Η γεω-θεολογία του «μακεδονικού» ζητήματος.

  Τις τελευταίες μέρες ήρθε στη δημοσιότητα η ύπαρξη επιστολής της Εκκλησίας των Σκοπίων (ΠΓΔΜ) προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την οποία ζητά να γίνει αυτοκέφαλη με το όνομα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδας και Πρώτης Ιουστινιανής». Η εκούσια εγκατάλειψη του όρου «μακεδονική» από τη σημερινή της ονομασία (Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Αχρίδας), υποκινεί ένα πολύπλοκο νομοκανονικό όσο και ακανθώδες πολιτικό ζήτημα που θα δοκιμάσει τις αντοχές της ελληνικής διπλωματίας, καθόσον τα Σκόπια στο κρισιμότερο σημείο της διαπραγμάτευσης για το «όνομα» εμπλέκουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με κανονικώς επιλήψιμο τρόπο –ανήκουν στο Πατριαρχείο Σερβίας από το οποίο ανεξαρτητοποιήθηκαν πραξικοπηματικά-εξασφαλίζοντας έμμεση αναγνώριση ιστορίας χιλίων ετών, σφετεριζόμενα την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, η οποία ήταν ιδρυτικώς ελληνική, με Έλληνες Μητροπολίτες και Επισκόπους και εθνολογικώς μικτή. Μάλιστα η εργαλειοποίηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η εμπλοκή του, εμμέσως, στις γεωπολιτικές συμπληγάδες ΗΠΑ – Ρωσίας προοιωνίζεται περιδινήσεις σε αχαρτογράφητα νερά για την οικουμενική Ορθοδοξία και τα Βαλκάνια.  

«Τα εκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικής». Η περιπέτειες του Εθνοφυλετισμού στα Βαλκάνια 

  Η ελληνική επανάσταση του 1821 λειτούργησε ως γεννήτρια χειραφετητικών αντιδράσεων τόσο στο επίπεδο του έθνους, σε ένα μετά-βεστφαλικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι που στόχευε στη διάρρηξη της οσμανικής «πολιτειότητας», όσο και στο εκκλησιαστικό πεδίο ως αίτημα Αυτοκεφάλου.

  Άλλοτε πραξικοπηματικά και άλλοτε στα όρια της κανονικής διαδικασίας τα νεοσύστατα εθνικά κράτη πετυχαίνουν το εκκλησιαστικό τους αυτοκέφαλο: η Ελλάδα το 1850, η Σερβία το 1879, η Ρουμανία αυτοανακηρύσσεται αυτοκέφαλη το 1859 (το Πατριαρχείο την αναγνώρισε ως αυτοκέφαλη το 1885).

  Ειδική μνεία αξίζει η περίπτωση της Βουλγαρίας, η οποία βρέθηκε για πολλούς λόγους περισσότερο εκτεθειμένη στον εθνικισμό με συνέπεια μια ταραχώδη σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την «Ιστορία Σλαβινοβουλγαρική» του μοναχού Χιλανδαρηνού μέχρι το Χάτι Χουμαγιούν του 1856 που καλούσε σε μεταρρυθμίσεις τις θρησκευτικές κοινότητες και την ίδρυση από την οθωμανική κυβέρνηση της Εξαρχίας το 1870 (ανεξάρτητη εκκλησιαστική αρχή για όλους τους βουλγαρόφωνους).

  Η Εξαρχία στον βαθμό που εισήγαγε εθνοφυλετικά κριτήρια χωρισμού εκκλησιαστικών διοικήσεων στον ίδιο τόπο, και μάλιστα όντας ένας αλλόπιστος εξωεκκλησιαστικός παράγων, προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του Πατριαρχείου, καθώς στη Σύνοδο του 1872 καταδίκασε, ως αίρεση τον εθνοφυλετισμό, ως κριτήριο οργάνωσης της Εκκλησίας. Τελικά, παρά την καταδίκη, το ζήτημα αυτό πήρε εκρηκτικές διαστάσεις στην περίπτωση της Μακεδονίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά και στα ποικίλα προβλήματα της ορθόδοξης διασποράς.

1. Γεωγραφικές και ιστορικές εικόνες. Η Μακεδονία της Ελλάδας.

  Παρά τη σύγκλιση όλων των γεωγράφων από την εποχή του Κλαύδιου Πτολεμαίου μέχρι τον Διαφωτισμό, ότι η Μακεδονία είναι μια επαρχία της Ελλάδας, τούτο δεν απηχείται με την ίδια ομοιογένεια στις «γεωγραφίες» Ελλήνων συγγραφέων του 18ου και 19ου αιώνα[1]Το γεγονός ότι το πολιτικώς ζητούμενο ήταν μια Μακεδονία εντός Ελλάδος δημιουργούσε προβλήματα, αφού ενέπλεκε τους επίδοξους γεωγράφους σε μια οριοθέτηση δύο επιπέδων, την παλαιά και τη νέα, η σύγκριση των οποίων κατέληγε στη δημιουργία αρνητικού εδαφικού ισοζυγίου για το παρόν, εφόσον κάποια στιγμή στον χρόνο και οι άλλες βαλκανικές περιοχές είχαν μεγαλύτερη έκταση από αυτήν των πολιτικών διαιρέσεων της εποχής αυτής (19ος).

  Η χαρτογραφική έτσι απεικόνιση ελάχιστα ευνοούσε τη συγκρότηση μιας λεπτομερούς εικόνας των βαλκανικών περιοχών και σε κάθε περίπτωση άφηνε ασάφειες που προοιωνίζονταν μεθοριακές εκκρεμότητες για όλες τις όμορες επικράτειες. Και η Μακεδονία ανήκε σε αυτήν την κατηγορία. Ωστόσο οι γεωγραφικές εικόνες δεν αποτελούν στοιχεία ή πρόκριμα για μια διαμόρφωση συμπαγών εθνικών χώρων, διότι ενώ οι περιοχές εμφανίζονταν με κριτήριο την τρέχουσα πολιτική διαίρεση ή την αρχαία Γεωγραφία, τα κριτήρια ταυτότητας ή ετερότητας βρίσκονταν στους χώρους της δημογραφίας, της γλώσσας, της εθνογραφίας, της ιστορίας. Βεβαίως εκφεύγει από τους στόχους του παρόντος μια λεπτομερής αναφορά στο πολυσχιδές φυλετικο-εθνοτικό φαινόμενο της Μακεδονίας και στις εθνογενετικές διεργασίες στους κόλπους της παρακμάζουσας οσμανικής αυτοκρατορίας. Για την ώρα αρκεί να δειχθεί ότι η προβολή της αρχαίας Μακεδονίας, στην Ελλάδα, τουλάχιστον της εποχής εκείνης, επιτελέστηκε σε βάρος της νεότερης πρόσληψής της, ως σημείου αναφοράς του έθνους και ως σημαντικού αλυτρωτικού επιχειρήματος.

  Ήδη στο τέλος του 19ου, περίοδος η οποία ταυτίζεται με την αναθεωρητική δράση των Βουλγάρων, η έννοια του Σλάβου γίνεται συνώνυμη του εχθρού. Οι όροι Μακεδόνας και Μακεδονία αντιδιαστέλλονται απερίφραστα από τον βουλγαρισμό, συγκαλύπτοντας ακόμη και τη σλαβοφωνία, η οποία ήταν εξ ορισμού και επί της ουσίας ελληνική. Μάλιστα κάθε άλλη διεκδίκηση σλαβοφωνίας, όπως η σερβική, που θα υπερτόνιζε μια «μακεδονική» ταυτότητα, απομειώνοντας τη βουλγαρική, ήταν ευκταία. Η Ελλάδα στη μέχρις εσχάτων αντιπαράθεση τόσο με τη Βουλγαρία, όσο και με την επιθετική φίλη Σερβία, προτιμούσε συστηματικά τη χρήση του «ακίνδυνου» όρου Μακεδονία και των παραγώγων του για έναν πληθυσμό τον οποίο αδυνατούσε να αφομοιώσει. Κανείς τότε δεν μπορούσε να προοικονομήσει πως ο μακεδονισμός που είχε προβληθεί με τόση ένταση ως ελληνικό συνώνυμο, θα μπορούσε να αποκοπεί και από το βουλγαρισμό και από τον ελληνισμό

1.1. Η Μακεδονία των Σέρβων 

  Παρότι η Μακεδονία παρέμενε για τους Σέρβους ένας ελάχιστα γνωστός χώρος. Η ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας (1878) και κατόπιν το φάσμα της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου κατέδειξαν τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η βουλγαρική εθνική κίνηση για τα σερβικά συμφέροντα στην περιοχή. Από την άλλη, η πολιτική σκοπιμότητα κατεύθυνε το αλυτρωτικό πρόγραμμα της Σερβίας προς το νότο. Η υπογραφή της «Απόρρητης Συμφωνίας» με την Αυστροουγγαρία (1881) και η δέσμευση του Βελιγραδίου να μην ενθαρρύνει διεκδικήσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη διοχέτευσαν τη σερβική εθνική κίνηση στις τουρκοκρατούμενες περιοχές του νότου. Άλλωστε η Σερβία συγκαταλεγόταν μεταξύ των λιγοστών περιοχών που δεν είχαν έξοδο στη θάλασσα, κάτι που στη διεθνολογική σκέψη της εποχής εθεωρείτο σοβαρό μειονέκτημα για την επιβίωση ενός κράτους. Εφόσον λοιπόν η έξοδος προς την Αδριατική ήταν αποκλεισμένη, ο πολιτικός ορθολογισμός επέβαλε την ένταξη τμήματος των μακεδονικών περιοχών στο μελλοντικό σερβικό κράτος[2].

  Επιστήμονες, πολιτικοί, διανοούμενοι και διπλωμάτες ανέλαβαν να εκλαϊκεύσουν τις σερβικές θέσεις για μια μακεδονική κληρονομιά νοτίως του σερβικού βασιλείου. Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν, σε τίποτε δε διέφεραν από εκείνα που ανέδειξαν άλλοι εθνικισμοί για την ένταξη αλλόγλωσσων ή αλλόθρησκων πληθυσμών στον εθνικό κορμό. Προσαρμόστηκαν, δηλαδή, εις τρόπον ώστε να στηρίξουν το πολιτικό αίτημα της διεύρυνσης εδαφών, μέσω της καλλιέργειας μεσσιανικών παραστάσεων, που στόχευαν στην απελευθέρωση αλύτρωτων αδελφών ως προορισμό της Σερβίας.

1.2. Ο βουλγαρικός μαξιμαλισμός και το ατύχημα του μακεδονικού έθνους

  Οι Βούλγαροι με το εθνικό κίνημα γνωστό ως «βουλγαρική αναγέννηση» (μέσα 19ου) ήταν οι πρώτοι που πρότειναν μια σύγχρονη εθνική ιδέα στον σλαβικό πληθυσμό της Μακεδονίας, σε μια εποχή που ο κύριος αντίπαλος ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο.  Η βουλγαρική εθνική προσπάθεια ερειδόταν στην έννοια του βουλγαρικού έθνους τμήμα του οποίου ήταν και η Μακεδονία και ο λαός της αυτονοήτως βουλγαρικός στη συντριπτική του πλειοψηφία, εξ ου και η αίσθηση περί υπάρξεως «ηθικού δικαιώματος» επί της Μακεδονίας. Αυτός ο εθνικός ναρκισσισμός, ούτως ειπείν, ήταν που συχνά εμπόδισε τη νηφάλια αξιολόγηση της πολιτικής πραγματικότητας, τις αξιώσεις των άλλων εμπλεκομένων μερών (Ελλάδα-Σερβία) και αυτή την ίδια εντέλει πρόσληψη της βουλγαρικής εκδοχής από τη «μακεδονική» πλευρά (Σκόπια), ως συνώνυμου του σοβινισμού της μεγάλης Βουλγαρίας.

  Είναι ο ίδιος ο εθνικιστικός μαξιμαλισμός που συσκότιζε τη διαυγή προσέγγιση της δράσης του VMRO[3], των εσωτερικών αντινομιών της οργάνωσης (σύγκρουση Σεντραλιστών της Θες/νίκης και Βερχοβιστών της Σόφιας) και τη «μακεδονική» αντζέντα του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού, τον οποίο εξέφρασε ο θεωρούμενος ως πατέρας της «Μακεδονίας» Κρστε Μισίρκοφ με αίτημα τη δημιουργία ξεχωριστού σλαβομακεδονικού μιλέτ ήδη από την εξέγερση του Ίλιντεν (1903), οδηγώντας την Βουλγαρία τελικά στην παραίτηση των αξιώσεών της επί της Μακεδονίας και κυρίως στην αναγνώριση μακεδονικού έθνους εκεί που ο πληθυσμός εθεωρείτο ευλόγως βουλγαρικός.

1.3. Το εργαστήριο της «μακεδονικής» εθνογένεσης.

  Ειδικά μετά την ήττα του «άξονα» και κατ’ επέκταση της Βουλγαρίας, η πρωτοβουλία κινήσεων περνά στο Κομουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ), του οποίου ο ηγέτης Jozip Broz Tito αναδεικνύεται σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη του κομμουνιστικού κινήματος της βαλκανικής. Η διακηρυγμένη πρόθεσή του, ήδη από την «κατοχή», να αναγνωρίσει το νότιο μέρος της Γιουγκοσλαβίας ως αυτόνομη λαϊκή δημοκρατία, με την επωνυμία «Μακεδονία» με διακριτή «μακεδονική εθνότητα» και με προσωνυμία του λαού «Μακεδόνες», τον έφεραν αντιμέτωπο με τα φασιστικά βουλγαρικά στρατεύματα, η νίκη επί των οποίων, ενίσχυσε το στρατιωτικό του προφίλ και κυρίως την πολιτική του που εκφράστηκε στο σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες».

  Ο πραγματικός στόχος του Τίτο στη Μακεδονία ήταν ο αντιπερισπασμός στη φασιστική πολιτική βουλγαροποίησης της επίδικης περιοχής. Μάλιστα η συγκυρία υπήρξε ευνοϊκή στον βαθμό που οι  φρικαλεότητες των βουλγαρικών στρατευμάτων λειτούργησαν ως καταλύτης στην προϊούσα εθνογένεση, η οποία ήδη με τη διακήρυξη της κομιντέρν το 1934 και τις εθνικοπολιτικές αποκρυσταλλώσεις του μεσοπολέμου είχε αρχίσει να διαμορφώνει το εθνικό όραμα/μύθο. Τον Οκτώβρη του 1943 το Γενικό Επιτελείο των Παρτιζάνων εκδίδει μανιφέστο σύμφωνα με το οποίο ο «μακεδονικός» λαός είχε πλέον όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποκτήσει την ελευθερία του, ισότιμα με τους άλλους λαούς της Γιουγκοσλαβίας[4]. Με τον τρόπο αυτό σε μια στιγμή ψυχολογικής φόρτισης των κατοίκων ρίχτηκε ο σπόρος μιας τεχνητής προσπάθειας εθνογένεσης η οποία θα εμπεριείχε όλα τα μεταφυσικά, ταυτοτικά στοιχεία τέτοιων μορφωμάτων. Από τη μια θα απέτρεπε την όποια μελλοντική απορρόφηση από τις όμορες μεγαλύτερες και ισχυρότερες σλαβικές ομάδες και από την άλλη θα μπορούσε να γίνει η αιχμή αλυτρωτισμών στις άλλες «Μακεδονίες» του Πιρίν και του Αιγαίου.

  Ένα μήνα αργότερα στο Jajce η Σύνοδος του αντιφασιστικού Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης αποφάσισε την οργάνωση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας με έξι ομόσπονδα κράτη, ένα εκ των οποίων ήταν και η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας (1944) η οποία θα υπαγόταν στην κεντρική κυβέρνηση του Βελιγραδίου, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη ιδιαίτερου μακεδονικού έθνους.

  Έπρεπε λοιπόν να πεισθούν οι κάτοικοι ότι ήσαν Μακεδόνες και τούτο, με ένα συντονισμένο σχέδιο το οποίο θα προέβλεπε, ex nihilo, εθνική αφήγηση υπό την αιγίδα των ΚΚΓ και ΚΚΜ.

2. Το εκκλησιαστικό ζήτημα

  Στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για τη διαμόρφωση μιας τοπικής εθνικής φυσιογνωμίας ο Τίτο ενέπλεξε την τοπική Εκκλησία υποκινώντας την αυτονόμησή της από το σερβικό Πατριαρχείο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ολόκληρη η πορεία

διεκδίκησης του αυτοκεφάλου να μπορεί να αναγνωστεί ως η ιστορία μιας ετεροβαρούς συμπλοκής/συνωμοσίας κράτους και τοπικής Εκκλησίας.

  Από το 1941 κιόλας οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει τη νότια Γιουκοσλαβία και αντικαταστήσει τους Μητροπολίτες Σκοπίων, Ζλέτοβου-Στρώμνιτσας και Αχρίδος-Μοναστηρίου με Βούλγαρους εξαρχικούς με τη συνδρομή μερίδας αυτοχθόνων ιερέων. Μετά την απελευθέρωση το ΚΚΓ δείχνοντας εντυπωσιακή «ευελιξία»[5], στα όρια της πολιτικής «σπέκουλας», ευλόγησε τα τετελεσμένα της φασιστικής κατοχής, αναβαθμίζοντας τους «απείθαρχους» ιερείς στο κληρικο-κρατικό υβρίδιο το οποίο ονομάστηκε «Επιτροπή Πρωτοβουλίας για την Οργάνωση Ορθοδόξου Εκκλησίας Μακεδονίας» και υποκατέστησε de facto ολόκληρο το εύρος των κανονικών αρμοδιοτήτων του σερβικού Πατριαρχείου. Το 1945 η επιτροπή αυτή με την υποστήριξη του καθεστώτος[6] συνεκάλεσε στα Σκόπια την πρώτη κληρικολαϊκή «Μακεδονική» συνέλευση η οποία αποφάσισε το πρώτο εκκλησιαστικό μανιφέστο επτά σημείων, με βασικότερο εκείνο το οποίο αποφασίζει την ανεξάρτητη – αυτοκέφαλη «Μακεδονική» Εκκλησία, εδρασμένη στη φόρμουλα της αναβιούμενης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Έκτοτε ολόκληρη η πορεία αυτονόμησής της, μέχρι την πλήρη απόσχιση το 1967 με την κήρυξη του αυτοκεφάλου, αρθρώνεται πάνω στη διελκυστίνδα Πατριαρχείου, από τη μια, και Ομοσπονδιακής Επιτροπής Θρησκευτικών Θεμάτων (ΟΕΘΘ)[7], εκφραστή της κρατικής βούλησης για τη δημιουργία «μακεδονικού» κράτους και της κυβέρνησης της ΛΔ Μακεδονίας, από την άλλη, από την κολισεφσκική περίοδο μέχρι και σήμερα κατά έναν τρόπο.

3. Το «υποσύστημα Γερμανού – Δοσίθεου. Από την αυτονομία στη «σχάση»

   Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Πατριάρχη Σερβίας Βικέντιου μόλις 25 μέρες από την αρνητική απάντηση της Συνόδου της σερβικής ιεραρχίας στην επιστολή του εκκλησιαστικού δικαστηρίου των Σκοπίων περί της χειροτονίας Επισκόπων, έμελε στον νεοεκλεγέντα Πατριάρχη Σερβίας, Επίσκοπο Ζίτσης, Γερμανό να είναι εκείνος ο οποίος θα διαχειριστεί τις σημαντικότερες πτυχές του ζητήματος. Η νέα φάση ξεκινά στις 29 Σεπτεμβρίου του 1958 με την απροκάλυπτη συγκατάθεση του Δοσίθεου, Βικαρίου του σερβικού Πατριαρχείου να συμμετάσχει στις εργασίες της κληρικολαϊκής συνέλευσης Αχρίδας, σκοπόν έχουσα την επανίδρυση της Αρχεπισκοπής και με την έκφραση ad hoc διαμαρτυρίας του Πατριάρχη, ότι πρόκειται για αντικανονικό σώμα και αντίθετη με τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας[8]. Παρά τη σθεναρή στάση του Πατριάρχη στις εντονότατες πιέσεις της ΟΕΘΘ τον Οκτώβρη του ιδίου έτους η ως άνω κληρικολαϊκή συνέλευση αποφάσισε: την αυτοανακήρυξή της σε νομοθετικό σώμα, την αναβίωση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, την ίδρυση τριών Επισκοπών, την εκλογή Μητροπολίτη και δύο Επισκόπων και την ψήφιση καταστατικού της «Μακεδονικής» Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία και θα βρίσκεται σε κανονική σχέση με τη σερβική Εκκλησία μέσω του Πατριάρχη[9].

  Όταν μάλιστα τα τετελεσμένα κρίθηκαν στη Σύνοδο της ιεραρχίας και αφού ο Πατριάρχης Γερμανός αντιμετώπισε ένα πλέγμα απειλών και ωμών παρεμβάσεων από την πλευρά της ΟΕΘΘ, ουσιαστικά αποδέχτηκε το καθεστώς ανεξαρτησίας της «μακεδονικής» Εκκλησίας και φυσικά τα αιτήματα του καθεστώτος. Μη μπορώντας να ακυρώσει την «Αχρίδα» και να σύρει τον αυτόκλητο Μητροπολίτη Δοσίθεο ενώπιον του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, προσπάθησε να αμβλύνει τις αρνητικές ενέργειες της αντικανονικής πράξης, διασφαλίζοντας, α. ότι η πορεία των πραγμάτων δε θα εξέλθει των κανονικών πλαισίων και βεβαίως και β. την αποτροπή της ολικής ρήξης με κήρυξη αυτοκέφαλου. Όμως τα δύο λάθη της Συνόδου: η αναγνώριση του Δοσίθεου ως Μητροπολίτη υπό τον τίτλο του προκαθημένου Αυτόνομης Εκκλησίας και της εκλογής του Κλήμεντος Τραϊκόβσκι ως Επισκόπου Μοναστηρίου, παρότι δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις, έθεσαν τη βάση της ανακήρυξης αυτοκέφαλου την κατάλληλη στιγμή.

  Ο Δοσίθεος από την πλευρά του, ενώ διαβεβαίωνε τον Πατριάρχη ότι μπήκαν τα θεμέλια της κανονικής ενότητας των δύο Εκκλησιών εξωθούσε τα πράγματα σε αδιέξοδο με τις αλλεπάλληλες συγκλίσεις κληρικολαϊκών συνελεύσεων και επιστολών προς την Ιερά Σύνοδο, για τροποποιήσεις στον καταστατικό χάρτη της «Μακεδονικής» Ορθόδοξης Εκκλησίας.

  Το Νοέμβριο του 1966 ο Δοσίθεος υποκινούμενος από το γεγονός της ατιμωρησίας και από τη διαρκή υποστήριξη της κρατικής εξουσίας, ζητεί πλέον ανοιχτά καθεστώς αυτοκεφάλου, απειλώντας αυτοανακήρυξη δια κληρικολαϊκής συνέλευσης. Είναι βέβαιο ότι ο Δοσίθεος από τη μια ένιωθε σίγουρος από την υποστήριξη του κομματικού καθεστώτος, ώστε να απειλεί και από την άλλη είχε πλήρη επίγνωση ότι τα αιτήματα της «μακεδονικής» πλευράς δεν ερείδονταν κατά κανένα τρόπο στους εκκλησιαστικούς κανόνες. Εξ ου και η εμμονική όχληση προς την Ιεραρχία της Σερβίας να αναγνωρίσει το «πραξικόπημα» των Σκοπίων.

  Από την άλλη η στάση του Γερμανού παρέμενε σταθερή, δεδομένου άλλωστε ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει πέραν των κανονικών αρμοδιοτήτων της Ιεράς συνόδου. Η ίδρυση μιας αυτοκέφαλης τοπικής Εκκλησίας, επειδή ακριβώς δεν είναι πολιτικό ή εθνικό ζήτημα, αλλά πρωτίστως κανονικό και διορθόδοξο, ρυθμίζεται από κανονικές διαδικασίες τις οποίες θέτει σε λειτουργία η πρωτόβουλος ενέργεια το Οικουμενικού Πατριαρχείου και μόνο[10].

3.1. Στις 17 Ιουλίου του 1967 στην Αχρίδα η Σύνοδος των τεσσάρων αρχιερέων και η κληρικολαϊκή συνέλευση παραχωρούν στον εαυτό τους το αυτοκέφαλο, με δικαιολογητική βάση: α. ότι η σημερινή «Μακεδονική» Εκκλησία είναι συνέχεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, η οποία ήταν αυτοκέφαλη 800 χρόνια και β. ότι η Σ.Δ. Μακεδονίας είναι ομόσπονδο τμήμα του κράτους της Γιουγκοσλαβίας. Η ανακήρυξη

έγινε υπό την αιγίδα του στρατάρχη Τίτο, ο δε Δοσίθεος παρασημοφορήθηκε από τον ίδιο τον Τίτο με το παράσημο της γιουγκοσλαβικής σημαίας.

  Ο Γερμανός ακροβατώντας μεταξύ των αφόρητων κρατικών πιέσεων και της εκκλησιαστικής κανονικότητας ενημερώνει τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες για το σχίσμα, οι οποίες με τη στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη σερβική Εκκλησία, καταδίκασαν την πράξη των Σκοπίων και δι αυτής την Εκκλησία αυτή σε απομόνωση και πνευματικό θάνατο. Δεν μπόρεσε όμως ο Γερανός να υλοποιήσει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου (15-9-1967) για τη δικαστική δίωξη των υπευθύνων.

  Ο Δοσίθεος συνεχίζει να εξαντλεί όλα τα διαθέσιμα μέσα αιτούμενος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών να συμπεριλάβει την «Μακεδονική» Εκκλησία ως μέλος του. Το Συμβούλιο απορρίπτει την αίτηση μετά την αρνητική προς τούτο εισήγηση του Γερμανού. Βλέποντας (ο Δοσίθεος) ότι δεν αναγνωρίζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, κάνοντας πιθανότατα τακτικό ελιγμό και σαφώς για λόγους εκφοβισμού στρέφεται προς το Βατικανό, από το οποίο ζητεί έμμεση πνευματική και εκκλησιαστική αναγνώριση. Η σχέση Δοσίθεου και Βατικανού τερματίζεται το 1987, όταν η Αγία Έδρα στη σφοδρή αντίδραση της Ελληνικής Εκκλησίας στο ζήτημα της έκθεσης των εικόνων ελληνικής και βυζαντινής τέχνης σε αίθουσα του Βατικανού, και μπρός στον κίνδυνο της διακοπής του ενδοχριστιανικού διαλόγου, ξεκαθάρισε με σαφήνεια ότι δεν αναγνωρίζει το αυτοκέφαλο της «Μακεδονικής» Εκκλησίας, μη προτιθέμενη να αναμιχθεί στα εσωτερικά των Ορθόδοξων Εκκλησιών. Το ζήτημα παραμένει και σήμερα σε εκκρεμότητα.

3.2. Θα ήταν αφελές να υποθέσει κανείς ότι η διελκυστίνδα Γερμανού – Δοσίθεου εκφράζει προσωπική αντιπαράθεση, τυπολατρικές εμμονές ή ακόμη και πολιτικές σκοπιμότητες μόνο. Νομίζουμε ότι ή έρις περί του αυτοκεφάλου ερείδεται στον πυρήνα της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης και σε αυτή την ίδια τη δογματική της ουσία. Και οι δύο (Ιεράρχες) επιβεβαιώνουν τη μείζονα σημασία του ιδίου κριτηρίου, αλλά με τρόπο αντεστραμμένο. Πρόκειται για δυο διαφορετικές αναγνώσεις της αρχής, «τα εκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι της πολιτικής» και του 34ου Αποστολικού κανόνα, «τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν». Με άλλες λέξεις η ίδρυση της αυτοκέφαλης «Μακεδονικής» Εκκλησίας προτάσσοντας φυλετική αξίωση επί της ουσίας, ακυρώνει ολόκληρο το εκκλησιαστικό – κανονικό υπόβαθρο πραγματικών εκκλησιαστικών αναγκών.      

4. Το κανονικό καθεστώς των Μητροπόλεων της βορείου Μακεδονίας

  Ακόμη πιο πέρα, η ενέργεια των Σκοπίων αμφισβητεί τη θεμελιώδη κανονική αρχή επί της οποίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξασφάλισε τη νομοκανονική υπόσταση των Μητροπόλεων του Μακεδονικού χώρου μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.

  Από τις Μητροπόλεις αυτές οι μεν της ελληνικής Μακεδονίας ανεξαρτητοποιήθηκαν το 1928 με την Πατριαρχική Συνοδική πράξη «περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των νέων χωρών». Η χειραφέτηση αυτή ενεδύθη ένα ιδιόμορφο νομοκανονικό καθεστώς σύμφωνα με το οποίο οι Μητροπόλεις αυτές εξακολουθούν να ανήκουν οργανικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, διοικούνται όμως από την Εκκλησία της Ελλάδος κατά τρόπο «επιτροπικό». Οι δε λοιπές Μητροπόλεις οι οποίες ενσωματώθηκαν στο ενωμένο

βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων χωρίστηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επίσης δια της κανονικής οδού και υπήχθησαν στη δικαιοδοσία της

Σερβικής Εκκλησίας το 1919 τη αιτήσει κανονικώς α. της ανασύστασης του Σερβικού Πατριαρχείου, β. της κανονικής χειραφέτησης όλων των Μητροπόλεων του βασιλείου, οι οποίες βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου. Η απόφαση εκδόθηκε με τον Πατριαρχικό Συνοδικό Τόμο του 1922 από τον Πατριάρχη Μελέτιο Δ΄ Μεταξάκη. Η επίσημη τελετή παράδοσης του Τόμου έγινε από αντιπροσωπία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη στο Βελιγράδι το 1922.

  Η νομοκανονική αυτή ρύθμιση έγινε αποδεκτή από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες καθόσον η χειραφέτηση της Σερβικής Εκκλησίας προέκυψε ως αποτέλεσμα των νέων τοπικών και εδαφικών συνθηκών στη Σερβία σύμφωνα με την τάξη και τις αρχές της εκκλησιαστικής διοίκησης/παράδοσης.

  Η ρύθμιση αυτή δεν απέτρεψε την αμφισβήτηση από αυτονομιστικούς κύκλους των Σκοπίων, όπως εκτέθηκε. Με άμεση συνέπεια την εμπλοκή της Εκκλησίας των Σκοπίων στις πολιτικές σκοπιμότητες του ΚΚΓ να ιδρύσει ξεχωριστή εθνική ομάδα μέσα στα όρια όμως του γιουγκοσλαβικού κράτους. Υπό την έννοια αυτή ολόκληρη η προσπάθεια εδράστηκε επί εθνοφυλετικού προτάγματος και όχι σε πραγματολογικές εκκλησιαστικές ανάγκες.

4.1. Και ο εθνοφυλετισμός είναι ολωσδιόλου ξένος προς την παράδοση και τη νομοκανονική τάξη και ουσία της Εκκλησίας ως πνευματικής κοινωνίας η οποία προόρισται να συμπεριλάβει όλα τα έθνη στη μία καθολική εν Χριστώ αδελφότητα. Εισήγαγε «το κακόν της εκκλησιαστικής κατατομής, συγχύσεως και διαλύσεως μέχρι και αυτών των κατ’ οίκων εκκλησιών»[11].

  Το αυτοκέφαλο είναι νοητό μόνο ως αποτέλεσμα της αρχής «τα εκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς» με την έννοια της εδαφικής ολοκλήρωσης εθνοκρατικών οντοτήτων, όπως στις περιπτώσεις Ελλάδας και Σερβίας μετά τους βαλκανικούς. Η ουσιώδης αυτή προϋπόθεση ήταν που οδήγησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη χειραφέτηση τους. Αντιθέτως οι διοικητικές και συνταγματικές μεταβολές για λόγους πολιτικών και φυλετικών σκοπιμοτήτων δεν έχουν καμιά αναλογία με την παραπάνω αρχή. Επομένως, καταπίπτει το επιχείρημα των Σκοπίων ότι το αυτοκέφαλο μπορεί να θεμελιωθεί σε ομόσπονδο τμήμα κράτους περιορισμένης δικαιοδοσίας, πολύ περισσότερο που το Σερβικό Πατριαρχείο αντικανονικώς παρέσχε το 1959 επισήμως ανεξαρτησία στις Μητροπόλεις Β. Μακε δονίας και Σκοπίων.

  Η ενέργεια λοιπόν των εκπροσώπων της «Μακεδονικής» Εκκλησίας εξ επόψεως κανονικού και θετικού δικαίου αντικανονικά επανεισάγει, κατά το προηγούμενο της βουλγαρικής εξαρχίας, στην Ορθόδοξη Εκκλησία την αίρεση του εθνοφυλετισμού, ο οποίος έχει καταδικασθεί ως αίρεση από την τοπική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1872 [12]. Και βεβαίως ελέγχεται ως ιστορικώς ανακριβής ο συσχετισμός του αυτοκέφαλου με αυτό της Αχρίδας, η οποία ήταν ελληνική, με Έλληνες Μητροπολίτες και Επισκόπους και εθνολογικώς μικτή.

Σημειώσεις

[1] Παρά τις αναθεωρητικές εξελίξεις που καθιέρωσαν τη μεταπτολεμαϊκή χαρτογραφική σχολή εμπεδώθηκε ένα στερεότυπο οπτικοποίησης της γεωγραφικής ενότητας Graecia-Ελλάς με τη Μακεδονία πάντα στη μείζονα περιοχή της. Αντιφάσεις ωστόσο παρατηρούνται στα σημαντικότερα έργα Ελλήνων. Άλλοι συγγραφείς εντάσσουν τη Μακεδονία εντός Ελλάδας: Μελέτιος, Γεωγραφία παλαιά και νέα, Φατζέας, Γεώργιος, Γραμματική Γεωγραφία, Πύρος, Διονύσιος, Γεωγραφία μεθοδική απάσης της οικουμένης, Θεοτόκης, Νικηφόρος, Στοιχεία Γεωγραφίας, το ίδιο στα έργα τους οι Κούμας και Κοραής, ενώ άλλοι τη θέτουν εκτός: Γάσπαρις, Σχολαστική Γεωγραφία,  Παπαδόπουλος, Νικόλαος, Εμπορική εγκυκλοπαίδεια, Θεοτόκης κ.λπ., βλ. Γούναρης Κ. Βασίλης, Η Μακεδονία των Ελλήνων και Άγγελος Λιβιεράτος, «Η χαρτογραφική ταξιθέτηση του τοπωνυμίου Μακεδονία», στον τ. του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο  (Αθήνα 2008).

[2] Κωνσταντίνος Κατσάνος, «Η Μακεδονία των Σέρβων 1870-194», στον τ. Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις (Αθήνα 2008), σ. 220

[3] Η Εσωτερική Μακεδονική-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση VMRO ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη από μια ομάδα νεαρών επαναστατών από τη Μακεδονία. Η αριστερή πτέρυγα της οργάνωσης θεωρείται ότι υποστήριζε τη δημιουργία αυτόνομου μακεδονικού κράτους, πράγμα που εκδηλώθηκε φανερά μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν (βλ. Κων/νος Κατσάνος, ο.π, σ.  245). Η οργάνωση ήταν οργανωμένη σε ομάδες ενόπλων (Τσέτες), αποτελούμενες από 10-15 μέλη Τσέτνικς ή Κομίτας. (πρβλ. Gerolymatos,AndreΣυγκρούσεις στα Βαλκάνια (Αθήνα 2008)

[4] Ιωάννης Ταρνανίδης, Στα Βόρεια της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη 1992), σ. 100

[5] Το Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας έδειξε την ίδια «ευελιξία», όπως δείχνει το σύμφωνο Τίτο-Δημητρόφ στην αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας (βλ. Vemund Aarbakke, «Η θέση  της Μακεδονίας στη σύγχρονη βουλγαρική ιστορία», στο Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο, ο. π., σ. 255. Την ίδια σκοπιμότητα επέδειξαν και οι Έλληνες στο σύμφωνο Πολίτη-Καλφώφ στο οποίο αναγνωριζόταν βουλγαρικότητα της Μακεδονίας και στην αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας από το ΚΚΕ το 1924 και 1947. (πρβλ. επίσης Σταύρος Λυγερός, Εν ονόματι της Μακεδονίας (Αθήνα 2008), σ. 29

[6] Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίο – Δράση 1959-1990 (Θεσσαλονίκη 2007), σ. 356

[7] Αυτόθι 363

[8] Οι αποφάσεις προσκρούουν στους κανόνες 31ο, 34ο, 39, των Αγίων Αποστόλων, στους 18ο και 30ου της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και στον 31ο  και 17ος της εν Τρούλω Πενθέκτης, στον 15ο της Α΄ Οικουμενικής και στον 16οτης Συνόδου Αντιοχείας . (βλ. Γ. Ν. Λόη, ο.π., σ. 376

[9] Σε επιστολή του προς τον Επίσκοπο Αμερικής εκθέτει με σαφήνεια τη στάση του λέγοντας ότι: «Οι αποφάσεις που λήφθηκαν στην Αχρίδα μας έθεσαν ενώπιον διλήμματος ή να εφαρμόσουμε τα αυστηρά κανονικά μέτρα και να εμβαθύνουμε την ανοιχτή αυτή διαμάχη μέχρι τη οριστική ρήξη ή να αποδεχθούμε την αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας και να περισώσουμε ό,τι μπορεί να περισωθεί» (DSlijepcevicIstorija s.p.c, στο Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, ο.π., σ. 382)

[10] Αυτόθι, σ. 400

[11] Γ. Ν. Λόη ο.π., σ. 427

[12] Αθανάσιος Αγγελόπουλος, «Το εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της βορείου Μακεδονίας από του 1913 μέχρι σήμερον», Μακεδονικά, 15 (Θεσσαλονίκη 1975), σ. 37, πρβλ. επίσης Ν. Ντάλντας, Ορθόδοξη Διασπορά στη Δύση (Πάτρα 2001), σ. 25-31, επίσης Γ.Ν.Λόη, «Ο αντίκτυπος της ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) στο πριγκιπάτο της Σερβίας», περ. Εκκλησιολόγος, τευχ. Οκτ.- Νοεμ., σ. 10.

πηγή: Aντίφωνο