Δημήτρης Λιαντίνης – “Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου”.[βιντεο]

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Δημοσιεύτηκε στις 27 Ιαν 2011

Ολόκληρη η διάλεξη του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη στην Σχολή Εφαρμογών Υγειονομικού του 401 Σ.Ν, με τίτλο “Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου”. (Εδώ με αγγλικούς υπότιτλουςhttps://youtu.be/KuglHhTBpks )

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. ΤΑΫΓΕΤΟΣ(έκπληκτος): Ορώ τό πτώμα˙ άλλος κανείς(πού νά ορά);

    Μαρτυρία χρήστη ΜΜΕ:

    Καί πού δεν πήγε…
    τί πανεπιστήμιο, τί ακαδημία, τί αμφιθέατρο μέ μπλούζες καί στολές, τί αγάλματα μέ φίλους,
    αυτοί ντίπ!

    Μπρός γκρεμός, λοιπόν(στόν Ταΰγετο τού Καιάδα τών Σπαρτιατών μέν,
    τού Νικηφόρου Βρετάκου δέ) καί πίσω… φίλοι, καί δέν τού ‘μενε παρά…
    νά βάλει τή λιτότητα στό γράμμα,
    νά μαζέψει τά πέδιλα τού σκί,
    νά φορέσει τ’ ολομέταξο μπουφανάκι,
    νά βγάλει τ’ αυτοκίνητο τής γυναίκας του αφ’ τό γκαράζ, σάν τζέντλεμαν
    κι αφού βεβαιωθεί ότι εκείνη έφυγε,

    νά πάρει τήν ΜπεΕμΒε του γιά τήν τελική διαδρομή: Κηφισιά-Σπάρτη one way.
    Τό σχέδιο «κουλτούρα νά φύγουμε(στήν κυριολεξία σσ)» έμπαινε στό final countdown.
    Οί δύο γυναίκες πού άφηνε πίσω του, σέ λίγο θά πέφτανε ξερές,
    καθώς θά διάβαζαν στό γράμμα: «έζησα έρημος…» καί θά ‘τρωγαν κατακέφαλα τό:
    «Η Ζωή έν Τάφω». Άλλωστε
    «η αλήθεια έναντι θανάτου δίδεται μόνον» κορίτσια.

    Έσφιξε νευρικά τό τιμόνι.
    Αυτό το στιχάκι τού ‘κανε κακό, σάν τό θυμόταν.
    Αυτός, ένας στιβαρός μελετητής τού θανάτου, καί νά τού τρέχουνε τά σάλια μπροστά σέ
    έξη λεξούλες πού ‘βαλε στή σειρά εκείνος ό Αλήτης μέ τό σταυρουδάκι τού ήλιου στό λαιμό!

    Πάτησε νευρικά τό γκάζι κι άφησε τόν αέρα του στό ζευγαράκι μέ τή μηχανή.
    Ήταν κάτι τέτοιες ατέλειες αυτού τού κόσμου πού ένιωθε νά τόν προσβάλλουν
    από τά νιάτα του, ακόμη.
    Τό ‘βλεπε καθαρά από τότε,
    κάποια πράγματα βρίσκονταν σέ λάθος μεριά, όπως καληώρα˙
    μπορούσε νά τό αποοδείξει μπροστά στή Σύγκλητο, στόν Άρειο Πάγο, πώς ήταν
    ό νόμιμος ιδιοκτήτης αυτής τής φράσης.
    Ήξεραν αυτοί πώς, βήμα-βήμα, ολόκληρη τή ζωή του, στό θάνατο τήν αφιέρωσε˙
    κι έτσι θά ‘βαζαν επιτέλους κάποια τάξη,
    στέλνοντας τόν παρείσακτο εξορία -αλάθευτα- κάπου στό Αιγαίο.
    Αλλού ήτανε τά μέρη τά δικά του.

    Άνοιξε τό παράθυρο.
    Τό «αυλάκι» είχε μείνει πίσω ου όπως καί η μαγαρισμένη χώρα. Ανάσανε βαθιά τόν αέρα
    τής προγονικής επικράτειας, αλλά αυτό δέν τόν έκανε νά νιώσει καλύτερα.
    Η σκέψη πώς ό Άρειος Πάγος δέν ήταν πιά ισχυρός καί όρθιος σάν στύλος καί σάν στέμμα,
    μαύρος πές,
    τού ‘φερνε δυσθυμία.
    Νά δείς πού στό τέλος θά ‘μενε μέ τήν BMW καί τά καλοστοιβαγμένα κούτσουρα.
    Καί τί νά πείς στούς Γερμανούς καί τί νά τούς δείξεις. Αυτοί τέτοια έχουν μπόλικα.
    Άσε πού έχουνε καί τόν Φαράντο νά διδάσκει τά τρισέγγονα τού Νίτσε, Φιλοσοφία. Αλλά
    αυτό ειδικά, τού τό ‘χανε ξεκαθαρίσει οί Γερμανοί από παλιά.
    «Άκου νά δείς», τού ‘πανε, «μπροστά στόν καθηγητή Φιλοσοφίας κ. Γεώργιο Φαράντο,
    εσύ πρέπει νά αυτοκτονήσεις!
    Επειδή όμως δέν σού βγαίνουνε οί ολυμπιάδες πού είσαι χρεωμένος, εμείς θά τόν κρατήσουμε
    στή Γερμανία τόν Φαράντο -πού είναι καί αναρχοτρομοκράτης- νά τόν φυλάμε, καί
    τά παιδιά τών παλιοπατεράδων τους πού δέν μάς άφησαν νά χαρούμε Ελλάδα στήν κατοχή,
    τότε πού τόν ζούσαμε τόν τουρισμό μέ παραδοσιακό γερμανικό τρόπο, θά τ’ αναλάβεις εσύ.
    Έχουμε λοιπόν καί λέμε:
    τέσσερα χρόνια η ολυμπιάδα, μέ τό δεκατέσσερα, μάς κάνει πενηνταέξη,
    τότε θά ‘ρθουμε νά σέ πάρουμε κι όσο γιά τόν Φαράντο, ξέχνα τον. Εδώ μιά Μερκούρη
    δέν ήξερε τί νά τόν κάνει, από τόν ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ καί τήν ΑΙΧΜΗ περίμενες;
    Όπου ανοίγει ένα «Φρίντριχ Έμπερτ»
    κάποιος πρέπει νά διδάξει( π.χ. έν τώ Αθήνησι, τή Μαρασλίω κλπ) Τευτονικές Αξίες, Θάνατο, δηλα δή!».
    Ετσι είπανε οί Γερμανοί καί φύγανε.

    Από τότε πέρασαν χρόνια
    μές στίς κατάμεστες αίθουσες καί τ’ αμφιθέατρα τού πανεπιστήμιου καί τής Ακαδημίας,
    εκεί όπου όλοι γνώριζαν υποθέτοντας ή υπέθεταν γνωρίζοντας, ίδιοι θανατοποινίτες, πές, πώς
    Αυτός Ιερουργούσε! Αυτός,
    ό Μέγας Αρχάγγελος τού Ερέβους μέ τή Ρομφαία τής Διδαχής.
    Σήμερα ήταν η Μέρα τής προηγούμενης Νύχτας,
    η μέρα πού ήρθαν οί Γερμανοί γιά νά τόν πάρουν
    -στά πενηνταέξη του, πιά-
    σ’ αυτούς έτρεχε τώρα.
    Έχοντας επιτελέσει ΤΟ ΧΡΕΟΣ, άφηνε πίσω του τή ζωή «…σάν μιά ξένη φορτική».
    Τή βιάση του τήν αισθάνονταν τά λάστιχα τής BMW στίς στροφές τού δρόμου.

    Ένα ήταν βέβαιο˙ μέ τούς Γερμανούς έπρεπε νά είναι κανείς Εγγλέζος!
    Όλα τά είχε μέ τάξη κανονίσει στήν εντέλεια: ό χρόνος,ό τόπος, τό μέσον! Χαμογέλασε˙
    «γνωστής ούσης τής ευσπλαχνίας τού μαζανθρώπου» σκέφτηκε,
    ό ταξιτζής πού θά τόν μετέφερε στό σημείο ήταν καταδικασμένος νά τόν ρωτήσει:
    «μά έτσι μόνος σου βρέ παιδί μου, μές στήν ερημιά;».
    «Όχι ακριβώς, περιμένω κάτι Γερμανούς», θά τού απαντούσε, καί γέλασε γιά τά καλά!
    Η εύγλωττη απορία πού θά γεννιόταν στά μάτια τού ανθρωπάκου, ένα μόνο περιεχόμενο θά μπορούσε νά έχει˙ «Γερμανοί εδώ πάνω; Αυτοί τραβούν γιά τή Μάνη!».
    Πώς νά χωρέσει, σκέφτηκε, αυτή η θανάσιμη κι ερωτική(μ’ αυτή τή σειρά) κι αόρατη σύναξη
    στό αδύναμο μυαλό τού κοσμάκη; Πάτησε κι άλλο τό γκάζι.

    Ένιωσε νά κρυώνει.
    Έκλεισε ό παράθυρο κι έφερε στό βίντεο τής σκέψης του τό αγαπημένο του τοπίο.
    Έρημος άνυδρη καί καυτή καί, στή μέση τού πουθενά, η Μεγάλη Πυραμίδα!
    Όγκος συντριπτικός, κι αυτός καθισμένος στήν κορφή της,
    νά ελέγχει τό τέλειο αλφάδιασμα τών αγκωναριών.
    Εδώ πάνω μπορούσε νά ζεσταθεί η ψυχή του! «Είμαι μόνος καί είμαι ό δολοφόνος», σκέφτηκε
    κι όχι «…φοβάμαι μή τό στρέψω στόν ίδιο τόν εαυτό μου».
    Αυτός ήτανε Σπαρτιάτης τών έργων, όχι «λαπάς»!
    Τώρα θά τούς έδειχνε τί πάει νά πεί
    «…έτσι πού Μήτσο νά γυρεύουν καί Μήτσο νά μή βρίσκουν». Βέβαια,
    η μνήμη τού μέλλοντός του τού ‘παιξε μακάβριο παιχνίδι, καθώς σκέφτονταν τά συνεργεία
    πού θά τόν ψάχναν˙ τούς φαντάστηκε πρός στιγμήν νά στέκονται μπροστά στά κόκκαλα
    τών δύο χιλιάδων σφαγιασθέντων καί καταβαραθρωθέντων εντός τού σπηλαίου τού Καιάδα
    -υπό τών ευκλεών Σπαρτιατών-
    ειλώτων.
    Όμως κάτι τέτοιο δέν θά ήταν παρά «καβαφική ειρωνεία»
    καί πώς νά τό συλλάβουν αυτό οί νόες τών μπαμπουΐνων εβραιοχριστιανών!
    Ένιωσε κουβάδες παγωμένο νερό νά περιχύνουν τή ραχοκοκκαλιά του˙ άναψε τό καλοριφέρ.

    Έφερε στό νού του ένα παιδί πού τού είχε πεί κάποτε:
    «μ’ αρέσει ό Παρθενώνας γιατί μπορείς νά παίζεις κυνηγητό στά σκαλοπάτια του καί γύρω-γύρω
    στίς κολώνες του, πού ακουμπούν οί ανθρώποι καί κουβεντιάζουν».
    «…ότε δέ γέγονα ανήρ, κατήργηκα τά τού νηπίου», θυμήθηκε.
    Σ’ αυτό τόν εύρισκε σύμφωνο ό εβραιοχριστιανός! Ένιωσε πάλι νά κρυώνει. Καταντούσε εκνευριστικό αυτό τό dt μεταξύ ζεστού καί κρύου.
    Έπρεπε νά βιαστεί! Άλλωστε ό Ταΰγετος είχε ήδη φανεί.

    Τόν περίμεναν οί Γερμανοί εκεί,
    όπως άλλοτε τό νεαρό Σακκά στό χημείο τής γερμανικής Σχολής.
    Λίγοι ήταν, αλλά μαζεύονταν˙
    «μέ τό δικαίωμά των νά ‘ναι πολίτες είς τών Γερμανών τήν πόλι»
    τού φάνηκε νά σχηματίστηκε μέσα στό μυαλό του
    κι έσκυψε νά βεβαιωθεί πώς τό φιαλίδιο μέ τό υδροκυάνιο ήταν στό ντουλαπάκι .-

    ΥΓ
    2009, ήτανε;

    ό afantos βγήκε τότε από τό «σπιρτόκουτο»,
    οπού ‘ταν εθελοδούλως έγκλειστος μέ τόν πατροκτόνο,
    γιά έναν τίμιο λόγο,
    σύντομα όμως πέσαν πάνω του τά συμπαρομαρτούντα τού βρετανικού διαβατηρίου του
    καί τόν αφάνησαν…

Leave a Reply to τό πνεύμα τού aspic Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα