Ευάγγελος Μπάρτζης*

«Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο, γιατί είναι ανεξερεύνητο και απροσπέλαστο», Ηράκλειτος
Πότε η επιστήμη προσεγγίζει επικίνδυνα στην αποβλάκωση; Όταν επαναπαύεται σε βεβαιότητες, ξεπέφτοντας στο επίπεδο της ιδεολογίας, κυρίαρχο στοιχείο της οποίας είναι η διατράνωση ότι περιλαμβάνει το σύνολο της αλήθειας, χωρίς περιθώρια επαναπροσδιορισμού ή αναγνώρισης ελλείψεων.
Η αλήθεια της ιδεολογίας προσφέρεται ως βεβαιότητα την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αποδεχθεί, προκειμένου να λυτρωθεί από την άγνοια, η οποία ταυτίζεται με την αβεβαιότητα· βεβαιότητα ότι η αλήθεια είναι γνωστή, προσδιορίσιμη, και ότι ο άνθρωπος μπορεί να την κατακτήσει. Κάθε είδους ιδεολογία είναι φορέας διανοητικής αιτιοκρατίας, αφού επαγγέλλεται την ακριβή περιγραφή της πραγματικότητας, θεϊκής ή υλικής, θεωρώντας ότι η περιγραφή αυτή εκφράζει την αλήθεια στο σύνολό της. Έτσι, η αλήθεια ορίζεται μέσα σε έναν συγκεκριμένο αριθμό αρχών και κανόνων, οι οποίοι αποδεικνύουν το αληθές κάθε πρότασης που εκφράζει η ιδεολογία και το ψευδές κάθε έκφρασης που αυτή απορρίπτει. Σε τελική ανάλυση, στις ιδεολογίες η αλήθεια ταυτίζεται με τις γλωσσικές εκφράσεις τους.
Ωστόσο, ο αιώνας που διανύουμε μοιάζει να διέπεται από μια βασική έννοια: το τέλος της βεβαιότητας. Το γλωσσικό και νοηματικό κοσμοείδωλο (paradigm) που ευνοούσε τη βεβαιότητα της αιτιοκρατίας, τόσο στις επιστήμες όσο και στη φιλοσοφία και τις τέχνες, μοιάζει να υποχωρεί, παραχωρώντας τη θέση του σε ένα νέο κοσμοείδωλο, στο οποίο επικρατούν έννοιες όπως ο αποδομισμός (deconstruction), η πιθανοκρατία, το χάος και η ερμηνευτική (hermeneutics). H βασική ιδέα πίσω από τις παραπάνω έννοιες είναι η άρνηση να αποδεχτούμε ότι η αλήθεια μπορεί να εκφραστεί από ένα ορισμένο σύνολο, μαθηματικό ή γλωσσικό. Ας μου επιτραπεί παρακάτω να γεφυρώσω αιώνες σκέψης και να μην αποφύγω τις γενικεύσεις και τις ομαδοποιήσεις για χάρη συντομίας.
Η διατύπωση των αρχών της μηχανικής από τον Νεύτωνα, τον 17ο αιώνα, θεωρείται ένας σημαντικός σταθμός στην άνοδο της επιστημονικής αιτιοκρατίας: εάν γνωρίζουμε τις αρχικές συνθήκες ενός συστήματος και τις αρχές που διέπουν την κίνηση, τότε μπορούμε να προβλέψουμε την εξέλιξή του στο μέλλον. Για παράδειγμα, αν γνωρίζουμε τις θέσεις που βρίσκονται οι 16 μπάλες στο τραπέζι του μπιλιάρδο και τους κανόνες που διέπουν την κίνησή τους, μπορούμε να προβλέψουμε τον τρόπο που θα κινηθούν. Η παραπάνω πρόταση έχει σαφώς μεταφυσικές προεκτάσεις, αφού συνεπάγεται ότι η αλήθεια για την εξέλιξη του κόσμου βρίσκεται μέσα στα ίδια τα γεγονότα και τις αρχές της υλικής πραγματικότητας, τα οποία ορίζονται από σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος, εξοβελίζοντας κάθε υπερβατική πραγματικότητα (θεϊκή παρουσία). Τον 20ό αιώνα ήταν έκδηλη η αισιοδοξία για επιστήμονες όπως ο Comte (πατέρας του θετικισμού), ο Hilbert και ο Russell ότι η ανθρώπινη σκέψη θα επιτύγχανε να εκφράσει μέσα σε ένα ορισμένο αριθμό αποδείξιμων αρχών (principia) το αληθές ή ψευδές κάθε πρότασης. Όπως τονίζει ο Δημήτρης Μουρούλης, «εφ’ όσον τα αξιώματα ήταν σωστά και εφ’ όσον οι κανόνες με τους οποίους γινόταν η χρήση τους διατηρούσαν την αλήθεια, τα μαθηματικά δεν θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν σε αναλήθειες. Η αλήθεια ήταν εξασφαλισμένη μέσω μιας αυτόματης θεωρητικής μεθοδολογίας». Η επιστημονική αιτιοκρατία θα παρείχε τόσο τη βεβαιότητα της κατοχής σύνολης της αλήθειας όσο και τα μέσα για την εξασφάλιση της αποδειξιμότητας της αλήθειας. Ωστόσο, μέσα σε λίγα χρόνια οι βεβαιότητες ανατράπηκαν.
Μπορεί, λοιπόν, η λογική να συλλάβει το σύνολο της αλήθειας; Η κριτική του Ludwig Wittgenstein επάνω στη λογική (logic) των Comte και Russell ταρακούνησε τα θεμέλια της ακραίας επιστημονικής αιτιοκρατίας, τα οποία άρχισαν πλέον να καταρρέουν μετά τη δημοσίευση του θεωρήματος μη πληρότητας (1931) από τον νεαρό Kurt Gödel. Ο Gödel εργάστηκε επάνω στην αποδειξιμότητα των μαθηματικών αρχών, δείχνοντας ότι η λογική θα συνεχίζει να εδράζεται σε αναπόδεικτες αρχές, αφού είναι αδύνατο να δειχθεί η αποδειξιμότητα όλων των αρχών. Το θεώρημα του Gödel μπορεί να αναφέρεται στο γεγονός ότι κάθε τυπικό σύστημα, όπως τα μαθηματικά, περιέχει δηλώσεις που δεν μπορούν να αποδειχθούν. Ωστόσο, έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις, καθώς καταδεικνύει την αδυναμία της λογικής να διεισδύσει στο σύνολο της αλήθειας. Από την άλλη, ο Wittgenstein συνέδεσε στα έργα του την έκφραση της αλήθειας με τις γλωσσικές προτάσεις και τον μηχανισμό που διέπει τη σχέση αντίληψης-γνώσης-γλώσσας, υπογραμμίζοντας τους εγγενείς περιορισμούς της ανθρώπινης λογικής, η οποία εκφράζεται μέσα από γλωσσικές φόρμες.
Οι προτάσεις του Wittgenstein έχουν τύχει διαμετρικά αντίθετων ερμηνειών: από την επανεισαγωγή του μυστικισμού, μέχρι την απόλυτη αμφισβήτηση της μεταφυσικής. Ωστόσο, στην καρδία της σκέψης του Αυστριακού φιλόσοφου βρίσκεται το τέλος της βεβαιότητας. Ο Wittgenstein τόνισε τον κίνδυνο που κρύβεται πίσω από κάθε πρόταση που εκφράζεται με δογματική βεβαιότητα. Το σύγχρονο κίνημα του αποδομισμού (deconstruction) στο πεδίο της ερμηνευτικής έχει ανατρέψει την λογική ότι κάθε πρόταση φέρει απόλυτο νόημα που μένει αναλλοίωτο χωροχρονικά.
Η θεωρία της σχετικότητας του Einstein, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση των Gödel και Wittgenstein, ταρακούνησε τα θεμέλια της Νευτώνειας φυσικής. Ωστόσο, σύντομα η ακραία ερμηνεία για τα στοιχειώδη σωματίδια από την ομάδα του Niels Bohr κλόνισε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την υφή του κόσμου. Ο Shrödinger αμφισβήτησε την εγκυρότητα της επιστημονικής παρατήρησης, τονίζοντας την επίδραση του παρατηρητή στον πειραματικό μηχανισμό (apparatus) ενώ ο νεαρός Heisenberg, εξοργίζοντας τον Einstein, εξέφρασε την πιθανοκρατική υφή της πραγματικότητας.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αδυναμίας της ανθρώπινης λογικής να περικλείσει το σύνολο της αλήθειας οφείλει να εκτιμηθεί η προτροπή του Ilya Prigogine, Βέλγου φυσικού, προς τον επιστημονικό κόσμο να επαναπροσδιορίσει το γλωσσικό υπόδειγμά του, προκειμένου αυτό να συμφωνεί με την υφή της πραγματικότητας, η οποία είναι πιθανοκρατική και όχι αιτιοκρατική: η υφή της υλικής πραγματικότητας δεν διέπεται από σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος, αλλά από καταμερισμούς πιθανοτήτων. Στο παράδειγμα με τις μπάλες στο μπιλιάρδο, μια εικόνα που θα στηριζόταν στο φυσικό υπόδειγμα της κβαντικής φυσικής -η οποία διόρθωσε και σε πολλά σημεία αντικατέστησε την κλασική μηχανική- θα ήταν αυτή με ένα σκοτεινό πέπλο γύρω από τις μπάλες, το οποίο απαγορεύει να γνωρίζουμε ταυτόχρονα τη θέση και την ταχύτητα κάθε μπάλας αλλά και τις αρχικές συνθήκες του συστήματος.
Έτσι, καταδεικνύεται το τέλος της βεβαιότητας, καθώς «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», κατά τον Ηράκλειτο (Απόσπασμα 123). Σε μια δημόσια διάλεξή του, ο Richard Feynman, Αμερικανός φυσικός και νομπελίστας, χαριτολογούσε με εντιμότητα αναφερόμενος στην αλληλεπίδραση των υποατομικών σωματιδίων, του θεμελιώδους δομικού στοιχείου της ύλης: «δεν έχουμε ένα ακριβές μοντέλο… Ετοιμαστείτε για αυτό που ακολουθεί… το μόνο που κάνουμε είναι να σχεδιάζουμε βέλη σε ένα κομμάτι χαρτί». Κάθε βέλος εκφράζει ένα φάσμα πιθανοτήτων σχετικά με την πορεία ενός σωματιδίου. Το τέλος της αιτιοκρατικής βεβαιότητας, σύμφωνα με τον Ilya Prigogine, δείχνει ότι το μέλλον του σύμπαντος δεν είναι προδιαγεγραμμένο, αλλά εξακολουθεί να ακολουθεί απροσδόκητες πορείες, οι οποίες αποκαλύπτονται απροσδόκητα στα έκπληκτα μάτια του παρατηρητή.
Η αισθητή κατάρρευση της βεβαιότητας και η άνοδος της πιθανοκρατίας ώθησε διαπρεπείς προσωπικότητες του επιστημονικού κόσμου, όπως ο Αϊνστάιν, να αντιδράσουν με αμηχανία, τονίζοντας ότι είναι αδύνατον ο Θεός να «παίζει ζάρια». Αντίθετα, ο Stephen Hawkins, επίσης εκπρόσωπος της επιστημονικής αιτιοκρατίας, έχει υπαναχωρήσει αισθητά από τη θέση του ότι σε λίγα χρόνια οι φυσικοί θα μπορούν να διαβάσουν «τον νου του Θεού», αποδεχόμενος ότι η μη πληρότητα του Gödel απαγορεύει την εύρεση του συνόλου των αρχών που θα επέτρεπαν την ακριβή πρόβλεψη της εξέλιξης του σύμπαντος.
Ωστόσο, στην κατάρρευση της βεβαιότητας που συνεπάγονταν τα αιτιοκρατικά μοντέλα, και μπροστά στις δυνατότητες που ανοίγουν τα πιθανοκρατικά παραδείγματα, ο Feynman διέκρινε τον καθολικό διαχωρισμό ανάμεσα στις θετικές επιστήμες και τις ιδεολογίες, όπως η θρησκεία.
Το αρχικό απόσπασμα από τον Ηράκλειτο μοιάζει να προτείνει ότι προκειμένου να ανακαλυφθεί το απροσδόκητο, ο παρατηρητής θα πρέπει να έχει απεμπολήσει κάθε βεβαιότητα, η οποία εγκλωβίζει την εμφάνιση της αλήθειας μέσα σε συγκεκριμένα όρια (ας θυμηθούμε τον Shrödinger). Στην αυτοβιογραφία του, ο Feynman προσθέτει έναν τελικό παράγοντα: τη χαρά της ανακάλυψης του αναπάντεχου. Έτσι, διακήρυττε ότι η επιστήμη ωφείλει πάντα να παραμένει ανοικτή στο λάθος, την επανεκτίμηση και τον επαναπροσδιορισμό, αλλιώς εκπίπτει στο επίπεδο των άκαμπτων ιδεολογιών. Το τέλος της βεβαιότητας εξασφαλίζει την αναπάντεχη χαρά που προκύπτει από το απροσδόκητο, τη «χαρά της ανακάλυψης» (παραφράζω τον τίτλο του Feynman, The Pleasure of Finding Things Out). Σε τελική ανάλυση, η έκπληξη διαχωρίζει τη δημιουργικότητα από την αποβλάκωση και την επιστήμη από την ιδεοληψία.
*Θεολόγος
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο τού, ιταλού, Κάρλο Καρά.
antifono.gr