Ο Μέγας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στην πορεία του προς την Σογδιανή !

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Διηγήματα των Ουζμπέκων (Σογδιανή – Βακτριανή) για τον Μέγα Αλέξανδρο

Τασκένδη 1974 : Εκδοση στα Ρώσικα

1η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ στα Ελληνικά

 Συγγραφέας: ΓΙΑΒΝΤΑΤ ΙΛΙΑΣΟΦ – Ουζμπεκιστάν, 1974

Μετάφραση από το αρχικό : ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΜΠΟΖΟΒΙΤΗΣ

Επιμέλεια : Αλέξανδρου ΤΖΙΟΛΑ

1ο ΔΙΗΓΗΜΑ

To τέλος του ΔΑΡΕΙΟΥ του Κοδομανού

Θυμάσαι την αφήγηση, πως σκοτώθηκε ο Δαρείος,

Στερήθηκε το θρόνο, τη δόξα και τα πλούτη;

Από τα σπαθιά των οικείων του σκοτώθηκε.

Έπεσε, αιματοβαμμένος.

Τζακί, «Βιβλίο της σοφίας του Ισκαντέρ»

Ο Βαραχράνης τράβηξε από τον ώμο του το μάλλινο ταγάρι, το άφησε – σωστότερα του έπεσε και ο ίδιος ξάπλωσε αμέσως στο χορτάρι. Τα χέρια και τα πόδια του Βαραχράνη πονούσαν από την εξάντληση, σαν να κουβαλούσε από το πρωί ως το βράδυ βαριά πέτρα.

Ζαλίζονταν από την πείνα. Η γλώσσα χωρίς νερό έγινε τραχυά, σα να τη χώσανε σε χοντρή άμμο. Ο φυγάς πήρε μια μικρή ανάσα και σύρθηκε σε μια ρηχή λάκκα, που

γυάλιζε στον πυθμένα της λίμνης.

Η λάσπη γύρω από τη λάκκα είχε ξεραθεί και έσκασε οι άκρες των σκληρών γκρίζων πλακών ήταν γερμένες προς τα πάνω και γρατζούνιζαν το δέρμα στις παλάμες.

Ο Βαραχράνης έσκυψε πάνω από το νερό και τινάχθηκε πίσω – τόσο τον φόβισε η απεικόνιση του. Τόσο ακάθαρτο, γρατσουνισμένο, κοκαλιάρικο, αξύριστο, μαύρο από τον ήλιο πρόσωπο, είναι το δικό του; Ακόμα και στη Ρηγία, την καταραμένη Ρηγία, που να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα, ο Βαραχράνης έδειχνε κατά πολύ καλύτερος. Μόλις θυμήθηκε για τη Ρηγία ο φυγάς χλόμιασε, ακριβέστερα έγινε κίτρινος, σαν να είχε κόψει το πρόσωπο του από ένα κομμάτι τυρί.

Ο φυγάς σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω.

Στ’ αριστερά του, προς το Βορρά, στοιβάζονταν η μια απ’ την άλλη οι οροσειρές των άγονων κοκκινωπών βουνών. Όσο πιο μακριά, τόσο ψηλότερες γίνονταν οι οροσειρές, τόσο πιο απότομα υψώνονταν οι κορυφές τους.

Στις πλατιές διακλαδωμένες χαράδρες, που κατέβαιναν από ψηλά και κατέβαιναν στενεμένες στην κοιλάδα, ξαπλώνονταν η έρημος. Η άνοιξη ήταν στο τέλος της.

Μαράθηκαν και ξεράθηκαν στην αμμουδιά οι κόκκινες τουλίπες, το χορτάρι, που μπροστά από κάμποσο καιρό ήταν τόσο πυκνό και δροσερό, τώρα μοιάζει σαν να το

κυρίεψε η σκουριά. Θα περάσει ένας μήνας ακόμα και από τις ανοιξιάτικες ομορφιές δεν θα μείνει ούτε ίχνος, μόνο τα σαρκώδη φύλλα της πυκνής δηλητηριώδους τριχοδέσμης θα διατηρήσουν το σκουροπράσινο χρώμα τους. Την ησυχία, που κυρίευε πάνω από βουνά και την έρημο, δεν την διατάραζαν ούτε οι φωνές των βοσκών, ούτε τα γαυγίσματα των σκύλων, ούτε ακόμα το κράξιμο του αετού. Αφού πείστηκε ότι κανένας δεν τον απειλεί, ο φυγάς έπεσε με τα μελανά, σκασμένα από τη δίψα χείλη του στο ζεστό νερό. Αυτός έπινε με λαιμαργία και σταμάτησε να πίνει τότε, όταν πρήστηκε η κοιλιά του και στο λαρύγγι του παρουσιάστηκε τάση για εμετό. Ο Βαραχράνης σηκώθηκε όπως- όπως, σύρθηκε ως το ταγάρι και έφαγε κουνώντας αργά τα σαγόνια του και αναστενάζοντας βαριά, ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί. Μετά αφού μάζεψε το ταγάρι, ξάπλωσε σε μια νεροφαγιά, ξεπλυμένη από τις βροχές και αμέσως αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μετά από τρεις ώρες και χωρίς να το θέλει. Τον ξύπνησε ένας παράξενοςήχος, που ήρθε άγνωστο από που. Μαζεύτηκε κουβάρι και πάγωσε στο χαράκωμα του. Ο ήχος μεγάλωνε και όσο πιο δυνατός γινόταν, τόσο πιο δυνατά μαζευόταν ο φυγάς στο ξερό αυλάκι. Όμως βαθμιαία ο φόβος αντικαταστάθηκε με την κατάπληξη. Πίσω από τους νεκρούς λόφους, τους οποίους, θα νόμιζε κανείς ότι και τα άγρια θηρία τους αποφεύγουν για την ακατάδεχτη όψη τους, κάποιος τραγουδούσε ένα εύθυμο σκοπό. Το τραγούδι ήταν απλό:

Τη χύτρα τη βασάνισε το μαράζι

Έσπασε σε τρία κομμάτια

Το φτιάχνουμε – είναι απλό!

Όμως αν σου κόψουν το κεφάλι, δεν μπορείς να βάλεις

νέο.

Αυτό πια είναι συμφορά….

– Μήπως το πνεύμα της ερήμου ξύνει τη μαύρη του καρδιά, μουρμούρισε ο φυγάς με γκρίζα χείλη. Το άγνωστο τον στεναχωρούσε πιο πολύ από το φόβο, σαν το λύκο, που πλησιάζει το κοπάδι των προβάτων, αυτός βγήκε από το χαντάκι, έπεσε σε μια μεγάλη τούφα δάσους, που παρασύρθηκε από τον ανοιξιάτικο χείμαρρο από το τείχος της χαράδρας και έβγαλε το κεφάλι του. Πίσω από το λόφο, που φύτρωναν καχεκτικά αρμυρίκια, περνούσε ένα μπουλούκι καβαλάρηδων. Οι άγνωστοι αυτοί καβαλάρηδες ήταν ένα παράξενο θέαμα. Τα πρόσωπα τους ήταν στεγνωμένα και

σκοτεινά. Από τη σκόνη έγιναν σταχτιά τα μαντήλια που είχαν δεμένα στα κεφάλια, οι κετσεδένιοι σκούφοι και τα χάλκινα κράνη. Από τις τρύπες και τις χαραμάδες

των σχισμένων από τα μαχαίρια και κουρελιασμένους από τις οπλές χρυσαφένιους θώρακες κρέμονταν κομμάτια από τα χρωματιστάτους ρούχα. Στις ασημένιες ασπίδες είχε στεγνώσει η λάσπη. Στα πλάγια των κάρων, που ήταν στολισμένα με γαλάζιο ρουμπίνι, φαίνονταν οι τρύπες. Κάτω από τα κλειδοκόκκαλα, που έμειναν από τα πλούσια ραμμένα υποσάγματα και των μαλακών κετσεδένιων φάλαρων, διακρίνονταν τα μυτερά πλευρά των αλόγων.

Οι καβαλάρηδες βιαζόντουσαν. Με το μάτι ήταν γύρω στους εκατό ανθρώπους. Οι μισοί είχαν στρογγυλούς σκούφους, στενούς χιτώνες δεμένους στη μέση και μακρυά στενά σαλβάρια.

Η καρδιά του Βαραχράνη χτύπησε χαρούμενα- έτσι ντύνονται οι Σογδιανοί. Τα άλογα χίμηξαν λαίμαργα στο νερό, αλλά τα έδιωχναν με τα χτυπήματα των μαστιγίων.

Αλλά συνήθως πρώτα πίνουν τ’ άλογα….

Μόνο αφού ήπιαν οι ίδιοι, πότισαν και τα ζώα και τα αμόλησαν να βοσκήσουν, αφού τα περδίκλωσαν με λουριά τα μπροστινά πόδια. Μετά έκοψαν ξερά περσικά αρμυρίκια και άναψαν πέντε μεγάλες φωτιές. Όλα αυτά τα έκαναν χωρίς να προφέρουν ούτε λέξη. Μόνο ο ένας απ’ αυτούς συνέχιζε, αν και όχι τόσο φωναχτά, το τραγούδι, πως η φτωχή η χύτρα νοστάλγησε και έσπασε.

Αυτός ήταν ο ξερακιανός, λίγο καμπουριασμένος άνθρωπος μέσου αναστήματος, με παραξενιές, ταίριαζε με κάποιο τρόπο, την ενδυμασία. Στο κεφάλι του ο τραγουδιστής φορούσε ένα μαλακό σκούφο από δέρμα λεοπάρδαλης. Αυτό ήταν σημείο ένδειξης ότι καταγόταν από ανώτερη κάστα. Το πανωφόρι, που οι άκρες του

κυμάτιζαν, που κρέμονταν σχεδόν ως τις πατούσες, ήταν επίσης ραμμένο από χρωματιστά δέρματα.

Με την ασυνήθιστη ενδυμασία του ο τραγουδιστής ξεχώριζε καθαρά απ’ όλους τους άλλους που βρίσκονταν δίπλα στη λίμνη. “Ίσως να είναι Μαίδος, σκέφτηκε ο Βαραχράνης. -Αλλά γιατί τόσο φαρδύ και ευρύχωρο πανωφόρι;” Οι φύλαρχοι Ωρείτες, που είδε στη Ρηγία, φορούσαν μόνο από ένα τομάρι ασβού. Ο Βαραχράνης προσπάθησε να δει το πρόσωπο του “παρδαλού ανθρώπου”, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί ο τραγουδιστής, σαν εξεπίτηδες, συνέχεια γύριζε προς αυτόν την πλάτη.

–           Θα σωπάσεις άραγε εσύ τελικά; άκουσε ο Βαραχράνης κάποιου τη θυμωμένη φωνή. – Τι σου ήρθε και ξελαρυγγίζεσαι;

Ο Βαραχράνης είδε σ’ ένα από τα κάρα έναν άνδρα με μαλλιά ως τους ώμους, με λερωμένο κίτρινο πρόσωπο, με τσίμπλες στα μάτια, με μεγάλη μύτη και πυκνά κατσαρά γένια. Από τη φορεσιά του έμοιαζε Πέρσης. Αυτός έκανε μια απότομη κίνηση. Ακούστηκε ο κρότος από τις αλυσίδες.

–           Εγώ δεν ουρλιάζω, τον διόρθωσε ο εύθυμος τραγουδιστής. -Εγώ τραγουδώ. Και τραγουδώ γιατί αισθάνομαι στην ψυχή μου χαρά.

–           Γιατί χαίρεσαι, γιε της τέφρας, αντί να κλαις;

–  Εσύ άμα θέλεις κλάψε. Εγώ γιατί να κλάψω; Εγώ χαίρομαι γιατί γλίτωσα απ’ όλες τις συμφορές και σύντομα θα δω την πατρίδα μου.

–           Να’ σαι καταραμένος μαζί με την πατρίδα σου, ούρλιαξε εξαγριωμένος εκείνος, που καθόταν στο κάρο. Αυτός βρόντηξε ξανά τις αλυσίδες και σηκώθηκε.  – Ει, βοηθάτε με να κατέβω!

Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Τότε κάποιος άνθρωπος με μακριά περσικά φορέματα, κοιτάζοντας φοβισμένα τους γύρω, σερνόμενος πλησίασε προς το κάρο και άπλωσε το χέρι του προς το κίτρινο πρόσωπο. Βροντώντας με τα τακούνια, ο αιχμάλωτος πήδηξε στη γη και με στεναγμό έπιασε το γόνατο του.

–           Να σας καταραστεί ο Ωρομάζδης, κοπρόσκυλα!

Ακούγοντας αυτό, ένας από την παρέα, επίσης με περσικά σαλβάρια, άρπαξε το μαχαίρι και χίμηξε στον αιχμάλωτο:

–           Σκάσε, τσακάλι, γιατί θα σου κόψω τη φαρμακερή σου γλώσσα!

Ο αιχμάλωτος έβαλε μπροστά του τις παλάμες φοβισμένος και έκανε πίσω. Ο τραγουδιστής έπιασε τον επιτιθέμενο από το χέρι:

–           Ησύχασε, Βήσσο!

–           Μη προσπαθείς να με πείσεις! Εκείνος, που τον λέγανε Βήσσο, παραμέρισε απότομα τον τραγουδιστή. -Γιατί αυτός μας καταριέται και δεν καταριέται τον εαυτό του; Αυτός δεν είναι η αιτία που εγώ κατάντησα αυτός που είμαι; Αυτός δεν είναι η αιτία που εμείς από το περσινό φθινόπωρο περιπλανιόμαστε στους δρόμους, σαν αγρίμια, και ο δρόμος μας δεν έχει κανένα τέλος; Ακόμα αυτός καλεί τους θεούς να με τιμωρήσουν; Τρεις φορές σε θάνατο σου είναι λίγο, δειλή ύαινα!

Αυτός ξαναρίχτηκε με το μαχαίρι, αλλά ο τραγουδιστής τον συγκράτησε.

–           Εσύ μιλάς δίκαια, Βήσσο, είπε ο τραγουδιστής μαλακά.

–           Αυτόν φυσικά τον αγγίζει ο θάνατος. Αλλά…. να σκοτώσεις τέτοιους ανθρώπους χωρίς δίκη, δεν είναι καλά. Ας αποφασίσει για την τύχη του το Συμβούλιο των Γερόντων του κράτους.

Ο Βήσσος σουφρώνοντας τα πυκνά του φρύδια, έφτυσε προς την πλευρά του αιχμάλωτου και με ανικανοποίητο μουρμουρητό έβαλε το μαχαίρι στη θήκη.

–           Αν και είσαι κακός άνθρωπος, αλλά παρ’ όλα αυτά άνθρωπος, απευθύνθηκε ο τραγουδιστής στον αιχμάλωτο. – Κάθισε κοντά στη φωτιά και δώσε το σώμα σου να ξεκουραστεί! Τώρα θα βράσει η σούπα, θα ψηθεί το κρέας στις σούβλες, θα καρδαμώσουμε και ξανά θα ξεκινήσουμε το δρόμο μας.

Ο αιχμάλωτος, έφτασε κουτσαίνοντας ως τη φωτιά: ο άνθρωπος με φορεσιά Πέρση τον κρατούσε με στοργή από το χέρι.

–           Ω καλέ μου Οχραμαλτνά! ούρλιαζε ο αιχμάλωτος, ξαπλώνοντας στο αγκαθωτό χορτάρι. -Τι ήταν αυτό που σε εξόργισε, Θεέ του φωτός; Ή δεν έχεις τη δύναμη στα χέρια σου και την εξουσία σ’ ολόκληρη τη γη την άρπαξε ο κακός αδελφός σου, ο Ωρομάζδης;

Αυτός έτριξε τα δόντια και χτυπιόταν με τη γροθιά του στα μηνίγγια, αλλά κανένας δεν πρόφερε ούτε λέξη καθησύχασης.

Ο τραγουδιστής κάθισε δίπλα. Μόνο τώρα ο Βραχράνης τον είδε καλά. Ο φυγάς λίγο έλειψε να φωνάξει, κάπου τον είδε αυτόν τον άνθρωπο!

Το αεράκι που ξεσηκώθηκε ανακάτωνε τις πλεξούδες των μακριών χρυσαφένιων μαλλιών του, πότε ρίχνοντας τα στο πλάι, πότε πετώντας τα στο μέτωπο ή στο βαθουλωμένο του μάγουλο.

Πότε-πότε ο καπνός της φωτιάς πετούσε ίσια στο “στικτό”, τότε οι τρίχες των κυρτών στις άκρες, όχι και τόσο πυκνών, αλλά χνουδωτών γενιών, κρέμονταν ακόμα πιο χαμηλά πάνω από τις κόγχες των χωμένων βαθιά, ελαφρώς μισοκλεισμένων γαλάζιων ματιών, τόσο παράξενα φωτεινά σ’ αυτό το σκοτεινό πρόσωπο, το μικρό γυναικείο στόμα κάτω από τα ξανθωπά μουστάκια  ζάρωσε, τα χείλη φούσκωναν, το άκρο της λεπτής, με κυρτή πλάτη, της κοντής μύτης πλησίαζε στα σουφρωμένα χείλη, αλλά το γερό σαγόνι προεξείχε πολύ. Ποιος θα έλεγε, πόσα χρόνια έχει; Όταν γελούσε φαινόταν νέος και όμορφος, όταν όμως το γέλιο του εξαφανιζόταν, το πρόσωπο του σε φόβιζε με την αγριάδα του.

Που συνάντησε ο Βραχράνης αυτόν τον άνθρωπο; Μήπως στη Ρηγία; Όχι. Πού όμως; Ο φυγάς δεν μπορούσε να θυμηθεί!

–           Σκούξε, παρακινούσε με χαμόγελο ο τραγουδιστής τον κιτρινοπρόσωπο αιχμάλωτο. – Αναστέναξε! Κλάψε, ώσπου όλα αυτά είναι στη θέληση σου. Και εγώ, για να μη στερέψει η πηγή των δακρύων σου, θα σου διηγηθώ  το θρύλο για τους βασιλιάδες από το γένος των Αχαιμενιδών.

Αυτός επίτηδες πήρε μια πανηγυρική πόζα, σαν να περιέπαιζε τους πραγματικούς παραμυθάδες και πήρε στο χέρι του αντί για ντουτάρι ένα στραβό ξύλο.

–           Αρχίζω! φώναξε αυτός με φωνή κόκορα και χτύπησε τα λεπτά δάκτυλα του στις αόρατες χορδές. -Στον ουρανό κολυμπάει το φεγγάρι, στο ποτάμι τρέχει το νερό. Το καλάνι το ’φτιαξαν για να μιλάει, τ’ αυτιά, για ν’ ακούνε. Λοιπόν ακούτε!

Η εύθυμη αρχή χαροποίησε το Βήσσο και αυτός χαχάνισε εύθυμα. Το ξερό, χτυπημένο από τον αέρα, κυρτόμυτο πρόσωπο του από την ένταση έγινε κατακόκκινο. Χαμογέλασε κι ο Ιρανός που καθόταν δίπλα στο Βήσσο, χλωμός, ντυμένος με απλά ρούχα. Οι στρατιώτες τραβήχτηκαν πιο κοντά. Ακόμα και ο αιχμάλωτος σταμάτησε να χτυπιέται και να κλαίει.

– Μακριά στο νότο, κοντά στη ζεστή θάλασσα, στα μελανά βουνά, μη γνωρίζοντας πίκρες, ζούσε και βασίλευε ο λαός της Περσίας, συνέχισε ο άνθρωπος με τη γούνα από λεοπάρδαλη. – Ζούσε και βασίλευε, με τους θεούς δε μάλωνε, βοσκούσε άλογα και πρόβατα στις απέραντες εκτάσεις, ο Αχαιμενίδης, ονόματι Κύρος, έγινε πρώτος βασιλιάς των Περσών.

Ο τραγουδιστής σωπαίνοντας κουνούσε το χέρι πάνω στο παλούκι, σαν να χτυπούσε στις χορδές και ξανά μίλησε:

– Μακριά αυτός πέταξε το τόπι. Πολλές και διάφορες χώρες κατέκτησε. Ποτέ ήττα δε δοκίμασε. Τζάνουμ, τάκα-τουν!…. Θυμάστε τον Καμβύση τον παλικαρά; Αυτός πήγε-βαχ! Στα ίχνη του πατέρα. Αυτός τρόμαξε τις καρδιές των Αιγυπτίων Τζάνουμ! Τάκα-ταμ, τάκα-τουν!….Και ο ανεψιός του, ο γιος του Υστάσπη, ο Δαρείος δίνοντας γερά χτυπήματα στους εχθρούς και η χώρα των Περσών έγινε, παιδιά μου, τόσο ισχυρή, που δεν υπήρχε άλλη τέτοια στον κόσμο. Δεν απέμεινε στη γη κράτος, που να μην το κυρίεψαν οι Πέρσες, εκτός της Ελλάδας. Δεν απέμεινε στη γη χρυσός, που να μην τον άρπαξαν οι Πέρσες, εκτός από το χρυσό των Ελλήνων. Δεν έμειναν στη γη άνδρες, που να μην πουλήθηκαν από τους Πέρσες για σκλάβοι, εκτός από τους άνδρες της Ελλάδας. Όμως πως μπορούσε να το αντέξει αυτό; Και ο Δαρείος ο 1ος, ο γιος του Υστάσπη, κήρυξε τον πόλεμο κατά τον Ελλήνων. Ο τραγουδιστής χαμογέλασε, έγειρε το κεφάλι του πίσω όπως το κάνουν αυτό οι πραγματικοί αφηγητές, χτύπησε πάλι τα δάχτυλα στις “χορδές” και έσυρε νοερά με τρεμάμενη φωνή :

–           Βα-α-αχ!… Με το σπαθί να κόψουμε τους Έλληνες, δεν τους πιάνει το σπαθί. Με την οπλή να τους καρφώσεις, η οπλή δεν τους πιάνει. Βέλη τους πετάς, τα βέλη δεν τους τρυπούν. Συνέτριψαν οι Ίωνες τους πολεμιστές της Περσίας, Δάτη και Αρταφέρνη. Τι συμφορά;

Βαχ-α-αχ!…. Κίνησε πόλεμο κατά των Ελλήνων ο γιος του Δαρείου Ξέρξη. Πλέει στο καράβι, το καράβι το βυθίζουν. Από την ξηρά σιμώνει, στην ξηρά τον τσακίζουν. Στον αέρα να πετάξει, φτερά δεν έχει. Τι συμφορά;

Βα-α-αχ!… Ούτε ο Αρταξέρξης ο Πρώτος, ούτε ο Δαρείος ο Δεύτερος, ούτε ο Δεύτερος Αρταξέρξης, ούτε ο Τρίτος, όσοι απ’ αυτούς έζησαν, Δαρείοι και Αρταξέρξηδες, δεν μπόρεσαν να σπάσουν το Ελληνικό καρύδι. Τι συμφορά;

Τα μάτια του τραγουδιστή μίκραιναν, αυτός κοίταξε λοξά τους Πέρσες και σκάλισε τα δόντια, αλλά αυτοί ακόμα περισσότερο χλόμιασαν. Ο Βήσσος, που μπροστά από κάμποσο καιρό χαχάνιζε αμέριμνα, τώρα καθόταν, με σκυμμένο το κεφάλι, σαν βόδι, και κουνούσε βαριά το καρούμπαλο. Μόνο ο γείτονας του, ένας χλωμός Πέρσης, χαμογελούσε όπως και πρώτα.

Πέρασε καιρός πολύς, η λίγος, αλλά τους Πέρσες δεν τους απέμειναν καθόλου δυνάμεις, – μουρμούρισε πάλι ο τραγουδιστής.

– Αν κάποτε τα στρατεύματα τους ποδοπατούσαν τους κάμπους, που καλλιεργούσε ο λαός των Ελλήνων, τώρα άλλαξαν οι καιροί, όλα ήρθαν ανάποδα. Ξεκινάει για την Ανατολή ο Αλέξανδρος ο Δίκερος και ο Δαρείος ο Τρίτος το βάζει στα πόδια, αλλά πόσο μακριά θα τα πάει!….

Ο Βήσσος κατσούφιασε, όμως ο αιχμάλωτος δεν άντεξε και έτριξε τα δόντια. Αλλά κανένας δεν είπε στον τραγουδιστή ούτε λέξη. Ο Βαραχράνης μάντεψε, ότι οι Πέρσες φοβούνται αυτόν τον εύθυμο άνθρωπο με το ευκρινές γέλιο και τα μαλακά, σαν κοριτσιού χέρια.

– Γιατί γίνεται έτσι;

Ο τραγουδιστής πέταξε το ξύλο. Τα φρύδια του κινήθηκαν ως την ρίζα της μύτης, το πρόσωπο του αγρίεψε..

– Γιατί, εσένα ρωτώ, Δαρείε Κοδομανέ;

Αυτός άρπαξε τον αιχμάλωτο από τους ώμους.

– Γιατί εσείς τα παίρνετε όλα, μόνο παίρνετε, παίρνετε, αλλά τίποτε δεν δίνετε! Παίρνετε από εμάς και τους άλλους λαούς το χρυσό. Παίρνετε τα ζώα. Παίρνετε τους ανθρώπους, αλλά δεν δίνετε τίποτα για αντάλλαγμα! Που, πότε και ποιος το άντεξε αυτό εεε; Να γιατί σε παράτησαν όλοι, Δαρείε Κοδομανέ, στη δύσκολη για σένα μέρα και κανένας δε σου δίνει ούτε γουλιά νερό, όταν πλησιάζει το τέλος σου. Έτσι τιμώρησε ο Θεός το γένος των Αχαιμενιδών για τα εγκλήματα του!

– Αρκετά, Σπιταμένη! φώναξε ο Βήσσος. – Εσύ ξέχασες μήπως, ότι κι εγώ, ο φίλος σου προέρχομαι απ ’αυτό το γένος;

Ο τραγουδιστής χωρίς να πει λέξη γύρισε την πλάτη.

Ο Σπιταμένης! Ο Βατραχάνης θυμήθηκε αμέσως, που είδε αυτόν τον άνθρωπο.

  • Σπιταμένη! – φώναξε και πετάχτηκε από τον κρυψώνα του.

Ξεχνώντας το ταγάρι, έτρεξε προς τη φωτιά. Οι στρατιώτες τον κοίταζαν με απορία, σαν να έπεσε κατευθείαν απ’ τον ουρανό.

  • Ποιος είσαι; ρώτησε ο Σπιταμένης με επιφύλαξη.
  • Ο Βαραχράνης, ο γιος του Φραότη! Θυμάσαι το γερτό χαράκτη Φραότη; Το εργαστήριό μας είναι στ’ αριστερά από τις Νότιες Πύλες της Μαρακάνδας. Εσύ ερχόσουνα συχνά σ’ εμάς και κοίταζες πως ο πατέρας μου έκανε κεντήματα στα πιάτα από ασήμι. Είμαι ο Βαραχράνης.

Ο Βαραχράνης;  Ο Σπιταμένης έσφιξε τη γροθιά.

– Τα εμπορέυματα δεν τα παίρνει κανένας… Ο πατέρας μου χρεώθηκε παντού. Δεν υπάρχουν λεφτά να πληρώσουμε τους φόρους. Οι Πέρσες ήθελαν να μας πάρουν το εργαστήρι… και τι θα γινόταν αν μας το έπαιρναν; Ολόκληρη η οικογένεια, τέλος. Εγώ λυπήθηκα τον πατέρα… πουλήθηκα σε δούλο. Τρία χρόνια, όσο εσύ ήσουνα στον πόλεμο, εγώ βρισκόμουνα στη Ρηγία, την καταραμένη Ρηγία, δούλευα στον κυβερνήτη της πόλης. Σκεφτόμουνα, ότι ποτέ δε θα ξαναδώ τη Μαρακάνδα και το γέρο πατέρα. Αλλά ο Ωρομάζδης με βοήθησε. Οταν ο Αλέξανδρος κατέλαβε τα Εκβάτανα, λίγο έλειψε να ψοφήσει από το φόβο. Έγινε ανακατωσούρα. Η επιτήρηση πάνω στους δούλους αδυνάτισε. Εγώ δεν έχασα καιρό και εγκατέλειψα αυτή την ακάθαρτη πόλη, όπου για τρία χρόνια  έχυσα τόσα δάκρυα, που άλλος δε θα τα έχυνε ούτε σε τριάντα χρόνια. Βλέπεις πώς κατάντησα τώρα; Ποτέ δε θα γίνω ξανά εκείνος ο εύθυμος Βαραχράνης, όπως με είχες γνωρίσει πρωτύτερα. Ο δρόμος στα βουνά και την έρημο μου εξάντλησε και τις τελευταίες δυνάμεις. Η πείνα με βασανίζει. Αν εσύ δε θα πάρεις μαζί σου το φτωχό χαράκτη, εγώ θα χαθώ.

  • Μην ανησυχείς, χαμογέλασε ο Σπιταμένης. – Θα σε πάρω μαζί μου. Θα καβαλικέψεις στο δεύτερο άλογό μου. Αν δώσει ο θεός, εμείς θα δούμε την δική μας Μαρακάνδα και θα πιούμε κρασί από τα κύπελλα που έφτιαξαν τα άξια χέρια του πατέρα σου.
  • Να’ σαι καλά εσύ και οι συγγενείς σου! Επιτυχίες να σου δίνει ο Ωρομάζδης! Ναι…
  • Εντάξει, εντάξει, τον διέκοψε ο Σπιταμένης – φτάνει να μου δίνεις ευχές. Μου ευχήθηκες τόσες πολλές, που δεν μπορώ να τις κουβαλήσω. Καλύτερα ρίξε μια ματιά εδώ. Τι κρεμιέται πάνω από τη φωτιά;
  • Καζάνι κρέμεται.
  • Τι υπάρχει στο καζάνι;
  • Σούπα.
  • Αυτή τη σούπα τώρα εμείς θα τη δοκιμάσουμε. Ει, πάρτε τις καραβάνες σας!

Αλλά δεν πρόφθασαν να δοκιμάσουν τη σούπα ο Σπιταμένης και οι σύντροφοι του. Πίσω από το λόφο ξαφνικά εμφανίστηκε ένας Ιρανός πάνω σ’ ένα άλογο. Το στόμα του είχε στραβώσει από τη φρίκη. Αυτός έτρεχε δίπλα, πετάγοντας στο διάβα μια μόνο λέξη:

–           Ο Αλέξανδρος!

Ο Μ. Αλέξανδρος σκεπάζει με την χλαμύδα του το πτώμα του Δαρείου (Den Leichnam)

Συνεχίζεται ΕΔΩ : https://www.scribd.com/document/375553854/%CE%95%CF%80%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%AE%CE%B8%CE%B7%CE%BA%CE%B5-%CE%BF-%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%B4%CE%BD%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%A4%CE%96%CE%99%CE%9F%CE%9B%CE%91%CE%A3-%CE%94%CF%85%CE%BF-%CE%91%CE%9D%CE%95%CE%9A%CE%94%CE%9F%CE%A4%CE%91-%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%9C%CE%AD%CE%B3%CE%B1-%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF-1%CE%BF-%CE%A4%CE%9F-%CE%A4%CE%95%CE%9B%CE%9F%CE%A3-%CE%A4%CE%9F%CE%A5-%CE%94%CE%91%CE%A1%CE%95%CE%99%CE%9F%CE%A5-%CE%A4%CE%9F%CE%A5-%CE%9A%CE%9F%CE%94%CE%9F%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%9F%CE%A5-2%CE%BF-%CE%95%CE%BA%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1

 

ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ : άρθρο του Μανώλη Ανδρόνικου, 1996 – και της Χρυσούλας Σαατσόγλου-Παλιαδέλη για τους ΤΑΦΟΥΣ στη ΒΑΚΤΡΙΑΝΗ.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα