«Δεν υπάρχει οραματική πνοή για το μέλλον. Καθώς περίπου μοιάζουμε να μη ξέρουμε γιατί υπάρχουμε, παρά τους αιώνες και τις χιλιετίες πολιτισμού που έχουμε πίσω μας». Ο διανοούμενος νεοελληνιστής φιλόλογος και συγγραφέας Λαοκράτης Βάσσης μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr για Το επικυριαρχούμενο μέλλον μας, όπως τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του, από τις εκδόσεις Ταξιδευτής.

Ποιο το κύριο θέμα του νέου σας βιβλίου;

Λ.Β.: Μοιάζει … πολυθεματικό, αφού περιλαμβάνει μικρές τομές σε οχτώ μεγάλα θέματα της ζωής του Τόπου μας, όπως, για παράδειγμα: ο μεταπολιτευτικός κι ο νέος «δοπολισμός», το ευρωπαϊκό μέλλον, η εθνική συνεννόηση, η παιδεία, η αριστεία αλλά και το «Μακεδονικό».  Στα οποία προστίθενται και τέσσερις οιονεί προσωπογραφίες: του Λυκούργου Καλλέργη, του Μανώλη Γλέζου, του Σάκη Καράγιωργα και του πρότυπου ήρωα της Εθνεγερσίας Μάρκου Μπότσαρη.  Κατά βάθος όμως το θέμα του είναι ένα:  το πού πάει ο δύσμοιρος ο Τόπος μας, που είναι και η ενοποιός αγωνία και των δώδεκα κειμένων του.

Γιατί μιλάτε για «επικυριαρχούμενο» μέλλον;

Λ.Β.: Δυστυχώς, μοιάζουμε να μη καταλαβαίνουμε πως η Χρεοκοπία της χώρας μας (Γ.Α.Π, Καστελόριζο, 2010) συνιστά βαθύ ρήγμα στην εθνική μας ζωή.  Καθώς έκτοτε μεταπέσαμε σε καθεστώς μετανεωτερικής αποικίας, εντός μάλιστα Ευρωζώνης.  Όπου, κι αυτή  είναι η διαφορά απ’ τις παλιές αποικίες, διαχειριζόμαστε οι ίδιοι, υπό την εποπτεία προφανώς των ευρωδυτικών επικυρίαρχών μας, τη νέα υποτέλειά μας.  Που σημαίνει πως, απ’ τη Χρεοκοπία μας και εντεύθεν, οι αντιπροσωπευτικοί μας θεσμοί είναι πια διαμεσολαβητικοί μεταξύ της ευρωδυτικής επικυριαρχίας και του λαού μας. Κι  όχι, όπως σε κάθε κανονική χώρα, αυθεντική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και συνακόλουθα της εθνικής μας αυτεξουσιότητας και ανεξαρτησίας.  Τα τρία «Μνημόνια»,  με τις μακροχρόνιες «ρήτρες» τους,  έχουν διαμορφώσει το στρατηγικό πλαίσιο της μετανεωτερικής εθνικής μας υποτέλειας.  Που είναι και  στρατηγικό πλαίσιο του επικυριαρχούμενου εθνικού μας μέλλοντος.  Με το τέλος, τον παρελθόντα Αύγουστο, του τρίτου Προγράμματος Στήριξης να μη σημαίνει και τέλος της Επικυριαρχίας, όπως αυτή προκύπτει απ’ τις παραμένουσες «ρήτρες» των Μνημονίων.

Τι ακριβώς εννοείτε με τον όρο: «διαχειριστικός νεο-διπολισμός»;

Λ.Β.: Στο πρώτο κείμενο του μικρού αυτού βιβλίου, απ’ όπου και ο τίτλος του, αναλύω: Αφενός, τον μεταπολιτευτικό «διπολισμό» (δικομματισμό), όπως αυτός αρχιτεκτονήθηκε απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αλλά και όπως μετεξελίχθηκε επί Ανδρέα Παπανδρέου και των επιγόνων τους (με τη γρήγορη μετάπτωση της πολιτικής σε διαχειριστική νομή της εξουσίας!). Αφετέρου, τον εν εξελίξει «διαχειριστικό νεο-διπολισμό», όπως τον αποκαλώ και όπως αυτός σταδιακά προέκυψε κατά την άγονη, ως τώρα, οχταετή διαχείριση της Χρεοκοπίας.

Γιατί διαχειριστικός; Γιατί διαχειρίζεται τη Χρεοκοπία, οπότε και την μετανεωτερική υποτέλειά μας, με τη λογική του στρατηγικού πλαισίου της επικυριαρχίας μας, που είναι και λογική αναπαραγωγής και εδραίωσής της.  Δεν είναι δηλαδή πολιτική διαχείριση της Χρεοκοπίας με λογική υπέρβασής της, αλλά διαχειριστική πολιτική που έχει ενσωματωμένους στη λογική της τους όρους της επικυριαρχίας (όπως αυτοί ορίζονται απ’ τις μνημονιακές «ρήτρες»!).  Ο διαχειριστικός νεο-διπολισμός προκύπτει από τους όρους και για τους όρους της επικυριαρχίας.  Που, εντέλει,  σημαίνει πως είναι διαχειριστικός της επικυριαρχίας μας. Οπότε, το πολιτικό μας σύστημα είναι όργανό της , όσο δεν βγαίνει απ’ τη λογική της και δεν προετοιμάζει την υπέρβασή της, με τελικό στόχο την ανάκτηση της εθνικής μας αυτεξουσιότητας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας.

Μιλάτε για «ανημπόρια» του πολιτικού συστήματος. Ποια τα καίρια θέματα που έγινε αντιληπτή;

Λ.Β.: Μίλησα για «ανημπόρια» με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, που είναι ένα πολύ ανησυχητικό σύμπτωμά της.  Γιατί, χωρίς αυτή την «ανημπόρια» δεν θα υπογραφόταν ποτέ μια συμφωνία που αναγνωρίζει «Βόρεια Μακεδονία των…Μακεδόνων».  Με την «ανημπόρια» όμως του πολιτικού μας συστήματος, όπου «ενσωματώθηκε» και η «κυβερνώσα Αριστερά» απ’ το 2015 και εντεύθεν (Τρίτο Μνημόνιο), να είναι παρεπόμενο της εθνικής μας «ανημπόριας», της παρακμιακής δηλαδή κατάστασης της Ελλάδας και του Ελληνισμού. ΄Οπως αυτή προσδιορίζεται: πρώτον, απ’ την δημογραφική (βιολογική) μας κατάρρευση, δεύτερον, απ’ την βαθιά πολιτιστική μας κρίση, που έχει αγγίξει το ταυτοτικό πολιτιστικό μας κύτταρο και τρίτον, απ’ τη Χρεοκοπία μας και τη συνακόλουθή της απώλεια της εθνικής μας αυτεξουσιότητας και ανεξαρτησίας.  Που συνιστά, όσο κι αν το απωθούμε, αναίρεση του ανεξαρτησιακού διατακτικού της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, μια ανάσα πια απ’ τη διακοσιοστή της επέτειο.  Ξέρω πως είναι πολύ μελαγχολική η ανάγνωσή μου, αλλά με τρομάζει, πιο πολύ κι απ’ την ίδια την κακή εθνική μας πραγματικότητα, το ότι κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά της (εθιζόμενοι σε ένα είδος παράξενου…νεο-ραγιαδισμού!).

Επίσης, γράφετε για «βαθιά πολιτιστική κρίση». Πως εκφράζεται;

Λ.Β.: Πρόκειται για το μέγα πρόβλημά μας, για το πρόβλημα των προβλημάτων μας, καθώς, όπως προανέφερα, αυτή η κρίση έχει αγγίξει το ταυτοτικό πολιτιστικό μας κύτταρο, οπότε και τη βαθύτερη υπαρξιακή μας ρίζα.  Γνωρίσαμε μακραίωνες δουλείες, αλλά αντέξαμε.  Άντεξε δηλαδή η «ψυχή» μας, η γλώσσα μας και ο εσώτατος αξιακός πυρήνας της ελληνικής μας ταυτότητας.  Σε τούτη την πολύ ύπουλη και ύποπτη καμπή της Ιστορίας μας, βάλλεται ο ίδιος ο αξιακός και ταυτοτικός πυρήνας της πολιτιστικής μας «ψυχής», όπως τον εκφράζουν στους νεότερους χρόνους του Ελληνισμού: ο Ρήγας, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Σικελιανός…ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος!  Με την έρπουσα «ιδεολογία» του …ανιστόρητου «ιστορικού αναθεωρητισμού», που αρνείται την ιστορικο/πολιτιστική μας συνέχεια, όλο και περισσότερο να «επισημοποιείται» (ως υποκατάστατη … εθνική ιδεολογία)  και να «επικάθεται» στους εθνικούς μας αρμούς, όπως η σκουριά στο σίδερο.  Αν πω πως η άμυνα της Ελλάδας και του Ελληνισμού, σ’ αυτή την πολύ κρίσιμη καμπή της Ιστορίας μας, αρχίζει απ’ την «ψυχή» μας, είναι δηλαδή πρωτίστως και πάνω απ’ όλα πολιτιστική άμυνα, να μη θεωρηθεί υπερβολή.

Πώς θα μπορούσαμε «να χαράξουμε μακρόπνοη στρατηγική ανασύνταξης της Ελλάδας και του Ελληνισμού, με κοινή, επιτέλους, γραμμή στα εθνικά μας θέματα», όπως αναφέρετε στο βιβλίο σας;

Λ.Β.: Θα μπορέσουμε, όπως διδάσκουν κι οι προγονικές μας αρετές, αν συνειδητοποιήσουμε την υπαρξιακή της αναγκαιότητα.  Που σημαίνει πως πρέπει, αποκτώντας ιστορική αυτοσυνείδηση και ιστορική αυτεπίγνωση, να συνειδητοποιήσουμε την υπαρξιακή αναγκαιότητα της στρατηγικής ανασύνταξης της Ελλάδας και του Ελληνισμού.  Καθώς έκλεισε ο κύκλος της Μεταπολίτευσης, ο κύκλος της μεταπολεμικής Ελλάδας, ακόμα κι ο μεγάλος κύκλος, έστω και καθ’ υπερβολήν,  των δύο αιώνων απ’ την Εθνική μας Παλιγγενεσία.   Η ιστορική όμως αυτοσυνείδηση και ιστορική αυτεπίγνωση προϋποθέτουν τολμηρή ανάγνωση τόσο του χαρακτήρα όσο και της βαθύτερης μεταπολιτευτικής αιτιότητας της Χρεοκοπίας, χωρίς ιησουίτικες αμφισημίες και συγκαλυπτικές (των αιτίων) ταχυδακτυλουργίες.  Γιατί, μόνο έτσι μπορεί να δοθεί και η αναγκαία καθαρή απάντηση στο ανελαστικό δίλημμά της: εθνική αξιοπρέπεια (εθνική αυτεξουσιότητα και εθνική ανεξαρτησία) ή διαχειριστική υποτέλεια.  Προφανώς υπέρ της εθνικής αξιοπρέπειας και των συνακόλουθών της, όπου και προτάσσεται η ανεξαρτησιακή εθνική στρατηγική.  Αλλιώς, θα μείνουμε στην τροχιά  της προδιαγεγραμμένης απ’ τα τρία Μνημόνια μακράς διαχειριστικής  υποτέλειας (ευρωδυτική επικυριαρχία!) και στην παρεπόμενή της ψευδαίσθηση πως είμαστε … εθνικά αυτεξούσιοι.

Ποια είναι η δική σας μεγαλύτερη αγωνία για τη χώρα;

Λ.Β.: Το ότι δεν υπάρχει οραματική πνοή για το μέλλον.  Καθώς περίπου μοιάζουμε να μη ξέρουμε γιατί υπάρχουμε, παρά τους αιώνες και τις χιλιετίες πολιτισμού που έχουμε πίσω μας.  Κι η αγωνία μου γίνεται μεγαλύτερη, όταν δεν βλέπω ούτε υποψία  πολιτικής παιδείας και πολιτισμού, που να  έχει τέτοια πνοή και που να διεμβολίζει το παγιδευτικό δίπολο: του νοσηρού ελληνοκεντρισμού (που γεννάει «χρυσαυγιτισμό!) και του νοσηρού αντι-ελληνοκεντρισμού (που γεννάει προοδευτικοφανή «αποεθνοποιητική α-τοπία»!). Εμπνευσμένη πολιτική παιδείας και πολιτισμού, που να  δίνει στροφές στην…ασθμαίνουσα φτερωτή της ιστορίας μας και να προετοιμάζει την ανάσχεση του παρακμιακού μας κατήφορου.  Όπως αυτός προσδιορίζεται απ΄το προαναφερθέν εφιαλτικό άθροισμα :  δημογραφική (βιολογική) κατάρρευση+ πολιτιστική κατάρρευση+ Χρεοκοπία  και Επικυριαρχία.

Στο προτελευταίο μάλιστα βιβλίο μου, Το Πολιτιστικό Αντίδοτο στη Χρεοκοπία, εκδ. Ταξιδευτής, σημείωνα:  Όταν  λιγοστεύουν τα αξιακά «καύσιμα» της ψυχής ενός λαού, λιγοστεύει και το «λάδι» στο καντήλι της Ιστορίας του . Κι εμάς έχουν πολύ λιγοστέψει και τα αξιακά «καύσιμα» στην ψυχή μας και το «λάδι» στο καντήλι της Ιστορίας μας. Αλίμονό μας αν δεν το συνειδητοποιήσουμε κι αν  δεν … αντιδράσουμε, όπως το, κατά Σβορώνο, αντιστασιακό μας κύτταρο «ορίζει»!.

Για τον Λαοκράτη Βάσση

Ο Λαοκράτης Βάσσης γεννήθηκε στο Ριζοβούνι Πρεβέζης το Μάρτιο του 1945. Είναι δάσκαλος (πτυχιούχος της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων) και νεοελληνιστής φιλόλογος (πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Είναι πρόεδρος της Εταιρείας Παιδείας και Πολιτισμού “Εντελέχεια”. Είναι επίτιμο μέλος του Δ.Σ. του Κ.Ε.Θ.Ε.Α. (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων). Διετέλεσε μέλος του Ε.Σ.Ρ. (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) και Διευθυντής Σπουδών των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα (Βάρη Αττικής). Άρθρα και βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως “Αυγή”, “Ελευθεροτυπία”, “Καθημερινή”, “Αντί”, “Άρδην”, “Το Παρόν”. Έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις του σε ημερίδες και συνέδρια για θέματα εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και σύγχρονου γενικότερα προβληματισμού.

Περισσότερα από την εκπομπή «Μονόγραμμα» (ert.gr): Τέκνο της Ηπείρου, γεννήθηκε στο Ριζοβούνι Πρέβεζας το 1945. Ζυμωμένος με την ιστορία του τόπου, μεγαλωμένος με τα ήθη, τα έθιμα, τους ήχους των τραγουδιών της Ηπείρου, είχε δύσκολη μαθητική ηλικία λόγω του ονόματός του. Στην αντικομμουνιστική περίοδο που διήνυε τότε η Ελλάδα, το όνομά του (Λαοκράτης) ήταν κόκκινο πανί για τους δασκάλους. Ωστόσο είχε τη στήριξη του πατέρα του και δεν το άλλαξε, όπως του πρότειναν και όπως πολλοί άλλοι έπραξαν.

Πήρε το πτυχίο του από τη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων, αφού λόγω δύσκολης οικονομικής κατάστασης, δεν μπορούσε να φοιτήσει στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Για καλή του τύχη επί Γεωργίου Παπανδρέου και υπουργού Παιδείας Λουκή Ακρίτα, ιδρύεται τότε η Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων, όπου αμέσως έδωσε εξετάσεις και μπήκε. Στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 ήταν από τους πρώτους που συνελήφθη. Την αντίστασή του την πλήρωσε τόσο αυτός όσο και η οικογένειά του. Ο πατέρας του αργότερα φυλακίστηκε, και στα αδέλφια του στη Γερμανία αφαιρέθηκαν τα διαβατήριά τους. Τη στρατιωτική του θητεία (με δύο πτυχία) την πέρασε ως «μουλαράς». Τον ξαναβρίσκουμε μετά, στην κατάληψη της Νομικής, και να συμμετέχει στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, όταν ξεστόμισε το σύνθημα «Θάνατος στον τύραννο» που διαδόθηκε σαν φωτιά και ακούστηκε από χιλιάδες στόματα.

Στη μεταπολίτευση τον βρίσκουμε ως πολιτικά ενεργό άτομο να λαμβάνει μέρος στα πολιτικά τεκταινόμενα. Γρήγορα όμως η μεταπολίτευση απομυθοποιήθηκε μέσα του, αφού λειτουργούσε πάντα ως αιρετικός, ένα ανήσυχο πνεύμα σε διαρκή αναζήτηση. Έφυγε από κόμματα που διέψευσαν τις προσδοκίες του, διαγράφτηκε από κόμματα, συμμετείχε σε δημιουργία ελπιδοφόρων κινημάτων.

Στο βιβλίο του «Το Πολιτιστικό Αντίδοτο στη Χρεοκοπία», αναλύει διεξοδικά πώς τελικά «η πολιτιστική κρίση βρίσκεται κατά βάθος πίσω από τη χρεοκοπία μας». Ο Λαοκράτης Βάσσης δεν παρατηρούσε τις πολιτικές διεργασίες ως παρατηρητής έξω από την κοινωνία, αλλά εντός της. Έντονα πολιτικοποιημένος, εκτός των άλλων, έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις του σε ημερίδες και συνέδρια για θέματα πολιτιστικά, πολιτικά, αλλά και σύγχρονου γενικότερα προβληματισμού.

Διετέλεσε μέλος του ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) και Διευθυντής Σπουδών των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα (Βάρη Αττικής). Άρθρα και βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως «Αυγή», «Ελευθεροτυπία», «Καθημερινή», «Αντί», «Άρδην», «Το Παρόν». Η μεγάλη του όμως αγάπη είναι η σχέση του με τα παιδιά, τους μαθητές του. Σχέση δημιουργική. Η ιδιότητα του δασκάλου ήταν η κυρίαρχη ιδιότητα στη ζωή του γιατί «…το δασκαλίκι είναι μια μαγεία» λέει. «Δεν αντιλαμβάνονται πολλοί πως το δασκαλίκι δεν είναι ένας εκπεμπόμενος λόγος από τον διδάσκοντα αλλά είναι μια μαγική διαλεκτική σχέση μεταξύ διδάσκοντος και διδασκόμενων, έτσι που ο διδάσκων εκπέμπει μηνύματα αλλά και προσλαμβάνει μηνύματα με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα μαγικό σύνολο, ένα μαγικό μαγνητικό πεδίο, μέσω του οποίου ανεβαίνουν μαθητές και δάσκαλος…».

https://tvxs.gr/news/biblio/laokratis-bassis-den-yparxei-oramatiki-pnoi-gia-mellon