DE SADE ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Φώτης  Καγγελάρης

Ο ηθικότερος των φιλοσόφων, αυτός που βάζει την ηρωίδα του να πεθάνει από κεραυνό όταν αυτή παύει να εκλιπαρεί την έλευση του κακού, λέω γι’ αυτόν τον φιλόσοφο που υπόρρητα διέτρεξε την εξέλιξη της φιλοσοφίας μέσω του de Nerval, του Apollinaire, του Bataille, φτάνοντας ως τον Lacan, αλλά, επίσης, μέσω  του Gericault,  του Goya  του Manet φτάνοντας στις μέρες μας με τον Beuys και την Orlan, μας προσφέρει μια βαθύτατα ηθική άποψη για το τι θα μπορούσαμε να εννοούμε ως Πολιτική Φιλοσοφία.

Θα καταλάβατε ότι εννοώ τον Μαρκήσιο de Sade. Ο βαθύτατα θρησκευόμενος de Sade, ένας πρώιμος Nietzsche, θα έλεγα, δεν ηθικολογεί θρησκευτικά, ας πούμε σαν τον Bosch, στο γνωστό τρίπτυχο του οποίου, η έννοια του κράτους και της δικαιοσύνης είναι μεταφορά του κράτους του Θεού.

Ο de Sade θέτει την έννοια του σύγχρονου κράτους και κατά συνέπεια ή κατά προϋπόθεση την έννοια της δικαιοσύνης ως βάση μιας ηθικής δομημένης επί του κακού, ως άμυνας ενάντια στο κακό, το οποίο είναι η φύση του ανθρώπου.

Αυτή η θέση, ωστόσο, είχε ήδη εγκαινιασθεί από τον Hobbes, αλλά μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, όταν έλεγε ότι «Η εγωϊστική παρόρμηση είναι η φύση του ανθρώπου» συνηγορώντας έτσι στους νεότερους χρόνους υπέρ της άποψης του Αριστοτέλη: «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται άνισοι», «Η αδικία είναι νόμος της φύσης», «Η δικαιοσύνη είναι προϊόν συμβολαίου». Ο Αριστοτέλης, αυτός ο μέγιστος των φιλοσόφων, φτάνει μάλιστα να πει ότι η αυτοδικία είναι αδίκηση εαυτού αφού ο παθών (σύζυγος, δούλος) είναι προέκταση του δράστη. Πόσο, αλήθεια, μας θυμίζει αυτό  τον άλλο μεγάλο  φιλόσοφο, τον νεωτεριστή και πεφωτισμένο Kant, όταν έλεγε ότι η γυναίκα είναι κατώτερη του άνδρα…

 

Για τον de Sade, το κακό είναι ισοδύναμο της απόλαυσης, εκείνης της απόλαυσης, ο περιορισμός της οποίας γεννά τον πολιτισμό, εκείνης της απόλαυσης που ο ευνουχισμός της δίνει την δυνατότητα στο συμβολικό πεδίο να είναι το σπίτι του ανθρώπου. Ο de Sade, έτσι, σε έναν εξαιρετικό διάλογο με τον Kant (συνομήλικοι άλλωστε, λαμπρά τέκνα του Διαφωτισμού και οι δύο), δείχνει τα θεμέλια του Νεωτερικού κράτους  ως εξελιγμένης έκδοσης της αριστοτέλειας αντίληψης για τον Άλλον-δούλο, της πλατωνικής αντίληψης των ρυθμίσεων της πολιτείας, της αντίληψης του Θωμά του Ακινάτη για την υποταγή στους άρχοντες.  Υπενθυμίζω, την άποψη του Ακινάτη, του χριστιανικότατου αυτού ανθρώπου, τον οποίο ο Russel χαρακτηρίζει ως το απόγειο του ατομικισμού: «Η πολιτική είναι η γήϊνη τελείωση του ανθρώπου και το κράτος είναι προετοιμασία για την ουράνια κοινωνία». Και, βάση της «Justitia Dei» του Άνσελμου του Καντέμπουρι, δεν πρέπει να υπάρχει εξέγερση εναντίον της τυραννίας, αλλά σιωπηλή υποταγή. Μόνον αν ο νόμος εναντιώνεται στο θείο δίκαιο οφείλει ο άνθρωπος να μην υπακούει. Μα, το ίδιο πρεσβεύουν και οι φωτισμένοι φιλόσοφοι, ο Hobbes και   αυτός που έβαλε τα θεμέλια της γλωσσολογίας, ο Locke ο οποίος λέει, ακριβώς, ότι μόνον ο Θεός ως φυσικός νόμος δίνει το δικαίωμα για επανάσταση. Ο ανθρώπινος νόμος, λέει ο Locke, οφείλει να προστατεύει το δικαιώματα της ζωής,  της ελευθερίας και  της ιδιοκτησίας.

Αυτή η θεοκρατική αντίληψη περί δικαίου έχει τις μεταφυσικές της μεταβολές με φυσιοκρατική μορφή, στην πρώιμη σκέψη του ανθρώπου όταν π.χ. ο Αναξίμανδρος υποστήριζε, ότι η ισορροπία των τεσσάρων βασικών στοιχείων συμβαίνει λόγω δικαιοσύνης στο σύμπαν. Ο δε Ηράκλειτος διατεινόταν ότι παρότι υπάρχει σύγκρουση αντιθέτων δεν υπάρχει καταστροφή γιατί υπάρχει δικαιοσύνη: Ο ήλιος δεν μπορεί να παρεκκλίνει της τροχιάς του, γιατί οι Ερινύες ως φρουροί της Δίκης, θα τον αποκαλύψουν.

Ο Kant προσπαθώντας να διασώσει την ηθική από τις αντιφάσεις και αντινομίες των προκατόχων του αλλά εντός του ίδιου πλαισίου προτείνει τον άνθρωπο χωρίς την ανθρώπινη φύση του, προτείνει μια προηγμένη έκδοση της άποψης του Ουλπιανού ο οποίος υποστήριζε ότι δικαιοσύνη είναι η σταθερά και διαρκής βούληση να αποδίδεται στον καθένα το ίδιον.

Επιδέξια, βάζει σε παρένθεση αφενός την φιλοσοφική «Θεοδικία» του Leibniz και αφετέρου την χριστιανική θεοδικία του Γρηγορίου Νύσσης (ο Θεός προλαβαίνει το κακό με τον θάνατο του νηπίου) με το γνωστό: «Πράττε ως η ρυθμιστική αρχή της ελεύθερης βούλησης σου να μπορεί να καταστεί καθολικός – ηθικός νόμος». Πρέπει, δηλαδή, πριν το «πράξε ως» να αναλογιστεί κανείς αν η ηθική αξία που θα υιοθετήσει και θα υιοθετηθεί μέσω του «πράττε» μπορεί να καταστεί γενικός κανόνας. Ο Kant προτείνει, έτσι,  στον Γύγη, τον θυμόμαστε από το 2ο βιβλίο της Πολιτείας, να πετάξει το δαχτυλίδι του. Μα, τότε, θα ήταν άνθρωπος; Ο καντιανός Rawls  επανερμηνεύοντας γήϊνα  τον Κant μας λέει ότι βασικός σκοπός του Kant είναι να δώσει μια νέα διάσταση στην ιδέα του Rousseau ότι «Ελευθερία σημαίνει να ενεργούμε σύμφωνα με τους νόμους που εμείς οι ίδιοι έχουμε θεσπίσει».  Εντάξει, μόνο που το ερώτημα είναι ποιοι είναι το «εμείς οι ίδιοι». Γιατί, όπως λέει Dworkin, οι γενικές αφηρημένες έννοιες οφείλουν να ερμηνευτούν ούτως ώστε το δίκαιο να εμφανιστεί υπό το καλύτερο φως του. Και όπως θα δούμε σε λίγο, θα έρθει ο Hegel να τραβήξει το καντιανό αυτί.

Ο de Sade, αντίθετα, συναντά στον όρθρο της φιλοσοφίας τον Spinoza για να ανασύρει από το βαθύ σκότος της παράδοσης, την φύση του ανθρώπου ως επιθυμίας και μάλιστα σκοτεινής επιθυμίας, εκείνης του κακού. Ο Spinoza, είχε ήδη πει: «Η φύση του ανθρώπου είναι επιθυμία».

Εδώ, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ουσία της δικαιοσύνης είναι ο συνδετικός ιστός της Ηθικής. Η συνοχή μέσω της δικαιοσύνης είναι η συγκολλητική ουσία για τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού έναντι του οποίου μάχεται, αλλά, και ικετεύει η ανθρώπινη φύση.

Ας ακούσουμε στο σημείο αυτό τον Rawls: «Το νομικό σύστημα είναι μία καταναγκαστική πράξη δημοσίου δικαίου για έλλογα πρόσωπα που αποσκοπούν στη δημιουργία πλαισίου κοινωνικής συνεργασίας». «Το πρωταρχικό αντικείμενο της δικαιοσύνης», λέει ο Rawls «είναι η διάρθρωση της κοινωνίας». Ο Άγιος της Δυτικής φιλοσοφίας, ο Kant προτείνει με το «πράξε ως» μια υπέρβαση όλων των ανωτέρω. Ο δε de Sade την  υπέρβαση ενός κράτους, που από τη φύση του αδικεί, από το γεγονός και μόνο ότι  εξουσιάζει.

Το ξέρουμε, ότι δεν υπάρχει κράτος χωρίς εξουσία. Και εξουσία είναι ακριβώς αυτό. Η επιβολή-αποδοχή του νόμου από όλα τα μέλη της κοινότητας.

Και εδώ δίνω το λόγο σ’ ένα φιλόσοφο που ανέκαθεν μου ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία χωρίς απαραίτητα να συμφωνώ μαζί του.

Ο Hegel βγάζει αφενός τον Kant από τον ηθικό αυτισμό του και αφετέρου τον Mills από τον ηθικό ναρκισσισμό του. (Παρεπιπτόντως, δεν έχει προσεχθεί επαρκώς η σχέση Mills-Lacan στη βάση του «Ωφελιμισμού»). Μέσω του Hegel επιτυγχάνεται μια υπέρβαση της  καντιανής άποψης για την  οποία η ηθική είναι εσωτερική υπόθεση και μια υπέρβαση του «Ωφελιμισμού» ως ατομικής ευδαιμονίας.

«Γιατί» λέει ο Hegel, «η ελευθερία εξωτερικεύεται και ρυθμίζεται διά του δικαίου αλλά και το δίκαιο εσωτερικεύεται και επανέρχεται ως ελευθερία, γεννά την παρουσία της ελευθερίας: «Dasein der freien willens ist das Recht. (Το δίκαιο είναι η ύπαρξη η οποία είναι η ύπαρξη της ελευθερίας)».

Το δίκαιο είναι ιερό γιατί είναι η απόλυτη έννοια της αυτοσυνειδητοποιημένης ελευθερίας και η μεγάλη σημασία του συνίσταται στην πραγμάτωση του πνεύματος. Μ’ αυτή την έννοια ο θεσμός του κράτους, λέει ο Hegel, είναι η απόλυτη ιδέα. Το κράτος είναι ο κόσμος που δημιουργεί το πνεύμα για τον εαυτό του. Η ίδια η πορεία του Θεού μέσα στον κόσμο, ισχυρίζεται ο Hegel, είναι να υπάρχει το κράτος. Ως εκ τούτου, το δίκαιο του κράτους είναι υψηλότερο όλων. Αλλά, ο άξονας πέριξ του οποίου δομείται ο νόμος, η δικαιοσύνη, το κράτος, η εξουσία, είναι η ιδιοκτησία. Ο Hegel, υπογραμμίζει ότι η ιδιοκτησία είναι το στάδιο αντικειμενοποίησης της βούλησης και ως πρώτη έκφραση του «κακού» θεωρεί την παραβίαση της ιδιοκτησίας. Το «κακό», έτσι, είναι η προσβολή του άλλου και το εξωτερικό αποτέλεσμα μιας συνείδησης που δεν αναγνωρίζει το καθήκον της.

Η ιδιοκτησία είναι το ιερό δισκοπότηρο του δικαίου στην πλειοψηφία των οργανωμένων κοινωνιών και φυσικά της Δυτικής και σωστά το πόνημα του Hegel εισπράττει την θυελλώδη κριτική του Marx, ιδιαίτερα επί της παραγράφου 260. Τι είναι, όμως, η ιδιοκτησία; Και, πώς γεννά δίκαιο; Παραπέμπω, χωρίς να σταθώ και χωρίς να αξιολογώ  στους Marx, Engels, Bakounine, Blanqui, Proudhon, στο πλαίσιο της κλασσικής φιλοσοφίας στους Locke, Hobbes κ.α. ή στο πλαίσιο της χριστιανικής φιλοσοφίας στον Θωμά Ακινάτη. Και βέβαια στον Hegel του οποίου το πρώτο κεφάλαιο της «Φιλοσοφίας Δικαίου» είναι αφιερωμένο στην ιδιοκτησία (§§ 41-71).

Μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι ο πρώην ιδιοκτήτης της ιστορίας είναι ο Θεός, ο οποίος δεν φτιάχνει απλά τον κόσμο, αλλά, φτιάχνει τον κόσμο του, τον κήπο του, το περιβόλι του εντός του οποίου απαιτεί θεϊκή υπακοή και τάξη επί των  υπηκόων  του. Ο Θεός δεν φτιάχνει τον κόσμο για να τον χαρίσει, αλλά, φτιάχνει τον κόσμο για να τον κατέχει και να τον εξουσιάσει. Και βέβαια η εξουσία ασκείται με νόμους η παραβίαση των οποίων τιμωρείται με εξορία και θνητότητα, με απομόνωση, απόλυση, ενοχή και θάνατο, θα λέγαμε σήμερα.  Ο Παράδεισος είναι μια ιδιοκτησία η οποία, όμως, δεν θα είχε νόημα ως τέτοια αν δεν υπήρχε ο Άλλος έναντι του οποίου η ιδιοκτησία αποκτά νόημα, παράλληλα με το ότι ο Άλλος αυτός είναι, επίσης, κτήση του ίδιου  του κτήτορα. Αφού, λοιπόν, ο Θεός είναι κτήτορας του κόσμου του, που τυχαίνει να είναι όλος ο κόσμος, κατά συνέπεια και ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα του» οφείλει να κατέχει το μερίδιο που του αναλογεί επί του κόσμου τούτου.

Προσθέτω, την απαγόρευση, επίσης με θεϊκή εντολή, της καταπάτησης της ιδιοκτησίας: «ουκ επιθυμήσεις όσα εν τω πλησίον σου εστί».

Μην ξεχνάμε ότι, στα λατινικά η ιδιοκτησία αποδίδεται ως «dominium» και εξ’ αυτού «domaine» και «domicile» (κατοικία) δηλαδή «κυριαρχία», αλλά κυριαρχία επί τίνος;

Σ’ αυτό το σημείο επισημαίνω ότι το χεγκελιανό «πράγμα», το λακανικό «πραγματικό» στην έκφραση τους επί του συμβολικού πεδίου θα εκφραστούν μέσω του σημαίνοντος, του κοινωνικού δεσμού, από την εκάστοτε μορφή εξουσίας η οποία θα μορφοποιήσει το «πράγμα» κατά το συμφέρον της. Έτσι, η υποταγή, η κανονικοποίηση, η εποπτεία υπό τη μορφή του νόμου και άρα της δικαιοσύνης μπορούν γίνουν οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη ζωή, μια ζωή που, ενίοτε, όχι μόνο μπορεί να μην μετράει, αλλά που έχει χρέος να μην μετράει, να μην διαμαρτύρεται, να μην αντιστέκεται. Μια ζωή που ενίοτε οφείλει να αυτοευνουχίζεται, δηλαδή, να σημαίνει επιτυχής μέσα στο υπαγορευμένο-απαγορευμένο πλαίσιο, έτσι, όπως προκύπτει, από την αόρατη φωνή του Κυρίου, του Θεού, της Τηλεόρασης. (Και, μήπως έχουμε δει ποτέ τη μορφή του Θεού; Όλο τη φωνή του ακούμε, όλο φωνές θεών ακούμε για σωτηρία, κοινωνική   δικαιοσύνη… ίσως επειδή η ακοή είναι, όπως τα μεγάφωνα των ναζί ή όπως η ψευδαίσθηση στους παρανοϊκούς, ο τρόπος αλλοτρίωσης της ύπαρξης).

Ας θυμηθούμε εδώ την ανάλυση του Althusser στο «ε, εσύ…». Αλλά και  την Butler όταν εύστοχα υπογραμμίζει την επιθυμία του  «ανήκειν» έναντι του φόβου της αποξένωσης, με κόστος όμως το να μην είσαι αυτός που θέλεις να είσαι.

Ο κυρίαρχος ωστόσο, κυριαρχείται από την κυριαρχία του, δηλαδή, από το ότι δεν μπορεί παρά να αλλοτριώσει την ζωή του Άλλου: Ο χεγκελιανός «Κύριος» δεν μπορεί να πάει πουθενά. Ας θυμηθούμε στον Genet το πως ο δικαστής παρακαλεί τον κλέφτη να παραμείνει κλέφτης ή τον Διάβολο στην «Απεργία των αγγέλων» του Α. France που αρνείται τελικά την θέση του Θεού.

Όπως έλεγε ο Marx, αλλοτρίωση δεν είναι μόνο μια οικονομική αξία, αλλά και μια ηθική αξία που αφορά την ζωή. Δηλαδή, η έννοια της υπεραξίας δεν αφορά μόνο την σχέση εργασίας-προϊόντος, αλλά, επίσης, την επιπλέον απόλαυση που προκύπτει από την αλλοτρίωση και κυριαρχία. Η «υπεραπόλαυση», επισημαίνει ο Lacan, είναι η εγγενής ιδιοκτησία του σώματος του Άλλου.

Είναι στη βάση αυτή που, η μαρξιστική υπεραξία είναι θεμελιωμένη σε μια απόλαυση, εκείνη της εκμετάλλευσης του σώματος του Άλλου και του ένσαρκου εαυτού του. Η εργατική δύναμη-ότι κι αν είναι αυτό- δεν είναι παρά το σώμα του Άλλου ως μηχανή παραγωγής ενέργειας, το αντικείμενο εκμετάλλευσης ενός σώματος που οφείλει να παράγει υπεραξία- υπεραπόλαυση στον διώκτη του, όπως, ακριβώς, συμβαίνει με τον παρανοϊκό μέχρι να πεθάνει, όπως, ακριβώς, συμβαίνει στους χαρακτήρες του de Sade και, βέβαια, στην Justine (όνομα και πράγμα).

Ο de Sade ταυτίζει την έννοια του εαυτού με την έννοια του σώματος. Δεν υπάρχει ασώματος εαυτός παρά μόνον στους Αγίους αλλά και σε αυτούς, σε έναν περιορισμένο αριθμό, στους Άγιους Ασώματους. Ο de Sade είχε προβλέψει την έννοια της ιδιοκτησίας του ένσαρκου εαυτού και την αλλοτρίωσή του από τον Άλλον.

Ουσιαστικά,  η ιδιοκτησία είναι ένας προσδιορισμός της σχέσης με τον Άλλον στη βάση μιας ηθικής που επιτρέπει την συνύπαρξη όχι στη βάση του χεγκελιανού κράτους ως βούλησης ενός λαού αλλά στη βάση της καντιανής «κατηγορικής προσταγής» που όμως το «πράττε ως» δεν νοείται ως απαύγασμα της ελευθερίας της βούλησης αλλά ως απαύγασμα της αλλοτρίωσης της ελευθερίας όπως υπαγορεύεται από τα κυρίαρχα σημαίνοντα.

Η ερμηνεία της ιστορίας μας δείχνει ότι το φυσικό δίκαιο και το ηθικό δίκαιο είναι ταυτόσημα, δεν υπάρχει διάσταση εντός του βιώματος και του ψυχισμού παρά μόνο τεχνητά, για λόγους σκοπιμότητας. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα κακό παιδί το οποίο χρειάζεται εξουσία, αστυνομία, φυλακές, βασανιστήρια για να δει το λάθος του και την οδό που του προτείνει το εκάστοτε σύστημα. Ο άνθρωπος έχει, εν τω γεννάσθε, την δυνατότητα να είναι ηθικό ον, εάν δεν υποστεί την διαστροφή της άνωθεν επιβολής των νόμων, εκείνων που αποβλέπουν στο συμφέρον των ολίγων, στην κατάλυση της ηθικής.

Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι ο άνθρωπος γεννιέται ηθικός. Κάθε άλλο. Όπως έλεγε ο Freud, ο πολιτισμός είναι η μετουσίωση και οριοθέτηση των ενορμήσεων σε κοινωνική επιθυμία, και που ο Marx, στα «Χειρόγραφα του ’44», αποκαλούσε «λοιμώδη ανάσα του πολιτισμού». Εννοώ, ότι φέρει μέσα του την δυνατότητα μιας ηθικής τάξης, δηλαδή την δυνατότητα μιας σχέσης με τον Άλλον που προκύπτει από την είσοδό του στη γλώσσα, στο σημαίνον. Έτσι, είναι το υποκείμενο του λόγου που πάει ξημερώματα να συναντήσει το νόμο και όχι ο νόμος που πάει  ξημερώματα να σπάσει την πόρτα του υποκειμένου.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ως περίπτωση του αντίθετου της ιδιοκτησίας στον σύγχρονο κόσμο, αλλά που γεννά δίκαιο, τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, τον εκδιωγμένο, αυτόν που σήμερα συμβολίζει την αιώνια επιθυμία του ανθρώπου, εκείνη που τον έκανε να επιβιώσει μέσα στον χρόνο, την επιθυμία να διασχίσει, βουνά, θάλασσες, ερήμους, πάγους, ζούγκλες, στέπες για να ορίσει τον τόπο της κατοικίας του, δηλαδή, να οριστεί ο ίδιος και  από «Ιπτάμενος Ολλανδός», από «ερριμμένο ον», να αναδυθεί ως «κατοικ-όν».

Θυμίζω τη σκέψη του Hegel όταν έλεγε ότι στην ιδιοκτησία συμπεριλαμβάνεται ο εαυτός αφού ιδιοκτησία είναι το στάδιο αντικειμενοποίησης της βούλησης.

Ο πρόσφυγας είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα, κάποιες φορές ούτε τα ρούχα του, δεν του ανήκει ούτε καν το σώμα του το οποίο ανήκει στον διακινητή, τον βιαστή, τον συνοριοφύλακα. Το σώμα του είναι ο τρόπος να μεταφέρει την επιθυμία του, το σώμα του είναι μια αποσκευή που ωστόσο δεν του ανήκει, για την μεταφορά της επιθυμίας του. Του ανήκει μόνο εκείνη η άσβεστη επιθυμία που τον υποχρεώνει να κάνει χρήση του θανάτου για να υπερβεί τον θάνατο σε μια λέμβο.

Αυτός, ο απολύτως χωρίς ιδιοκτησία άνθρωπος έρχεται να μας χτυπήσει την πόρτα επιφέροντας την ταύτιση του φυσικού δικαίου με το κοινωνικό δίκαιο. Διανοητές όπως ο Derrida και ο Levinas, εννοούν τον ξένο ως δικαιούχο της φιλοξενίας μας, άνευ όρων.

Και  υπενθυμίζω, επίσης, την άποψη του Kant για το ίδιο θέμα, στο γνωστό βιβλίο του για την «Αιώνια ειρήνη», θέση η οποία θεσπίστηκε από τον ΟΗΕ στα δικαιώματα των προσφύγων, το 1951.

Οι διατυπώσεις αυτές μας λένε, ότι, το δίκαιο δεν έρχεται από το μέρος του κατέχοντος, αλλά, παρά του μη έχοντος, ο οποίος δημιουργεί δίκαιο και ηθική από το γεγονός και μόνο ότι μας χτυπά την πόρτα. Και ηθική δεν σημαίνει κάτι άλλο, παρά ζωή. Ας θυμηθούμε εδώ τον Foucault: «Ο ρατσισμός είναι η τομή ανάμεσα σε αυτόν που πρέπει να ζήσει και σε αυτόν που πρέπει να πεθάνει. Είναι η διπλή κίνηση μιας πολιτικής που αναλαμβάνει την ιδιοκτησία της ζωής και θεσπίζει τον θάνατο». Και δεν μπορώ να μην παραθέσω εδώ τον Dworkin όταν λέει ότι κάθε ανθρώπινη ζωή έχει εγγενώς ίση αξία.

Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό τον λόγο του Husserl (1935) όταν ανυποψίαστος για το τέρας που ερχόταν  αποκαλούσε την Ευρώπη «συνείδηση της οικουμένης». Και ήταν. Μην ξεχνάμε τα λόγια του Marx: «Η αστική τάξη έπαιξε ένα σπουδαιότατο επαναστατικό ρόλο».

Σήμερα; Ο νεοφιλελευθερισμός κινείται από μόνος του, χωρίς όνομα, χωρίς σύνορα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα πλημμυρίζει ανεξέλεγκτα τις ηπείρους, δεν ελέγχεται από πουθενά, αδιάφορο παρασύρει ζωές, πληθυσμούς, το κλίμα, τον πλανήτη. Το σύστημα ετοιμάζει γενιές σε άγνοια, κατάλληλες για δουλειά και πόλεμο. Δεν επιτρέπεται πια η σκέψη, η οποία πάντα ήταν ύποπτη, αλλά τώρα αυτό είναι απροκάλυπτο και νόμιμο.  Όπως στo «Μetropolis» του F. Lang, οι λαοί οφείλουν να είναι πηγή εργατών και στρατιωτών απολαμβάνοντας την πολιτική δικαιοσύνη του ίσου θανάτου, της ίσης αλλοτρίωσης και το ιερά απαράβατο δικαίωμα μιας χαμένης ζωής.

Το «πράγμα» δρα εκτός του συμβολικού πλαισίου, όπως τότε το κτήνος του ναζισμού, όπως το παρουσιάζει ο de Sade στο  «Salò». Μόνο που σήμερα δρα «πολιτισμένα», δηλαδή σκοτώνει έμμεσα χαμογελώντας ευγενικά. Δεν έχουμε παρά να δούμε τα πολιτικά πρόσωπα στην τηλεόραση.

Η  οικονομία σήμερα δρα χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. «Χωρίς νόημα», θα έλεγε ο Attali, όπως χωρίς νόημα είναι η ανθρώπινη ζωή η οποία προσμετράται με σκορ κατανάλωσης. Σήμερα, το ηθικό  και το δίκαιο είναι συνώνυμα  του νόμιμου καταναλωτή.

O de Sade μας αποκαλύπτει ότι η έννοια της δικαιοσύνης στο νεωτερικό κράτος δεν είναι απροκάλυπτη όπως

TELEVISION PROGRAMME…. Masters of Darkness: De Sade
Pictured….Illustration of The Marquis De Sade.
Tx: Tuesday 26 February 2002
Mary Evans Pictures Library – 020 8318 0034
This picture may be used solely for Channel 4 programme publicity purposes in connection with the current broadcast of the programme(s) featured in the national and local press and listings.
Not to be reproduced or redistributed for any use or in any medium not set out above (including the internet or other electronic form) without the prior written consent of Channel 4 Picture Publicity 020 7306 8685

στην αριστοτέλεια αντίληψη περί δούλου ή στην φεουδαρχική αντίληψη του Ακινάτη όπου ο Κύριος δικαιούται, βάσει άγραφων νόμων, το σώμα της νύφης πριν τη νύχτα του γάμου της. Αλλά, καλεί τον εκμεταλλευόμενο να συμβάλλει στην αλλοτρίωσή του αποδεχόμενος την απόλαυση του Κυρίου ως προσίδια απόλαυση. Προς τούτο, θα έχει ήδη δεχθεί να εκχωρήσει την επιθυμία του στην διαταγή-επιθυμία του Άλλου. Προσφέροντας το σώμα του, τα εσωτερικά του όργανα, το δέρμα του, τα αισθητήρια όργανα είτε ως πηγή απόλαυσης -εργατικό δυναμικό- είτε ως βιομηχανικό προϊόν μεταξύ άλλων βιομηχανικών προϊόντων.

Ο de Sade μας δείχνει ότι η συναίνεση στην αλλοτρίωση, η παραίτηση από τα δικαιώματα -της ελευθερίας, του συνέρχεσθε, της πρόσβασης στην υγεία, την παιδεία, την μη ελεγχόμενη πληροφορία- είναι η θεμελίωση των σύγχρονων κοινωνιών, οι ηγήτορες των οποίων αποδέχονται την ερμηνεία, κατά το δοκούν, του συνθήματος της γαλλικής επανάστασης.

Ναι, είμαστε ελεύθεροι, αρκεί αυτό να μην συγκρούεται με την ασφάλεια (βλέπε Agaben).

Ναι, είμαστε ίσοι, όλοι μπορούμε να φοράμε την ίδια μάρκα παπουτσιών.

Ναι, είμαστε αδελφοί στην περίπτωση που έρθουν αρειανοί ή brothers στην soul μουσική.

Τρομοκρατία! Τι λέξη! Από ποιόν σε ποιόν;

Ελευθερία! Τι λέξη! Ως προς  τι;

Ειρήνη! Τι λέξη! Ποιος είναι ο νικητής που θα την επιβάλλει;

Δικαιοσύνη! Μέσω Γκουαντάναμο, μέσω εκτελέσεων χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, μέσω πολύχρονης κάθειρξης σε εφήβους.

Αναπόφευκτα πάει ο νους στην σύγχρονη εκδοχή της Pax Romana.

Το κράτος δικαίου σήμερα θεωρεί τα υποκείμενα ίσα ως προς τον νόμο αλλά  σ’ ένα νόμο που το ίδιο έχει θεσπίσει, δηλαδή, ως προς ένα νόμο που θεσπίστηκε για την προάσπιση ενός συστήματος το οποίο αποσκοπεί στον εγκλεισμό τους στην ίδια τους την αλλοτρίωση η οποία είναι και η απόλαυση τους. Όπως ακριβώς ο παρανοϊκός εκλιπαρεί τον Θεό να είναι όργανό του, όπως η Justine προσφέρεται στην απόλαυση του μαστιγώματος, έτσι και το κοινωνικό υποκείμενο εκλιπαρεί να προσφέρει απόλαυση στον εκμεταλλευτή του.  Και μετά, κατεβαίνει σε διαδήλωση διαμαρτυρίας…

Και βέβαια, όλα γίνονται νόμιμα. Κι αφού είναι νόμιμα είναι και ηθικά, θα έλεγαν κάποιοι. Όμως, στη γνήσια δημοκρατική κοινότητα ηθικό και δίκαιο μπορεί να  ταυτίζονται με το νόμιμο αλλά όχι οπωσδήποτε το αντίθετο.

Ευθυνόμαστε που είμαστε ελεύθεροι αλλά και ένοχοι, a priori, ως προς αυτή την ευθύνη. Κάθε άνθρωπος, λέει ο Dworkin  έχει αναφαίρετη προσωπική ευθύνη να προσδιορίσει ο ίδιος την αξία του και να την πραγματώσει. Κλασική περίπτωση ο Οιδίπους ο οποίος αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για κάτι που διόλου δεν γνώριζε  αλλά και το ενοχοποιητικό σύστημα του Dante το οποίο καταδικάζει κάποιον από το γεγονός και μόνον ότι  δεν γνώρισε το Χριστό, ασχέτως αν είχε γεννηθεί πριν από αυτόν. Κλασική, επίσης, η περίπτωση του Τεύκρου που αφού δικάζεται εξ αποστάσεως, παραμένων στο πλοίο, για να μην μιανθεί η πόλη, καταδικάζεται από τον ίδιο του τον πατέρα, άσχετα αν μπορούσε ή όχι να σώσει τον αδελφό του τον Αίαντα και εξορίζεται. Σ’ αυτή την  τρομερή συναλλαγή του πατρικού βασιλικού ναρκισσισμού με τον αυτοκτονικό ναρκισσισμό του Αίαντα και τον πληγωμένο ναρκισσισμό του Τεύκρου, το νόμιμο διόλου δεν είναι ισοδύναμο του ηθικού όπως εξάλλου  στην Αντιγόνη, όπως και στη ζωή μας. Και ας λέει ο κύριος υπουργός…

Στο σημείο αυτό δικαιούμεθα να αναρωτηθούμε, αν η καταδίκη κάποιου στο παρόν εν σχέση με μία πράξη που ετελέσθη στο παρελθόν, αν αφορά το ίδιο υποκείμενο, αν αυτός που καταδικάζεται τώρα δεν είναι αυτός που ήταν τότε, αυτός που διέπραξε το αδίκημα τότε. Αλλά, καταδικάζεται αναπόφευκτα λόγω της ταύτισης του ονόματος του με το σαρκίον που ανήκει σ’ αυτό το όνομα. Και εξ αυτού τίθεται το ερώτημα: όταν τιμωρούμε, τιμωρούμε το σαρκίον ή τον φέροντα το όνομα του σαρκίου;  Κλασική περίπτωση ο Γιάννης Αγιάννης του Hugo.  Ποιον κυνηγά ο αστυνομικός;  Οι θεοί καταδικάζουν το αμαρτωλό, έστω εν αγνοία του, σαρκίο του Οιδίποδα ή τον ίδιο; Και ποιος σώζεται στον Κολωνό; Όταν ο δικαστής καταδικάζει ένα πρώην εξαρτημένο άτομο, ποιο άτομο καταδικάζει, το τότε ή το τώρα;

Και γιατί ο ληστής στο Σταυρό μπορεί να σωθεί μόλις γίνει άλλος;

Bλέπουμε, λοιπόν, ότι η έννοια του δικαίου παραπέμπει ευθέως και σταθερά ανά τους αιώνες, στην έννοια του κράτους.

Η διαφοροποίηση συνίσταται στο ότι όλο και μεγαλύτερα ποσοστά της ανθρωπότητας συμπεριλαμβάνονται στα υποκείμενα του νόμου άρα, θεωρητικά, σε κοινωνία δικαίου άρα και ελέγχου.

Καταρχήν, αφορούσε τους άρχοντες, τους αναγνωρισμένους πολίτες και εν συνεχεία τους απελεύθερους, τους δούλους, τις γυναίκες, ναι, η γυναίκα ως υποκείμενο δικαίου έπεται της απελευθέρωσης του δούλου, τους όλο και νεότερους ηλικιακά οι οποίοι εντάσσονται έτσι μέσα στο σύστημα του εκλέγειν.

Αλλά, αυτό, μας λέει  ο de Sade, είναι ο ελιγμός του Κυρίου να συμπεριλάβει στους κόλπους της δικαιοσύνης του εκείνο τον πληθυσμό η μη εξάλειψη του οποίου ως υπόλοιπο απραγματοποίητης επιθυμίας, βλέπε Deleuze, θα μπορούσε αν όχι να υποσκάψει τουλάχιστον, να ενοχλεί σταθερά την απόλαυση του Κυρίου. Συν, ότι, εντάσσοντας αυτές τις ευρύτερες ομάδες, όπως την Κίνα, το Βιετνάμ, την Κούβα και όπου να ‘ναι την Βόρεια Κορέα, αποσκοπεί σε ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς και διευθέτησης του κόσμου, δηλαδή της απόλαυσης του σώματος του Άλλου ως προϊόντος.

Σήμερα, σειρά στην ένταξη έχουν οι μετανάστες, έως τώρα ανύπαρκτοι.  Από το γεγονός και μόνο ότι είναι αποδεκτοί σε κράτη δικαίου, όποιο κι αν είναι το ποιόν του δικαίου αυτού, καθίστανται αυτόματα υποκείμενα νόμου αλλά και ενοχής.  Μιας καφκικής ενοχής που δεν ξέρει κάποιος από που του έρχεται αλλά που υποχωρεί όταν …ψωνίζει. (Το «shopping therapy» είναι εν μέρει η υποχώρηση της ενοχής από την ένταξη στην κατανάλωση).

Είπα «σειρά στην ένταξη», θα έπρεπε να πω «σειρά στην αλλοτρίωση». Μα, μήπως αυτό δεν είναι το γενικό δίλλημα που τίθεται σήμερα; Ή αλλοτριωμένος ή νεκρός; Αυτό δεν είναι το πρόταγμα της Αντιγόνης;

Ας θυμηθούμε εδώ τον Ανάχαρσι στο διάλογο  με τον Σόλωνα για τους νόμους, έτσι όπως μας τον μεταφέρει ο Πλούταρχος: «Μηδέν των αραχνίων διαφέρειν, αλλ’ ως εκείνα τους μεν ασθενείς και λεπτούς των αλισκομένων καθέξειν, υπό δε των δυνατών και πλουσίων διαρραγήσεσθαι. (Ο νόμος είναι σαν τον ιστό της αράχνης, συλλαμβάνει τους αδύναμους ενώ οι δυνατοί και οι πλούσιοι τον σκίζουν).».

Ας λέει, λοιπόν,  ο Hegel ότι δεν χρειάζονται ήρωες σε μια οργανωμένη κοινωνία.

Ας ακούσουμε τον de Sade: «Πολίτες, ακόμα μια προσπάθεια για επανάσταση!».

Ας θυμηθούμε ότι το «δίκαιο» έρχεται από το «δείκνυμι» και ας φωνάξουμε:

«Θέλουμε μια Αντιγόνη».

 

Βιβλιογραφία (ενδεικτική)

Καγγελάρης Φ.: Το Πράγμα η Λέξη και ο Κόσμος. Αρμός

Καγγελάρης Φ.: Το Βλέμμα και το Είναι στην ψύχωση. Άγκυρα

Καντ Ι.: Κριτική του πρακτικού λόγου. Εστία

Λακάν Ζ.: L’ éthique de la psychanalyse. Seuil

Μαρκήσιος ντε Σαντ: Ζυστίν ή οι δυστυχίες της αρετής. Νεφέλη

Χέγκελ Γ.: Φιλοσοφία δικαίου. Κράτερος

 

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ομιλία του Φώτη Καγκελάρη στο

9ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Θεσσαλονίκη 20 & 21 Μαρτίου 2018

 

 

 

 

 

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα