Ἡ βυζαντινὴ ἰδιοπροσωπία κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα περιλαμβάνει πλῆθος στοιχείων, ριζικὰ ξένων κάποτε ἀπὸ ἀντίστοιχες ἐξελίξεις στὴ Δύση: Ὁ περὶ τὶς ἐπιστῆμες σκεπτικισμός, ἡ ἀνατίμηση τοῦ φυσικοῦ ὄντος καὶ ἡ κατάφαση στὴν συγκεκριμένη ἀνθρώπινη φύση, ἡ (ἀδιανόητη γιὰ τὴ Δύση) ἀστικὴ ἀνάπτυξη χωρὶς τὴν ταυτόχρονη ἀπόρριψη τῆς πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἐξουσίας, ἡ συμμαχία (ἀπροσδόκητη γιὰ τὸν δυτικὸ μελετητή) ἀστῶν καὶ γαιοκτημόνων, ἡ ἔντονη ἐξατομίκευση τῶν κοινωνικῶν διεκδικήσεων μαζὶ μὲ τὴν παράλληλη ἰσχὺ τῆς πυρηνικῆς οἰκογένειας καθὼς καὶ ἡ μεγάλη κοινωνικὴ κινητικότητα μὲ τὴν ταυτόχρονη ἀνυπαρξία συμπαγοῦς κυρίαρχης τάξης, ἀποτελοῦν καίρια χαρακτηριστικά της. Γιὰ ὅσους δέ, θὰ τόνιζαν τὴν παντοδυναμία τοῦ αὐτοκράτορα, ἡ ὁποία πράγματι δὲν ἀμφισβητήθηκε ποτὲ στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ ἀνεξάρτητες ὁμάδες ἢ θεσμούς, ὅπως στὴ Δύση, θ’ ἀρκοῦσε νὰ θυμίζαμε τὴν παρατήρηση τοῦ Ράνσιμαν πὼς ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας ἐντούτοις δὲν εἶναι κληρονομικός, ὁ ὁποιοσδήποτε πολίτης μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἑπόμενος αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος ἐπιπλέον ἐλέγχεται (ὡς πρόσωπο καὶ ὄχι ὡς θεσμός) ἀπὸ τὸν στρατό, τὸν λαό, τὴ Σύγκλητο καὶ τὴν Ἐκκλησία.

Ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον πὼς τὸ Βυζάντιο, δύο αἰῶνες ἤδη πρὶν τὴν κατάρρευσή του, εἶχε ὅλες τίς, κατὰ τὴν σύγχρονη νοοτροπία, προϋποθέσεις οὐσιαστικῆς ἱστορικότητας, γεγονὸς ποὺ θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὸν Ἡσυχασμὸ καὶ τὴν ταυτόχρονή του δεύτερη ἀνθρωπιστικὴ ἀναγέννηση τοῦ 14ου αἰώνα. […]

Ἀφήνουμε ὅμως αὐτὴ τὴν ἀνάπτυξη γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ δι’ ὀλίγων ἐξέταση τοῦ νεώτερου δυτικοῦ ἑαυτοῦ, προκειμένου νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸ β ά θ ο ς  τ ῶ ν  π ρ ο β λ η μ ά τ ω ν  ποὺ δημιουργοῦνται πιὰ σήμερα. Ἡ «ἀπόσπαση», θὰ λέγαμε λοιπόν, ὑπῆρξε τὸ μέλλον τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας (θυμηθεῖτε ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο: τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι ψυχὴ ἢ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ εἶναι, ὄντως «ἀποσπᾶται» ἀπὸ τὸ ὑλικοϊστορικὸ στοιχεῖο καὶ δεσπόζει ἐπ’ αὐτοῦ). Ἂν διαβάσετε τὸν Καρτέσιο θὰ δεῖτε πὼς τὸ καρτεσιανὸ ἄτομο εἶναι μιὰ προχωρημένη καὶ ἐκκοσμικευμένη μετεξέλιξη (μὲ διαφορὲς βέβαια) τῆς παραπάνω προοπτικῆς. Ἡ παρεμβολὴ τοῦ Θωμὰ Ἀκινάτη μ’ ὅλο τὸν πεπεισμένο ἀριστοτελισμό της δὲν ὑπῆρξε ἱκανὴ νὰ μεταβάλει οὐσιωδῶς τὴν προοπτική. Βεβαίως γιὰ τὸν Ἀκινατη τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀμφότερα στοιχεῖα τῆς μίας ἀνθρώπινης οὐσίας, τὸ σῶμα συνανήκει μετὰ τῆς ψυχῆς στὴ μία ἀνθρώπινη φύση (Sum. Con. Gent. 2, 67), ἡ ὁποία ψυχὴ δὲν προϋπάρχει τοῦ σώματος, παρὰ τὸ ὅτι ἐπιβιώνει μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐπιπλέον ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, μὴ ἔχοντας τὴ δύναμη καὶ τὴν περιωπὴ τῆς ἔμφυτης γνώσης τῶν ἀγγέλων, δέχεται κατ’ ἀνάγκη ὡς δῶρο ἀπὸ Θεοῦ τὸ γεγονὸς πὼς εἶναι συνδεμένη μ’ ἕνα σῶμα, τὸ ὁποῖο μέσω τῶν αἰσθήσεων τῆς προμηθεύει γνώση (Sum. Theol.Ia 89, Ι). Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ πνευματικότητα καὶ ἡ φυσικὴ ὑπερβατικότητα τῆς ψυχῆς εἶναι δεδομένη κι ἐδῶ, ἀκριβῶς λόγω τῆς ἀϋλίας της (Sum. Con. Gent.2, 49). Εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ὑλικότητας ποὺ ἀποδεικνύει πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι ἱκανὴ γιὰ «πνευματικές» δραστηριότητες, καὶ μάλιστα εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ σῶμα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐξάσκησης τῶν ἀνώτερων ἀπὸ αὐτές· τὸ θέμα ἐδῶ τοῦ «θύραθεν» ἀριστοτελικοῦ «ποιητικοῦ» νοῦ ἐπιστρέφει. Στὸν Καρτέσιο πάντως τὸ ἄτομο κάνει, πλὴν τῆς φυσικῆς ἀνωτερότητας τῆς ψυχῆς του, ἢ μᾶλλον ἐξαιτίας αὐτῆς, ἕνα ἀκόμη βῆμα: δὲν ἀναζητᾶ πλέον τὸ ἔσχατο νόημα ἐκτός του, στὸν Θεό, ὅπως ὁ Αὐγουστῖνος ἢ ὁ Ἀκινάτης, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἐντός του. Ἡ πασίγνωστη καρτεσιανὴ φράση «Cogito ergo sum» δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει – ὅπως στὸν Πλάτωνα ἢ τὸν στωικισμό – ἔξω μου, ἀλλὰ οἰκοδομεῖται ἀπὸ τὴν ἀτομική μου λογικότητα καὶ κρίση. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ ἡγεμονία τοῦ λόγου ἀπὸ  ἐ ν α ρ μ ό ν ι σ η  πρὸς τὴν ὀντολογικὴ λογικότητα τοῦ κόσμου γίνεται πλέον ἐσωτερικὸ λογικό μου  δ η μ ι ο ύ ρ γ η μ α, σύμφωνα μὲ κανόνες ποὺ ἐγὼ ὁ ἴδιος μπορῶ νὰ ἐφεύρω καὶ νὰ ἀνακαλύψω. Δὲν ἔχει τόσο κοσμολογικὴ διάσταση ἡ σκέψη μου ὅσο, ἀντίθετα, ὁ κόσμος γίνεται ἀναπαράσταση ἀτομική μου. Συντελεῖται ἔτσι μιὰ «ἐνδοκοσμικὴ ἀπελευθέρωση» τοῦ ἀνθρώπου στὸν Καρτέσιο, ὅπως αὐτὸ ὀνομάστηκε ἀπὸ σύγχρονους μελετητές του. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ ἀλήθεια δὲν ἀναζητεῖται τώρα στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὴν αὐτοβεβαίωσή μου ἐν ἀπολύτῳ ἐσωτερικῇ αὐταρκείᾳ, ἐκφραζόμενη στὴν αὐτόνομη λογικὴ καὶ ἀτομική μου αὐτοκυβέρνηση καὶ μόνον: γεννιέται ἔτσι τὸ νεώτερο εὐρωπαϊκὸ ὑποκείμενο, ἕνα ὑποκείμενο ἀπόλυτο, ἄσχετο πρὸς τὸν κόσμο, ὑποκείμενο τοῦ λογικοῦ του ἐλέγχου, ἕνας ἐσωστρεφὴς ἐαυτός, αὐτοδύναμος καὶ ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο. Κάποιοι νεώτεροι ἀγγλοσάξονες ἱστορικοί της φιλοσοφίας ὀνόμασαν αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ ἑαυτοῦ detached self, ἀποσυνδεδεμένο καὶ ξεχωρισμένο ἀπ’ ὅλα ἑαυτό. Τὸ «μέσα» καὶ τὸ «ἔξω» τοῦ ὑποκειμένου, γιὰ πρώτη φορά, διαχωρίζεται πλήρως. Ὑποκείμενο εἶναι κυρίως αὐτὸ τὸ «ἔσω», ἐνῷ τὸ «ἔξω» εἶναι Κόσμος, Ἱστορία, Θεὸς κλπ. Πρόκειται γιὰ σοβαρὴ ἀνατροπὴ τῆς πατερικῆς, λόγου χάρη, θεολογίας ἐδῶ, πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μιλήσουμε κυρίως στὰ ἑπόμενα κεφάλαια.

Τὸ ἑπόμενο μεγάλο βῆμα εἶναι ὁ Τζὼν Λόκ. Ἔχουμε ἐδῶ τὸν λεγόμενο punctual self, τὸν σημειακὸ ἑαυτό, τὸν ἑαυτὸ μὲ διάσταση σημείου, ποὺ εἶναι, ὡς κορύφωση τοῦ detached self, καθαρὴ συνείδηση, καθαρὸ Ἐγώ, χωρὶς σῶμα, συναισθήματα, παράδοση, ἱστορία – στέκεται ἔξω ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ ἀποφασίζει γιὰ ὅλα κατὰ μόνας καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὅλα (τὸ ἴδιο τὸ φροϋδικὸ Ἐγὼ κατάγεται ἀπὸ θέσεις σὰν αὐτές). Καταλαβαίνει κανεὶς εὔκολα τί τεράστιες ἱστορικὲς δυνάμεις ἐλευθερώνει μιὰ τέτοια στάση, καθὼς ἀληθινὸς ἐαυτὸς εἶναι αὐτὸ τὸ Ἐγὼ-σημεῖο, τὸ ὁποῖο εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του ἀποσυνδεμένο ἀπὸ ὅλα, ἀπὸ τὶς παραδόσεις καὶ τὶς συνήθειες καὶ τὶς συμπεριφορὲς τῆς κοινότητας, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα του τὸ ἴδιο, καὶ τὶς θέτει ὑπὸ τὴν κρίση του μὲ σκοπὸ νὰ τὶς ἐπανερευνήσει καὶ νὰ τὶς τροποποιήσει κατὰ βούληση. Εἶναι μιὰ ἄκρως ἐνθουσιώδης προοπτική· ἂν διαβάσετε τὴ λογοτεχνία τῆς ἐποχῆς, τὸν Malrowe γιὰ παράδειγμα μὲ τοὺς Φάουστ του καὶ τὰ aspiring minds του, θὰ δεῖτε παντοῦ ἕναν προμηθεϊκὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴ δημιουργικὴ ἐλευθερία τοῦ detached self, ὁ ὁποῖος, βαθιὰ παραδοσιακός, ὡστόσο, στὴν καταβολή του (αὐγουστίνειος καὶ ἀκινάτειος), ἐπιζητεῖ νὰ κυριαρχήσει ἐπὶ πάντων, ὄχι νὰ προσλάβει, μὰ κυρίως νὰ ποδηγετήσει, ὄχι νὰ διδαχθεῖ ἀπ’ τὴν παράδοση καὶ τὸν κόσμο, ὅσο νὰ τὰ προσδιορίσει μὲ σκοπὸ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει σύμφωνα μὲ τὴν «πνευματική» του βούληση.

Καὶ φυσικὰ κορυφώνεται ἡ «ἀποσύνδεση» αὐτὴ τοῦ ἑαυτοῦ μὲ τὸν Κὰντ καὶ τὴν αὐτόνομη ἠθική του: τὸ ὑπερεξηρμένο ἄτομο διαθέτει ἀνεξάρτητη καὶ ὑπέρτατη ἠθικὴ βούληση καί, πέρα ἀπὸ τὴν παράδοση ἢ τὴν κοινότητα, ἀναλαμβάνει ἀτομικὰ τὴν εὐθύνη της, δημιουργώντας αὐτοδύναμους πλήν, ὑποτίθεται, πανανθρώπινους (κατὰ τὴν περίφημη «κατηγορικὴ προσταγή») κώδικες. Ἂς ποῦμε βεβαίως στὸ σημεῖο αὐτὸ πὼς ὅλα αὐτὰ  δ ὲ ν  ἔμειναν χωρὶς  ἀ ν τ ι π ο λ ί τ ε υ σ η. Ὑπῆρξε ὁ expressivismus, ὅπως ὀνομάστηκε ἀπὸ ἱστορικοὺς τῆς φιλοσοφίας πρόσφατα, ἡ κίνηση Sturm und Drag μὲ τὸν Herder καὶ τὴν παρέα του, οἱ ὁποῖοι προσθέτοντας καὶ ρομαντισμὸ καθὼς καὶ ἀρκετὸν αἰσθητισμὸ διαμαρτυρήθηκαν ἐνάντια στὴ μονομέρεια αὐτὴ τοῦ ἀνώτατου καὶ ἀνιστορικοῦ ὑπερεξηρμένου σημειακοῦ Ἐγώ. Αὐτὸ ὁδήγησε φυσιολογικὰ στὴν ἀνάγκη μιᾶς νέας σύνθεσης, πράγμα ποὺ ὑπῆρξε, ὡς γνωστό, τὸ ἔργο τοῦ  Ἕγελου, ὡς προσπάθεια σύναψηςφύσης καὶ πνεύματος, ὅπου ἡ πρώτη ἀποτελεῖ ἀνάπτυγματοῦ δεύτερου, μὲ τελικὴ πραγμάτωση τοῦ πνεύματος ἐνδοϊστορική, ὡς (ὁλοκληρωτικό) Κράτος – ὁ σοβιετικὸς Μαρξισμὸς ἔθαψε στὰ ἐρείπιά του τὴν αἱματηρὴ οὐτοπία…

Ποιά εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ἐπιγόνων σήμερα; Στὸν χῶρο τοῦ στοχασμοῦ ταυτόχρονη ὑπῆρξε ἡ ἀνάδυση τῆς ψυχανάλυσης καὶ τῆς φαινομενολογίας. Δὲν ὑπάρχει χρόνος γιὰ μιὰ στοιχειώδη ἔστω ἀνάπτυξη, πλὴν ὅμως ἀκροθιγῶς θὰ λέγαμε πὼς ὑπῆρξε συγκλονιστικὴ ἡ ἀνακάλυψη πὼς τὸ δυτικὸ αὐτόνομο καὶ ἀποσπώμενο, ὑπερεξηρμένο ὑποκείμενο διαθέτει ἀναγκαστικὰ ἐντός του ἕναν τέτοιο χαώδη Καιάδα ἀ-λογίας ὅπως εἶναι τὸ ἀσυνείδητο, ἕναν πυρήνα μὴ-νοήματος ποὺ  π ε ρ ι ο ρ ί ζ ε ι  τὴν ὑπεραισιόδοξη καὶ κυριαρχικὴ λογικότητα ὡς τραγικό της πεπρωμένο. Οὐδέποτε ἡ Δύση θὰ συνέλθει ἀπὸ τὸ τραῦμα ποὺ τῆς προκάλεσε ἡ ψυχανάλυση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ φαινομενολογία, μὲ τὸν Husserl, ἐνῷ φθάνει τὸ ὑπερεξηρμένο Ἐγὼ στὸν κολοφώνα του, ταυτόχρονα, μὲ τὴν ἔννοια τῆς «ἀναφορικότητας» τῆς συνείδησης πρὸς τὰ πράγματα τοῦ κόσμου ταπεινώνει τὴν ἀπολυτότητά του, ἀνοίγοντας νέους ὁρίζοντες π.χ. στὸν Ὑπαρξισμό, ὅταν ἕνας Σὰρτρ θεωρεῖ πλέον τὸ ἴδιο τὸ σῶμα ὡς θεμελιώδη κατηγορία τῆς συνείδησης, ἢ ὅταν ἕνας Μερλὼ-Ποντὺ μιλᾶ γιὰ τὴν «πρωταρχικὴ ἱστορικότητα» ὡς πλαισίωση ἀπαραίτητη τοῦ ἑαυτοῦ ἀπ’ τὴν ὑλικοϊστορικὴ πραγματικότητά του ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα. Ὁ ὕστερος Βιτγκενστάιν θὰ κορυφώσει ἴσως αὐτὴ τὴν εἰκονοκλαστικὴ ἀναζήτηση τοῦ πλήρους ἑαυτοῦ καὶ τῆς κοινωνίας του στὴ Δύση, ταυτόχρονα μὲ σειρὰ ὁλόκληρη καλλιτεχνικῶν ρευμάτων, ὧν πρώτιστο ὁ Σουρρεαλισμός, μέχρι τοὺς μπήτνικς καὶ τὴ ρὸκ σκηνή. Ἐκείνη ποὺ ἄργησε νὰ συνέλθει ὡστόσο περισσότερο εἶναι ἡ δυτικὴ θεολογία. Πράγματι, ὅταν διαβάζει κανεὶς μεγάλους σύγχρονους ρωμαιοκαθολικοὺς θεολόγους ὅπως ὁ Daniélou, ὁ de Lubac, ἢ ἀκόμη καὶ ὁ Rahner, ἔχει τὴν ἐντύπωση πὼς ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ψυχή του ἢ τὸ ὑπερβατικό του Ἐγώ, ἢ ἡ ἀτομικὴ καὶ ἀκοινώνητη ἐσωτερικότητά του. Σ’ ὅλο τὸν δυτικὸ μυστικισμὸ ἄλλωστε καὶ μέχρι τὸν Daniélou, κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει συνήθως ἀτομικὴ διανοητικὴ θέαση τῆς ἴδιας τῆς Οὐσίας Του. Ἡ ἀτομικὴ λογικὴ συνείδηση ὑψώνεται ἔτσι ὣς τὴ θέα τῆς ἴδιας τῆς ἄκτιστης οὐσίας τοῦ Θεοῦ, κάτι ποὺ γιὰ τὴν βιβλικὴ καθὼς καὶ σύνολη τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση ἀοτελεῖ (αἱρετική) ὀντολογικὴ ὑποβάθμιση τοῦ ὑπερβατικοῦ στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, γιὰ νὰ μὴν πῶ τοποθέτηση τῆς ἀνθρώπινης ἐσωτερικότητας στὸν τόπο τοῦ ἀκτίστου: Ὁ Θεὸς πάντως κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες μετέχεται ψυχοσωματικά – ὄχι ἡ οὐσία Του, ἀλλὰ οἱ ἄκτιστες ἐνέργειές Του – καὶ δὲν «κατανοεῖται» οὔτε κἂν ἐν μέρει. Στὸν Αὐγουστίνο ἀντιθέτως ὁ Θεὸς ὁρᾶται, ἔστω καὶ δύσκολα, ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη διάνοια, κάτι ποὺ ἴσως σημαίνει, ὅπως εἴπαμε, τὴν εἰσαγωγή – καθὼς ἡ διάνοια αὐτὴ εἶναι στὴν οὐσία της βούληση – τοῦ πρώτου σπέρματος τῆς ὀντολογίας τῆς βούλησης γιὰ δύναμη στὴν Δύση. Ἡ ἐνδελεχὴς μελέτη τοῦ δυτικοῦ μυστικισμοῦ δείχνει πώς, πλὴν τοῦ Αὐγουστίνου, μιὰ ὁλόκληρη σειρὰ μυστικῶν ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο δρόμο: ὁ Γρηγόριος ὁ Μέγας, ὁ Μποναβεντούρα, ὁ Τάουλερ, ἡ Τζούλιαν τοῦ Νόργουϊτς, ὁ Μπαῖμε, ὁ Ἄγγελος Σιλέσιος, ἡ μαντὰμ Γκιγιόν, ὁ Ἔκαρτ, ὁ Βερνάρδος τοῦ Κλαιρβώ. Ὁ ἴδιος ὁ Μάιστερ Ἔκαρτ (τὸν ὁποῖο ὁ Στ. Ράμφος μᾶς προτείνει ὡς ὁδηγὸ προκειμένου νὰ βάλουμε στὴν ἄκρη ὅλη τὴν μυστικὴ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων), εἶναι κατεξοχὴν ἐκεῖνος ὁ δυτικὸς μυστικὸς ὁ ὁποῖος, ὅπως παρατηροῦν κορυφαῖοι μελετητές του (καὶ ἐν προκειμένῳ ὁ Λόσκυ), ἀρνεῖται γιὰ χάρη τῆς «ὑπερφυσικῆς» (στὴν ἴδια τὴν οὐσία της, ὅπως τὴν νομίζει) ἀνθρώπινης διάνοιας, τὴν ψυχοσωματικὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Γιὰ χάρη τῆς ἐσωστρέφειας λοιπὸν ἡ διάνοια πρέπει ν’ ἀποφεύγει τὶς αἰσθήσεις – ἡ συσχέτιση μαζί τους εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, λέγει ὁ Ἔκαρτ, ἐγκαθιδρύοντας μιὰν ἀπόλυτη ἐσωστρέφεια, καταστροφικὴ ὅμως τῆς πληρότητας καὶ τῆς ὁλότητας, τοῦ πραγματικοῦ ψυχοσωματικοῦ ὄντος.

Μόνον πολὺ πρόσφατα, μετὰ τὴν ἀμείλικτη ἀνάδυση σειρᾶς ὁλόκληρης προτεσταντικῶν «θεολογιῶν» ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπίδραση κάποιων σημαντικῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, παρατηρεῖται πλέον μιὰ ἀργὴ ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ ἀνήσυχη   π ν ε υ μ α τ ι κ ὴ  μεταστροφὴ πέρα ἀπ’ τὰ αὐγουστίνεια ἢ ἀκινάτεια ἢ ἐν γένει μεσαιωνικὰ ἀριστοτελικὸ-(νεο)πλατωνικὰ πρότυπα (μέσῳ τῆς ἐπανερμηνείας τους), πράγμα ποὺ ἐκτὸς τῶν ἄλλων μᾶς μηνύει πὼς πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ Δύση… Ἂν φυσικὰ ὑποτεθεῖ πὼς αὐτὴ ἡ τελευταία ἔκαμε τὴν αὐτοκριτική της καὶ ἀποφάσισε τί ὄντως εἶναι οὐσιῶδες καὶ πολύτιμο ἀπ’ τὴν «παράδοση» καὶ τί ἄχρηστο ἢ καὶ ἐπικίνδυνο σ’ αὐτήν – τί βοήθεια μπορεῖ νὰ προσφέρει σήμερα ὁ (πάντα προβληματικός) ἀρχαῖος (καὶ ὁ νεώτερος) Ὠριγενισμός, λόγου χάρη;

Πρέπει στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ὁμολογήσουμε πὼς τὸ ἐπίπεδο κριτικῆς πρόσληψης τόσο τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας ὅσο καὶ τῆς δυτικῆς θεολογίας στὸν τόπο μας εἶναι ἀκόμη χαμηλό. Παραμένουν ἀκόμη μᾶλλον ἄγνωστες οἱ μεγάλες δυτικὲς θεολογικὸ-φιλοσοφικὲς καμπές, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ οὐσιώδης διάλογος καταβυθίζεται εἴτε στὸν ἄκριτο ζηλωτισμὸ καὶ τὴν ἐπακόλουθη αὐτάρκεια, εἴτε στὴ συνθηματολογία. Ἂς ἐπιχειρήσουμε ὡστόσο μιὰ πρώτη σύνοψη κριτικὴ τοῦ θέματός μας, ἐλπίζοντας ὅτι στὸ μέλλον τὰ ἐναύσματα ἀποφασιστικῆς ἐμβάθυνσης καὶ οὐσιαστικῆς ἐπικοινωνίας θὰ πληθύνουν. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ συνοπτικὰ παρατηροῦμε στὴ φιλοσοφικὸ-θεολογικὴ σκηνὴ εἶναι μιὰ πορεία πρὸς ἄρση τῶν μονομερειῶν ποὺ ἡ μεγάλη ἱστορικὴ περιπέτεια τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου κληροδότησε. Οἱ ἀρχαῖοι  Ἕλληνες φιλόσοφοι ἀποζητοῦν μιὰν αἰώνια πνευματικὴ θεμελίωση τοῦ ὑποκειμένου στὸ Ἕν, θυσιάζοντας ὡστόσο ἀναπόφευκτα αὐτὰ ποὺ θεωροῦν ἀτομικὰ ὑπαρκτικὰ στοιχεῖα του, ὡς φθαρτὰ καὶ ἐπίκηρα. Ἡ δυτικὴ ὀντο-θεολογία, μὲ ἀρχὴ τὸν Αὐγουστίνο, ὑπερεξαίρει ὑπερβουλητικὰ τὴν πνευματικὴ οὐσία τοῦ ὑποκειμένου, ἀποσυνδέοντας τὸ Ἐγὼ βαθμιαῖα ἀπ’ τὸν Κόσμο, τὴν Κοινότητα καὶ τὴν Ἱστορία· στὴν ὑπερβολή της ἡ ἱστορικὴ ὑπερδραστηριοποίηση, ποὺ ἀκολουθεῖ,  τ α π ε ι ν ώ ν ε ι  τὸ δυτικὸ  ὑ π ο κ ε ί μ ε ν ο  καὶ ὁδηγεῖ σήμερα φιλοσόφους καὶ θεολόγους στὴν ἐπανατοποθέτηση τοῦ ἐρωτήματος τῆς πληρότητας τοῦ ἑαυτοῦ, τῆς κοινότητας καὶ τῆς ἁρμονικότερης ἱστορικῆς ἐνεργητικότητας. Ὁ λεγόμενος ἐκσυγχρονισμὸς ἀποτελεῖ τὴν τελευταία ἀφορμὴ γιὰ νὰ κινηθεῖ μιὰ ὁμάδα ξεχωριστῶν δυτικῶν στοχαστῶν ἐνάντια στὶς ἱστορικιστικὲς καὶ ἀτομιστικὲς ὑπερβάσεις (οἱ ὁποῖες εἴτε ἀφανίζουν τὸ ὑποκείμενο, εἴτε τὸ ἀποτρελαίνουν, στὴν ἀναζήτηση τῆς ἰσχύος καὶ στὴν ἀπόλυτη σχεδὸν διάστασή του ἀπὸ ὁποιαδήποτε παραδοσιακὴ-κοινοτικὴ πηγὴ νοήματος). Σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε, ἡ Ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση ἔχει σπουδαῖο λόγο νὰ πεῖ λοιπὸν σήμερα, ὅσο κι ἂν συχνὰ ἀκούγεται τὸ ἀντίθετο. Βεβαίως καὶ κάποιες ἄλλες νεώτερες δυτικὲς θεολογικὲς τάσεις εἶναι ἀξιοπρόσεκτες, στὴν κατεύθυνση αὐτή. Ἐπίσης νὰ μὴν λησμονοῦμε πὼς ἡ «Ὀρθόδοξη παράδοση» κατανοεῖται συχνότατα σήμερα ὡς ὠριγενικὸς ἢ αὐγουστίνειος Νεοπλατωνισμὸς ἢ «Μονοφυσιτισμός». Χρειάζεται πολλὴ θεολογικὴ ἐργασία γιὰ νὰ τὴν δοῦμε στὴν ἀλήθειά της καὶ νὰ καταλάβουμε αἴφνης πὼς ἡ ἐλπίδα τῆς αἰώνιας πληρότητας τοῦ ἑαυτοῦ γεννήθηκε πράγματι κυρίως ἐντός της καθὼς καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ ὁδὸς γιὰ τὴ διαφύλαξη καὶ τὴν ὑπαρξιακή του ἀνάπτυξη. Τόσο λοιπὸν ἡ γενικὴ ἰδέα τῆς ἱστορικῆς προόδου καὶ τῆς ἀπόλυτης ἱστορικῆς ἐνεργητικότητας, ὅσο καὶ ἡ ἰδέα τῆς αὐτονόητης ἰσχύος ὀφείλουν, μαζὶ μὲ τὶς γενικὲς ἰδέες ποὺ τὶς συνοδεύουν, νὰ κριθοῦν στὴν κάμινο τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, στὴν κάμινο τοῦ σταυρικῶς ἐνεργούμενου Ὁμοούσιου, ποὺ συνθέτει τὴν ἀτομικὴ ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση μὲ τὴν κοινωνικότητα, χωρὶς νὰ μᾶς προσδένει στὴν ἀπρόσωπη ὁμάδα οὔτε στὴν ἀβυσσαλέα καὶ ἀνεξέλεγκτη ἐσωτερικότητα – ἀντίθετα, ὅπως θὰ δοῦμε στὰ παρακάτω, τὸ «μέσα» καὶ τὸ «ἔξω» γεφυρώνονται ὁμαλά. Ἐπειδὴ ὁ Ἄλλος, ὅπως γνωρίζει λόγου χάρη ἡ ψυχανάλυση ἀλλὰ καὶ ὁ (σαρτρικὸς τουλάχιστον) Ὑπαρξισμός, εἶναι τὸ μέγα ναρκισσικὸ ἀντικείμενο καὶ ταυτόχρονα ὁ μέγας ναρκισσικὸς ἐχθρός, ὁ ἱδρυτὴς καὶ ὁ ἀφανιστὴς τοῦ Ἐγώ μου, καμμιὰ προεπινοημένη ὀντολογία ὑπαρξιακῶν ἢ θεσμικῶν σχέσεων δὲν εἶναι ἐπαρκὴς γιὰ τὴ στανική μας περιχώρηση: ἰδοὺ τὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς σημερινῆς διϋποκειμενικότητας. Καμμιὰ ἐπίκληση στὴν πολιτικὴ ἢ τὴ φιλοσοφικὴ ἐπινοητικότητα δὲν ἀρκεῖ πρὸς λύση του.

Ἴσως ὅμως τὸ πραγματικὸ πρόβλημα τοῦ σημερινοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ νὰ εἶναι θεολογικό – ἐννοῶ τὸ παλαιὸ ἐκεῖνο θεολογικὸ πρόβλημα τῶν σχέσεων μεταξὺ φύσεως καὶ χάριτος, τὸ ὁποῖο οὐδέποτε ἡ Δύση ἔλυσε πειστικά. Μὲ δεδομένη τὴ διάσταση μεταξὺ τῶν δύο, ἡ ἔλλειψη τῆς δεύτερης ὑποκαθίσταται μὲ τὴν ὑπερβουλητικὴ ἔκσταση τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴ φύση του πρὸς κυριαρχία της. Μὲ δεδομένη τὴ βαθειά τους ἐγγύτητα, τὸ Ἐγὼ δρᾶ ἐν Πνεύματι, βῆμα πρὸς βῆμα, χωρὶς νὰ καταστρέφει τίποτα, «μετὰ παντὸς εἴδους κτίσεως». Ἡ φύσις τοῦ κτιστοῦ ἐξ-ίσταται τότε ὁλόκληρη, σωζόμενη ὁμοουσίως, πρὸς τὸν Κτίστη της.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὀρθοδοξία καὶ ἐκσυγχρονισμός», ἐκδ. Ἁρμός, 2006.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Οι φίλοι”, 1991) είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.

πηγή: Aντίφωνο