ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Του Γιώργου Ν. Πινακίδη

Η δημιουργία του ευρώ αποτέλεσε μείζονα οικονομικό αλλά και πολιτικό στόχο των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, στη σύμπραξη των οποίων οφείλει το κοινό νόμισμα τη γέννησή του. Με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς ως προς τα ευρύτερα οικονομικά και γεωπολιτικά τους συμφέροντα, οι ιστορικοί αντίπαλοι προχώρησαν αποφασιστικά στο σημαντικό αυτό βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η οικονομική διάσταση του εγχειρήματος συνίστατο στην εμβάθυνση της εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών και στη δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης ικανής να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Αυτό συνεπαγόταν ασφαλώς δεσμεύσεις για τα κράτη- μέλη, προσπόριζε όμως ταυτόχρονα σε αυτά και σημαντικά οφέλη. Εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των μεγάλων οικονομιών, οι εμπορικές συναλλαγές των οποίων δεν θα επηρεάζονταν πλέον από ανταγωνιστικές υποτιμήσεις. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαίωναν και ασφάλιζαν την οικονομική τους ισχύ. Το κοινό νόμισμα παρείχε όμως ευκαιρίες και για τις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Αυτές μπορούσαν να επωφεληθούν των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και των χαμηλών επιτοκίων, ώστε να αυξήσουν την εμπορική τους δραστηριότητα και να ενισχύσουν τις εθνικές τους οικονομίες.

Η συμμετοχή στην οικονομική και νομισματική ένωση εγκυμονούσε βεβαίως και κινδύνους, ιδίως για τις χώρες της δεύτερης της ομάδας. Καθώς η κεντρικά ασκούμενη νομισματική πολιτική απευθυνόταν σε οικονομίες με διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και έντονες μεταξύ τους ανομοιομορφίες, το πλεονέκτημα των ισχυρών κρατών μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω αποδυνάμωση των πιο αδύναμων. Τα ενδογενή αυτά προβλήματα δεν μπορούσε να εξαλείψει η επιφαινόμενη σύγκλιση των οικονομικών μεγεθών, η οποία αποτελούσε προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη νομισματική ένωση. Με την αύξηση των ενδοευρωπαϊκών, εντός της «κοινής αγοράς» άλλωστε, εμπορικών συναλλαγών, ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος διεύρυνσης των ελλειμμάτων των ασθενών οικονομιών λόγω διόγκωσης, αντιστοίχως, των πλεονασμάτων των ισχυρών.

Όλα αυτά αποτέλεσαν τα προλεγόμενα της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, που ενέσκηψε στην αρχή της δεκαετίας που διανύουμε. Είχαν άλλωστε επισημανθεί ήδη κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κοινού νομίσματος από ακαδημαϊκούς και πολιτικούς κύκλους. Οι σχετικές επιφυλάξεις είχαν στέρεο, από οικονομική άποψη, υπόβαθρο. Οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» πόρρω απείχαν από το να αποτελούν βέλτιστη οικονομική ζώνη, ένα προνομιακό, δηλαδή, πεδίο εφαρμογής κοινής νομισματικής πολιτικής, με δυνατότητες υποστηρικτικών μεταβιβάσεων και μηχανισμούς ενίσχυσης των πιο ευάλωτων μελών. Η έλλειψη παρόμοιων μηχανισμών συνιστούσε δομικό πρόβλημα του ενιαίου νομίσματος, στοιχείο της «κακής αρχιτεκτονικής» του.

Κι όμως, το ευρώ επιβίωσε της μεγάλης κρίσης που κλόνισε σοβαρά την ύπαρξή του. Και αυτό οφείλεται, σε τελευταία ανάλυση, στην πολιτική παράμετρο του εγχειρήματος. Το παράδοξο όμως είναι άλλο: ότι δεν ήταν πάντοτε οι πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον όχι όλες και όχι από κοινού, που πρωτοστάτησαν στη διάσωσή του. Σε κρίσιμες στιγμές άλλοι παράγοντες συνέβαλαν αποφασιστικά.

Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό όταν επισημαίνουμε ότι στο σύγχρονο κόσμο  αποφάσεις υπερεθνικών θεσμών με ελλιπή ή καθόλου πολιτική νομιμοποίηση έχουν συχνά καθοριστικές συνέπειες στη ζωή των κρατών και των πολιτών τους. Σε ένα σύστημα ωστόσο με τη θεσμική ιδιοσυστασία της ευρωζώνης, η παραδοχή αυτή αποκτά άλλες διαστάσεις. Το διάσημο πλέον δόγμα του απερχόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι «θα πράξει ό,τι χρειαστεί» για τη διάσωση του ευρώ, αποτέλεσε την πιο κρίσιμη, ίσως, παρέμβαση της τελευταίας δεκαετίας, σε σχέση όχι μόνο με την διατήρηση και την ασφάλεια της νομισματικής ένωσης, αλλά και με την τύχη πολλών ευρωπαϊκών χωρών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί του κοινού νομίσματος υποκαθίστανται στη θέση των υπεύθυνων πολιτικών οργάνων, ότι νοσφίζονται την εξουσία τους. Ούτε ότι αναλαμβάνουν έργα που είναι ξένα προς την εντολή τους ή ενεργούν καθ’ υπέρβασή της. Αλλά ότι, εξ αντικειμένου, οι ενέργειές τους παράγουν πολλές φορές αποτελέσματα υπέρτερης πολιτικής ισχύος σε σύγκριση με τις αποφάσεις δημοκρατικά υπευθύνων οργάνων.

Δεν είναι λίγες μάλιστα οι περιπτώσεις που οι επιλογές τους είναι διαφιλονικούμενες, είτε γιατί αντιτίθενται σε επιμέρους εθνικές στρατηγικές και συμφέροντα είτε γιατί αντιβαίνουν σε συγκεκριμένα μοντέλα οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό έδειξε η ελληνική υπόθεση, καθώς, όπως αποκαλύπτεται, υπήρχαν κυβερνήσεις που συζητούσαν, αν δεν προωθούσαν κιόλας, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Το ίδιο δείχνει επίσης η αντίδραση της γερμανικής πλευράς στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων και ποσοτικής χαλάρωσης που ακολουθεί συστηματικά και επίμονα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εσχάτως, ο επικεφαλής της προτρέπει τις χώρες της ευρωζώνης, εκμεταλλευόμενες τη συνθήκη αυτή, να αναλάβουν μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης, αυξάνοντας τον δημόσιο δανεισμό και χρηματοδοτώντας δημόσιες επενδύσεις.

Πρόκειται για εκκλήσεις που αποβλέπουν τυπικά στην επίτευξη του επιδιωκόμενου ύψους πληθωρισμού και στη διασφάλιση της νομισματικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Είναι όμως, ταυτόχρονα, μέτρα με σαφή αναπτυξιακό χαρακτήρα, που λειτουργούν ως ανάχωμα στη διαφαινόμενη ύφεση. Μέτρα, με την ευρεία έννοια, πολιτικά.

Σε μια ένωση με διαπιστωμένα δημοκρατικά ελλείμματα και με δεδομένη την υπερίσχυση της διακυβερνητικής έναντι της ευρωπαϊκής μεθόδου διοίκησης, ανεξάρτητοι, μη υπόλογοι δημοκρατικά, θεσμοί αναπληρώνουν την έλλειψη τόλμης, διορατικότητας, συλλογικής συνείδησης, αίσθησης της ιστορίας. Υπερασπίζονται μια ευρωπαϊκότητα, μια εκδοχή της έστω, ως μέρος όμως ενός ευρύτερου πολιτικού προγράμματος.

Θέτουν ωστόσο, από την άλλη πλευρά, με τη λειτουργία τους το ζήτημα της νομιμοποίησης των αποφάσεων. Επανέρχεται έτσι το ερώτημα, που είχε τεθεί με οξείς, αν και διαφορετικούς εν μέρει όρους, κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης: αν και σε ποιο βαθμό οι πολιτικές, κατά την ανωτέρω έννοια, αποφάσεις πρέπει να διέρχονται μέσα από ένα φίλτρο δημοκρατικής νομιμοποίησης. Ερώτημα που συνδέεται ευθέως με τη συζήτηση για τη συγκρότηση ενός αντιπροσωπευτικού σώματος της ευρωζώνης, στο πλαίσιο μιας πιο ενισχυμένης δημοσιονομικής και, επομένως, πολιτικής ένωσης.

10-10-2019

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα