Παναγιώτης Κονδύλης:μια διαδρομή. του Γιώργου Καραμπελιά.

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ.

Στο βιβλίο του ο Γιώργος καραμπελιάς παρουσιάζει διαγραμματικά τη σχέση του Παναγιώτη Κονδύλη με τη νεότερη πνευματική και πολιτική ζωή.

Δεν πρόκειται για μια αποτίμηση της συνολικής θεωρητικής παραγωγής του αλλά το σχεδίασμα μιας ιστορίας της φιλοσοφικής, ιδεολογικής και πολιτικής συμβολής του στην «ελληνική» πραγματικότητα.

Όπως θα φανεί ο Κονδύλης απογοητεύτηκε από το πείραμα του σοσιαλισμού και την απομάγευση της επαναστατικής ουτοπίας που το συνόδευε.

Αυτή η απομάγευση θα ολοκληρωθεί με το σοκ που θα επιφέρει η έλευση της δικτατορίας το 1967, που θα θέσει τέλος στην πολιτιστική και πνευματική άνθηση της δεκαετίας του 1960.

Στη διάρκεια της δεκαετίας 1970 και 1980 παράλληλα με τις μελέτες του για τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, θα διαμορφώσει μια «κονδυλική» ανθρωπολογία και οντολογία η οποία διατυπώνεται διαγραμματικά στο βασικό θεωρητικό του εγχειρίδιο «Ισχύς και απόφαση».

Για τον Κονδύλη, η φύση του ανθρώπου παραμένει αναλλοίωτη όπως την έχουν περιγράψει ήδη ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλλι ή και ο Χόμπς: βασικό του κίνητρο είναι η επιβεβαίωση της ισχύος, ατομικά ή συλλογικά, και πάνω σε αυτό ορθώνονται όλες οι ιδεολογίες  και οι κοινωνικές κατασκευές.

Στη δεκαετία του ’90 θα γίνει γνωστός με τα έργα του για τη γεωπολιτική, τον πόλεμο και τη μοίρα του ελληνισμού.

Σε αντίθεση με την αφετηριακή του στάση, της «απομάκρυνσης από τα πολιτικά τεκταινόμενα» θα αρχίσει να εμπλέκεται σταδιακώς στις εγχώριες πολιτικές αντιπαραθέσεις, με αποτέλεσμα οι φιλοσοφικές καταβολές του έργου του να ξεχαστούν εν μέρει, ή να αγνοούνται εν πολλοίς.

Σ αυτή τη νέα περίοδο, καταδεικνύει την αυξανόμενη σημασία του έθνους-κράτους, σε μια εποχή επίτασης των πλανητικών συγκρούσεων και εισόδου των Ελλήνων σε μια κρίσιμη περίοδο της ιστορίας τους.

Η θεωρητική του απομάκρυνση από τις κανονιστικές ιδεολογίες είχε λειτουργήσει ως όχημα για μια «ψυχρή», αποστασιοποιημένη και περισσότερο αντικειμενική θεώρηση των διεθνών σχέσεων και της θέσης του ελληνικού έθνους- κράτους στον κόσμο.

Αυτές οι νέες τοποθετήσεις του προκάλεσαν έντονες συζητήσεις, καθώς έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την κυρίαρχη, στην ελληνική ιδεολογία της εποχής, εξύμνηση της παγκοσμιοποίησης και της απομείωσης του ρόλου των εθνών.

Έτσι, ενώ μέχρι τη δεκαετία του ’80 γινόταν αποδεκτός από το προοδευτικό και «εκσυγχρονιστικό» πνευματικό κατεστημένο, ως ένας αναγνωρισμένος φιλόσοφος στη… Γερμανία, έστω και αιρετικός, τώρα, πια έμπαινε σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, ιδιαίτερα μετά το «Επίμετρό» του στη Θεωρία του Πολέμου, που αφορούσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις όπου και υποστήριζε ότι η Ελλάδα είτε θα αντιταχθεί στον τουρκικό επεκτατισμό είτε θα υποταχθεί τελεσίδικα σ αυτόν.

Αυτή η νέα τροπή στις αντιλήψεις και τα ενδιαφέροντά του δεν θα μπορούσε να είναι άμοιρη ιδεολογικών και θεωρητικών συνεπειών στην ίδια του την προβληματική.

Ως προς τη σχέση του με την Ελλάδα, αντιλαμβάνεται, πλέον, τον εαυτό του ως οργανικό μέρος του ελληνισμού, τάσσεται υπέρ του ενδογενούς εκσυγχρονισμού και εγκαταλείπει οριστικά τη «διεθνιστική» ευαισθησία των ιδεολογικών καταβολών του στον εθνομηδενιστικό «κριτικό μαρξισμό».

Την ίδια περίοδο, όπως διακρίνει ο Καραμπελιάς, έχουμε τις απαρχές μια εγκατάλειψης της απόλυτης «αξιολογικής ουδετερότητας», η οποία συνδέεται γενετικά με τη σταδιακή μεταβολή των απόψεών του ως προς το Δέον.

Το κονδυλικό Δέον της αναζήτησης  της … αξιολογικής ουδετερότητας παραχωρεί σταδιακώς τη θέση του σε ένα διαφορετικό πρόταγμα, εκείνο της «σωτηρίας της πατρίδας», που ενυπήρχε στη σκέψη του τουλάχιστον από την εποχή της «Εισαγωγής» στο Μακιαβέλι, στα 1970-1971.

Ο Κονδύλης, ήδη από τη δεκαετία του ’70, έχει μια διαρκή παρουσία και στην ελληνική πνευματική ζωή, αρχικώς με τη σειρά των μεταφράσεών του και την έκδοση των βιβλίων του, ενώ από τη δεκαετία του ’90 αρχίζει, πλέον, να αναμιγνύεται πιο ενεργά στην ελληνική ιδεολογική συζήτηση.

 Ο Καραμπελιάς, για να γράψει αυτό το βιβλίο δεν αφορμάται από μια διάθεση αγιογραφικού χαρακτήρα.

Αντιθέτως, είναι πολλές οι στιγμές στη ζωή και την πνευματική παραγωγή του Κονδύλη στις οποίες ο συγγραφέας στέκεται κριτικά.

Θεωρεί, δε, πως η διαδρομή του Κονδύλη εντάσσεται στις πνευματικές περιπέτειες μιας ολόκληρης γενιάς.

Τα βασικά σημεία των αντιρρήσεων του Καραμπελιά είναι δύο:

Το πρώτο αφορά τη διαφωνία του Καραμπελιά για την αντίληψη του Κονδύλη περί απόλυτης διαφοροποίησης Είναι και Δέοντος και μιας πλήρους αξιολογικής ουδετερότητας.

Η θέση αυτή, πάντα κατά τον Καραμπελιά, πέραν του ότι είναι ανθρωπίνως ανέφικτη, συμμερίζεται το – κατά Καραμπελιά πάντα- ψευδές μαρξιστικό σχήμα του απόλυτου διαχωρισμού «επιστήμης και ιδεολογίας», που συνιστά και το θεμέλιο του μαρξιστικού θεωρητικού ολοκληρωτισμού.

Αυτή η θέση του Κονδύλη του επέτρεψε να θεμελιώσει θεωρητικά την αποχή του από τους θεσμούς του συστήματος και να έρθει σε ρήξη με τα κυρίαρχα σχήματα της «θεωρίας της επικοινωνίας» και της «δικαιοσύνης».

Το δεύτερο σημείο στο οποίο ο Καραμπελιάς ασκεί κριτική στον Κονδύλη, και μάλιστα εντονότερη, αφορά στα κείμενά του της δεκαετίας του 1980 (από το 1981- 1990) σχετικά με την νεότερη ελληνική ιστορία και κοινωνία.

Σ αυτά, όπως επισημαίνει ο Καραμπελιάς παραμένουν ακόμη κυρίαρχα τα μαρξιστικά ιδεολογήματα σχετικά με το έθνος και το εθνικό ζήτημα που στην περίπτωση του Ανατολικού ζητήματος και της Ελλάδας οι απόψεις των Μάρξ και Ένγκελς ήταν «ανθελληνικές». Ίσως και ρατσιστικές, θα πρόσθετα.

Ο Καραμπελιάς λέει πως προφανώς συνέχιζαν να επηρεάζουν τον Κονδύλη οι εθνομηδενιστικές παράμετροι εκείνης της κριτικής στο σοβιετικό μαρξισμό και την ελληνική αριστερά, την οποία είχε κάποτε συμμεριστεί.

Προσεγγίζοντας με κριτική διάθεση αυτές τις απόψεις του Κονδύλη ο Καραμπελιάς, όπως ομολογεί, το κάνει  και με τη μορφή μιας αυτοκριτικής θεώρησης της πρώιμης μεταπολιτευτικής ιδεολογίας η οποία, στην επιθυμία της να διαχωριστεί από την ελληνοχριστιανική ιδεολογία που είχε επιβάλλει η εμφυλιοπολεμική Δεξιά και η χούντα, υιοθέτησε μια ηροστράτεια λογική απόρριψης τόσο της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού όσο και της αδιάρρηκτης σύζευξης μεταξύ του νεότερου ελληνισμού και της ορθοδοξίας.

Η ιδεολογία αυτή μετά το 1990 θα μεταβληθεί οριστικά σε συνηγορία της παγκοσμιοποίησης και σε ιδεολογικό προπέτασμα της ενσωμάτωσης– υλικής και πνευματικής- στους μηχανισμούς της.

Προς τιμήν του ο Κονδύλης, όχι μόνο δεν θα ακολουθήσει το μεγαλύτερο μέρος της συστημικής Αριστεράς σ αυτήν την πορεία αλλά θα ανακρούσει πρύμναν και θα ταξιδέψει αντίθετα στο ρεύμα, ασκώντας μια έμπρακτη αυτοκριτική στις  παλαιότερες απόψεις του και ολοκληρώνοντας τη μέχρι τότε ανολοκλήρωτη ρήξη του με τον «ελληνικό μαρξισμό».

Τελικώς,  αναρωτιέται ο Καραμπελιάς, μέσα στη γενικευμένη παρακμή του νεότερου ελληνισμού ο Παναγιώτης Κονδύλης αποτελεί άραγε έναν οδοδείκτη που καταδεικνύει ίσως κάποιες «κρυμμένες» δυνατότητές μας ή μήπως, όπως πιθανώς θα έλεγε ο ίδιος στην αξιολογικά «ουδέτερη» οπτική του συνιστά μια έκφανση του τέλους– στο κύκνειο άσμα ενός άλλοτε μεγάλου πολιτισμού;

Ο Παναγιώτης Κονδύλης έρχεται αναμφισβήτητα να προστεθεί στον Κώστα Παπαϊωάννου και τον Κορνήλιο Καστοριάδη που στην αμέσως προηγούμενη γενιά ανέδειξαν από την πλευρά τους αυτές τις δυνατότητες.

Αυτό στάθηκε δυνατόν γιατί σε μεγάλο βαθμό –δυστυχώς- έζησαν, έδρασαν και αναγνωρίστηκαν,  εκτός Ελλάδος γεγονός που υπογραμμίζει αφενός την ασφυκτική μετριοκρατία που πνίγει την ελληνική πνευματική ζωή και αφετέρου το απαραίτητο συμπλήρωμά της, τον μιμητικό παρασιτισμό.

Τίποτε συμβολικότερο, εξάλλου, από την αρχική απόρριψη της υποψηφιότητάς του από τη φιλοσοφική σχολή Αθηνών.

Ο Κονδύλης, όπως και ο Καστοριάδης αλλά και ο Παπαϊωάννου, πέρα από την αδιαμφισβήτητη αξία του έργου τους, μπόρεσαν να γίνουν ευρύτερα γνωστοί και να επηρεάσουν την ελληνική πνευματική σκέψη επειδή είχαν ήδη καταξιωθεί εκτός Ελλάδας, ο Κονδύλης στη Γερμανία και οι άλλοι δύο στη Γαλλία.

Μέσα από έναν νοερό διάλογο με τη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη, ο Καραμπελιάς επιχείρησε στο βιβλίο του μια περιοδολόγηση της θεωρητικής και ιδεολογικής διαδρομής του εντάσσοντάς τον στο γενικότερο ιδεολογικό-πολιτικό πλαίσιο και τις ιστορικές εξελίξεις που σημάδεψαν την εποχή του και τη γενιά του.

Διότι ο συνήθης τρόπος με τον οποίο, μέχρι σήμερα, έχει αντιμετωπιστεί η πνευματική του διαδρομή είναι- θα έλεγε ο ίδιος- ιδεαλιστική και όχι ιστορικο- υλιστική» μια και αντιμετωπίζεται αποκομμένη από το περιβάλλον στο οποίο εξελίχθηκε.

Ο ίδιος ο Κονδύλης δεν έχει προβεί σε κάποιον ιστορικο- κριτικό αναστοχασμό της διαδρομής του, δεν έχει επισημάνει τις ορατές δια γυμνού οφθαλμού διαδοχικές ρήξεις του, περιοριζόμενος στην έκθεση, κάθε φορά με επάρκεια, των θέσεών του- ίσως γιατί χάθηκε αρκετά νέος.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘60

Ο Καραμπελιάς πιστεύει πως η πνευματική πορεία του Παναγιώτη Κονδύλη, παρότι υπήρξε ενική, μοναδική – και μάλιστα σε υψηλό βαθμό- εντάσσεται ταυτόχρονα στην πορεία ενός ευρύτερου ιδεολογικού χώρου και μιας «γενιάς».

Αποτελεί έτσι μια ψηφίδα στη μελέτη και την αποτίμηση της παρουσίας της λεγόμενης «γενιάς του ‘60» που τόσο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, ταυτίστηκε με μια κυριολεκτική πολιτισμική επανάσταση.

Στην Ελλάδα, εκτός από τα άλλα σηματοδοτεί και μια πρώτη μεγάλη ρήξη με τα εμφυλιοπολεμικά στερεότυπα κατ εξοχήν δε, στο χώρο της αριστεράς, με τα ίδια τα στερεότυπα του μαρξισμού και της μαρξιστικής -λενινιστικής  σωτηριολογίας.

Οι νεώτεροι ερευνητές , μελετητές και αναγνώστες του έργου του δεν έχουν βιώσει τη διαδικασία που καθόρισε την εξέλιξη της σκέψης του Κονδύλη, προέρχονται, δε από διαφορετικά περιβάλλοντα, εν πολλοίς ασύνδετα ή με μικρή συνάφεια μεταξύ τους:

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ακαδημαϊκούς που μελετούν τη φιλοσοφική σκέψη του (και όχι την εξέλιξη της διαδρομής της)

 και στη δεύτερη ακαδημαϊκούς αλλά και πολίτες και πολιτικούς επικεντρωμένους στα ύστερα έργα του της γεωπολιτικής ανάλυσης και της επισήμανσης των κινδύνων ιστορικής ενδόρρηξης του ελληνικού έθνους.

Συνήθως δε, απουσιάζει εντελώς, εκτός από ελάχιστες σχετικές αναφορές, η τρίτη ουσιώδης παράμετρος της διαδρομής και της συγκρότησής του, ιδιαίτερα κατά τα νεανικά του χρόνια:

οι ιδεολογικές και πολιτικές του συνάφειες με μια ριζική, εξ αριστερών, κριτική του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του ίδιου του Μάρξ, καθώς και οι επαφές του με τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς από τα μαθητικά του χρόνια μέχρι, τουλάχιστον, τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αν όχι και μέχρι το τέλος της ζωής του.

Σε ό,τι αφορά στη γενιά του ’60 η συνάφεια ανάμεσα σ αυτές τις τρείς παραμέτρους,

-τη γενικότερη φιλοσοφικο- πολιτισμική,

-την «πατριωτική- αντιιμπεριαλιστική»

-και την πολιτική- ιδεολογική αμφισβήτηση ,

υπήρξε καθοριστική– ίσως για τελευταία φορά στη σύγχρονη Ελλάδα.

[Εδώ διαφωνώ με το συγγραφέα. Η τελευταία φορά ίσως είναι της δικής μου γενιάς αν και τελευταία φορά ποτέ δεν υπάρχει.]

Σ αυτήν, δηλαδή, στη γενιά του ’60 συναντώνται κατά Καραμπελιά τα μεγάλα ρεύματα της παγκόσμιας αμφισβήτησης και της πλανητικής αλλαγής κοινωνικού, ιδεολογικού αν όχι και ανθρωπολογικού υποδείγματος, της μετάβασης σε ένα νέο παγκόσμιο «παράδειγμα», εκείνο του κοινωνικού κράτους και του καταναλωτικού «σοσιαλ-καπιταλισμού».

Μια εποχή καταιγιστικών οικονομικο-κοινωνικών αλλαγών στην ίδια την Ελλάδα με την παράλληλη κρίση του μετεμφυλιακού καθεστώτος και την έξαρση του αντιιμπεριαλιστικού- πατριωτικού αισθήματος, με αφετηρία την Κύπρο και το νέο αντι-αμερικανισμό της εποχής.

Ο εικονοκλαστικός και ρηξικέλευθος χαρακτήρας της θα αποτυπωθεί σε μορφές όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Χρήστος Γιανναράς και ο Στέλιος Ράμφος ή ο Παναγιώτης Κονδύλης καθώς και πολλοί άλλοι (εγώ θα πρόσθετα το συγγραφέα του πονήματος Γιώργο Καραμπελιά) ενώ οι νεότεροι θα επηρεαστούν περισσότερο από τις μυλόπετρες της δικτατορίας.

Αν η γενιά του ’30 προσπάθησε να εσωτερικοποιήσει στο ελλαδικό έθνος- κράτος τον τελεσίδικα συρρικνωμένο αλλά παλλόμενο ακόμα οικουμενικό ελληνισμό,

η γενιά του ’60 θα επιχειρήσει να υπερβεί το διχασμό του εμφυλίου και να εντάξει την Ελλάδα στο σύγχρονο κόσμο, συγκρατώντας, ταυτόχρονα, την ελληνική ιδιοπροσωπία.

Οι νεώτερες γενιές, μετά το 1980, έζησαν σε μια εποχή όπου όχι μόνο το «μεγάλο όραμα» έχει καταρρεύσει αλλά το νέο υπόδειγμα έχει ήδη εδραιωθεί και οι διαφορετικές κατευθύνσεις του προβληματισμού και των ενδιαφερόντων, φιλοσοφικοθεωρητικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές, οικονομικο-κοινωνικού χαρακτήρα εμφανίζονται διαχωρισμένες.

Η γενιά του ’60 υπήρξε απλώς, η τελευταία, και κατά συνέπεια μεταβατική γενιά αυτού του παλαιού τύπου του Έλληνα ανθρώπου, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Μίκης θεοδωράκης, ο Νίκος Σβορώνος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Νίκος Ψυρούκης και η πρώτη όπου στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής, η παλιά ενότητα διαρρηγνύεται.

Γι αυτό στην πραγματικότητα υπήρξε και πιο αντιφατική.

Εξάλλου, στην ελληνική περίπτωση, αυτή η μεγάλη πολιτισμική και ιδεολογική επανάσταση θα ανακοπεί σε μεγάλο βαθμό από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.

Η δικτατορία θα ενεργοποιήσει και πάλι τους έντονους διαχωρισμούς και διαφορισμούς  Αριστεράς και Δεξιάς, προκαλώντας μια μετατόπιση και κάποτε μια ανάσχεση των προβληματισμών που είχαν ήδη εγκαινιαστεί στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και θα διασπάσει τη σχετική ενότητα του ανθρωπολογικού «υλικού» αυτής της δεκαετίας.

Η επόμενη γενιά, εκείνη του ’70-80, θα επιστρέψει εν πολλοίς στα εμφυλιοπολεμικά πρότυπα, έστω και «νερωμένα» με τη μεταπολιτευτική αμετροέπεια (αντάρτικα και καριέρα).

Γι αυτούς τους δομικούς και συγκυριακούς λόγους παρατηρούνται και τα μεγάλα άλματα, οι οπισθοδρομήσεις, οι ιδεολογικές ανατροπές, ενίοτε από τη μια άκρη του φάσματος στην άλλη.

Από το μαρξισμό και τον αντικληρικαλισμό στην ορθοδοξία και από τον εθνοκεντρισμό στον εθνομηδενισμό και τανάπαλιν.

Τέτοια ήταν και η πορεία του Παναγιώτη Κονδύλη

από τη ρήξη με το μαρξισμό, στη δεκαετία του ’60,

στο ριζικό σκεπτικισμό και τον αποδομισμό της δεκαετίας του ’80

και στην πατριωτική προτεραιότητα της δεκαετίας του 1990.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα