραίο, απλά είναι ωραίο (τι θα πει «φαίνεται πολύ ωραία» αλλά «είναι πολύ άσχημη», εννοείται την ίδια ακριβως στιγμή, ανεξαρτήτως μακιγιαρίσματος); Και, καθώς μάλιστα δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας, που να μας λέει πότε ακριβώς το φαίνεσθαι ισοδυναμεί με το είναι και ποτέ όχι, ο Καντ όφειλε να διασαφηνίσει περαιτέρω την έννοια του «πράγματος ως φαινομένου», και να μην το εξισώσει με το «πράγμα ως ψευδαίσθηση» (αυτό το καθήκον ανέλαβε εν πολλοίς η Φαινομενολογία). Οι περιστάσεις παίζουν ασφαλώς τεράστιο ρόλο, χώρια που το «φαίνεσθαι» έχει έναν δυναμισμό που ξεπερνά ακόμη και την  μαθηματική, αυστηρά επιστημονική ανάλυση: πχ όταν λέμε «η μουσική αυτή φαίνεται σαν πινάκας του Μονέ», αυτό το «φαίνεται» ερμηνεύεται άραγε πλήρως ως αποτέλεσμα κάποιας σχετικής μαθηματικής ανάλυσης ήχων και χρωμάτων; Το «φαίνεσθαι» όχι μόνο δεν ανάγεται στο είναι, αλλά στην ουσία το υπερκερνά, υπό μια έννοια, κάποιες φορές (αυτό το ανέλυσε ως ένα σημείο ο Χάιντεγκερ). Ακόμη και ο όρος «άμεση» θέα ενός πράγματος, χρειάζεται και αυτός ερμηνεία: Παραδείγματος χάρη, «άμεση» άραγε είναι η όραση που έχουμε όταν βλέπουμε μόνο διά γυμνού οφθαλμού, η και με τα γυαλιά, τα κιάλια, το μικροσκόπιο, το τηλεσκόπιο κλπ; (Αυτού του είδους η «αποδόμηση» μιας θεωρίας εφαρμόστηκε στην πραγματικότητα πρώτη φορά, με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο, στην κριτική του Αριστοτέλη εναντία στην πλατωνική θεωρία των Ιδεών. Είναι μάλιστα τόσο πολλές οι ομοιότητες, ώστε η επίδραση είναι βέβαιη, εφόσον συν τοις άλλοις ο φιλόσοφος ήταν και ελληνιστής).

Το σημαντικό με όλα αυτά (τα επιχειρήματα τούτα τροποποιήθηκαν περαιτέρω από τους μαθητές του Austin) είναι ότι επιτέλους αναπνεύσαμε: έφυγε αυτό το ψυχικό, θα το πω, άχθος, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση στον κόσμο, επιτέλους, θα λέγαμε, τον «ξανακερδίσαμε» (σημειωτέον, ότι υπάρχει η εξής αχίλλειος πτέρνα του Καντ: ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς το πράγμα ως φαινόμενο βασίζεται εν τέλει και εδράζεται πάνω στο πράγμα καθεαυτό). Υπάρχουν κι αλλα σημαντικά επιχειρήματα που παραλείπω εδώ, όπως το εξής: αν υποτεθεί ότι το «κόκκινο» δεν είναι ιδιότητα του αντικειμενικού κόσμου, αλλα του πράγματος ως φαινομένου («mental»), τότε πού ακριβώς μπορεί να βρίσκεται; Όλα αυτά έγιναν αίτια να ανατραπεί πλήρως το κλίμα και να αλλάξει η θεωρία.

Ο Austin σταμάτησε όμως εκεί. Ίσως και πολύ να ήταν για αυτόν τον άγγλο εμπειριστή οξφορδιανό φιλόσοφο που έφτασε όπου έφτασε. Δεν τόλμησε να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, δηλαδή ότι πνεύμα («ψυχή», έστω με την έννοια του «mental») και ύλη («σώμα») «κοινωνούν» πράγματι μεταξύ τους (έλειπε αλλωστε εκεί και η έννοια της «κοινωνίας» με το νόημα που έχει στην βυζαντινή πατερική σκέψη)! Η αναλυτική φιλοσοφία έχει και τα όριά της, που της τα επιβάλλει ακριβώς η γλωσσική στροφή της. Άλλωστε, έσχατο κριτήριο εν προκειμένω είναι ότι «το νόημα μιας λέξης είναι η χρήση της στη γλώσσα», κατά Βιτγκενστάιν. Ομολογώ όμως ότι συνάντησα μια απροσδόκητη ανάλυση επί αυτού του θέματος, που μου φάνηκε αληθινά εξαιρετική. Θα αναφερθώ λίαν συντόμως σε αυτήν, για λόγους οικονομίας χώρου: η γλωσσική αυτή στροφή προέκυψε στην αναλυτική φιλοσοφία ως αποτέλεσμα της επίδρασης του Χέγκελ, με την μεσολάβηση μάλιστα του Νίτσε (!). Πιο συγκεκριμένα, και παραπέμποντας τον αναγνώστη στην βιβλιογραφία [1], ο Χέγκελ (υπό μια δυνατή ερμηνεία) ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν πραγματικά ανιστορικά κριτήρια» για να αποφασίσουμε πότε μια πράξη είναι σωστή και πότε όχι. «Όταν ένας πολιτισμός είναι κουφός και τυφλός ως προς την ύπαρξη του Θεού (όπως για τον Χέγκελ), όταν σε έναν πολιτισμό ο Θεός έχει πεθάνει, όλα εξ ορισμού ριζώνουν σε ένα είναι-όπως-είναι-για-μας και αποκόπτονται από ένα είναι-όπως-είναι-καθεαυτά, ξεχωριστά απο μας», λέγει ο Tristram Engelgardt [2]. Κατά συνέπεια, «η κρατούσα κουλτούρα της εποχής γίνεται ένα τέλειο υποκατάστατο του Θεού», ενώ παράλληλα οι διανοούμενοι χρησιμοποιούν τη μέθοδο του «αυτοσυνείδητου στοχασμού», πάντα στα πλαίσια αυτής της κοινότητας. Και προσθέτει ο Tristram Engelgardt ότι, «απο την στιγμή που ο άνθρωπος κλειδώνεται μέσα στον ορίζοντα του πεπερασμένου…, δεν υπάρχει άλλη προοπτική πέρα από αυτή των διανοουμένων». Η φιλοσοφία μάλιστα αποβαίνει η ανώτατη αλήθεια, «η δική της σκοπιά είναι η σκοπιά της κοινότητας που μπορεί να αποτιμήσει και να κρίνει τη δική της μονομέρεια και ατέλεια και έτσι να την υπερβεί» (πάντα, όμως όπως είπαμε, ξεκινώντας από την σκοπιά της κοινότητας, δηλαδή τη «γλώσσα ως χρήση»). Και ο φιλόσοφος Danto [3] επιμένει ότι όλο αυτό πράγματι που ξεκίνησε από τον Χέγκελ το επεξέτεινε περαιτέρω ο Νίτσε…   

                                                 ***

Οι σπουδαίοι φιλόσοφοι, όπως ήταν ο Βιτγκενστάιν, όπως και ο Austin, δείχνουν στην πραγματικότητα αρκετά παραπέρα. Ωστόσο, μόνη της η αναλυτική φιλοσοφία δεν επαρκεί. Η Φαινομενολογία σήμερα (πχ Marion) αναγκάζει την αναλυτική φιλοσοφία (κλασική είναι η περίπτωση του H. Dreyfus, που μεταφράζει τον Χάιντεγκερ σε γλώσσα της αναλυτικής φιλοσοφίας, αναμορφώνει όμως ριζικά την τελευταία) να καταλάβει το εξής: πρέπει να ξεφύγει απο τον παντελώς αδιάγνωστο μέχρι πρόσφατα ιστορικισμό της και να εννοήσει τις καταβολές της. Η μια σχόλη συμπληρώνει την άλλη, καμία δεν μπορεί να απολυτοποιηθεί. Άλλωστε, ό,τι προσεγγίζεται καθαρά «διανοητικά» φαίνεται ότι πρέπει να διερευνηθεί και από την ιστορική άποψη (ποιες είναι οι ρίζες της αναλυτικής φιλοσοφίας;). Πρέπει δηλαδή να μελετηθεί μέσα από αυτήν την τρομερή περιπέτεια, που, παρά την λεγόμενη μεταχριστιανική εποχή, ορίζεται απολύτως από αυτό που θα λέγαμε «μοίρα της δυτικής χριστιανοσύνης».

[1] Tristram Engelgardt, «Μετά Θεόν- Ηθική και Βιοηθική στον αιώνα της εκκοσμίκευσης», Ι.Μ.Μ. Βατοπεδίου, Άγιον Όρος 2018.

[2] ό. π. σελ. 437-462

[3] Παρατίθεται στο μνημονευθέν βιβλίο, σελ. 449

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του, ισπανού, Iuan Gris.