Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ, ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ  ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Καθ. Κ.ΧΡΗΣΤΟΥ, Αναπλ. Καθ. Κ. Μποζίνης, ΙΕ41:

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

«[ Ο Θεός] που με έκρινε άξιο να εκπληρώσω τη βούλησή του, με ανεζήτησε και με έθεσε στην υπηρεσία του και εγώ, κινώντας από την μακρινή βρετανική θάλασσα και από τους τόπους, όπου κατά θείες επιταγές δύει ο Ήλιος, ανταποκρίθηκα στη θεία κλήση, απωθώντας και διασκορπίζοντας χάρη σε κάποια ανώτερη δύναμη τα δεινά που κατέχουν τον κόσμο, ώστε το ανθρώπινο γένος διαπαιδαγωγούμενο από το έργο μου, να επανεχθεί στο σεβασμό του θείου νόμου και η μακαριότατη πίστη να αυξηθεί υπό την καθοδήγηση του Κυρίου… Με την πεποίθηση ότι αυτή είναι η άριστη υπηρεσία, ότι αυτή είναι η χάρις που δόθηκε σε μένα, προχωρώ από τις χώρες της Ανατολής, οι οποίες χειμάζονται από βαρύτατες συμφορές και επικαλούνται τη μέριμνά μου».[1]

Αυτή η πίστη, βαθιά ριζωμένη στην καρδιά του Κωνσταντίνου, ήταν που τον οδήγησε στην εξελικτική πορεία της προσωπικότητάς του και της αποστολής του.

  

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Ξεψύχησε την ύστερη αυγή στις 21 Μαΐου, στο 337 από την γέννηση του Ιησού. Κανένα από τα τρία αρσενικά παιδιά του δεν ήταν κοντά του για να του κλείσει τα μάτια»[2]

Η ιστορία του χάρισε τον τίτλο του Μεγάλου. Η εκκλησία του Ισαποστόλου και τον κατέταξε στους Αγίους. Η Δυτική Εκκλησία αναγνώρισε ως Αγία μόνον την μητέρα του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όμως ήταν ο θεμελιωτής του Χριστιανισμού. Χωρίς εκείνον,  και άλλο αίμα μαρτύρων θα χύνονταν για την πίστη του Χριστού. Ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, που προέβλεψε πως το μέλλον της αυτοκρατορίας θα γράφονταν στην Ανατολή. Ήταν ο Ισαπόστολος, γιατί η εκκλησία πίστεψε πως χάρις σε εκείνον επικράτησε τον 4ο αιώνα ο Χριστιανισμός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος με την διορατικότητά του, αλλά και το θυμοειδές του χαρακτήρα του κατάλαβε ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θα ήταν η κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της αυτοκρατορίας, αφού οι εθνικές θρησκείες είχαν χάσει την αξιοπιστία τους, ως η ενωτική δύναμη ανθρώπινων  ομάδων και λαών.

Η ενότητα της εκκλησίας της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, θα έσωζε την Αυτοκρατορία και η Αυτοκρατορία στήριξε την νέα θρησκεία.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην εργασία που ακολουθεί, θα γίνει προσπάθεια να παρουσιασθεί, κατά το δυνατόν η προσωπικότητα και το έργο του Αγίου και Ισαποστόλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Η στάση των ιστορικών απέναντι στον Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Ενέχει το στοιχείο μιας ιδεολογικής πρόκλησης, με τον προσηλυτισμό του στον Χριστιανισμό. Πρόκλησης πολιτικής και πολιτιστικής. Η αναγνώριση του Χριστιανισμού σηματοδοτεί μια σημαντική παρέκκλιση, για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην οποία το κράτος ήταν συνδεδεμένο με τις λατρείες θεών και συμβόλων. Η πράξη αυτή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα γεγονός, που καθόρισε την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και την ιστορία της μεσαιωνικής και σύγχρονης Δύσης, η οποία κινήθηκε στη σκιά του Βυζαντίου.

Οι διαμάχες για το πρόσωπο του, οι οποίες προέκυψαν από την μελέτη και αξιολόγηση των παγκόσμιας σημασίας ιστορικών αποφάσεων, ενεργειών και πράξεων του, ήταν κυρίως από την πολεμική προς αυτόν, παρά από την επιστημονική αναζήτηση.

Ένας από τους πιο σκληρούς κριτές του, Α. Πιγκανιόλ γράφει: «Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ούτε μυστικιστής, ούτε αγύρτης, αλλά ένας ειλικρινής άνθρωπος που έψαχνε την αλήθεια – στο κατώφλι ενός αιώνα σκοτεινού, που ο ανθρώπινος νους παράπαιε – ένας δύστυχος άνθρωπος που ψηλαφούσε…».[3]

Εκτιμάται ως καταλυτικής σημασίας η αναγνώριση και αναδίφηση της ιστορικής εποχής, κατά την οποία διαδραματίζονται οι πράξεις και τα έργα σπουδαίων ανδρών, ώστε κατά το δυνατόν να αναδειχθεί η προσωπικότητα τους και να ψηλαφιστούν τα «κρύφια» της σοφίας των.

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. ΠΡΟ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

α.       Γενικά

Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία βίωσε μεγάλη και πολυεπίπεδη κρίση μετά τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου, το 180 μΧ, αυτοκράτορα και ενός από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους. Η «Pax Romana», η ρωμαϊκή αυτή περίοδος ειρήνης που καθιέρωσε ο Καίσαρας Αύγουστος, έληξε με τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου.

Βαρβαρικοί λαοί κυρίως Γότθοι, εισέβαλαν στην αυτοκρατορία από την Δύση, οι Σασσανίδες Πέρσες επιτέθηκαν στην Ανατολή. Στα εσωτερικά του κράτους ακολούθησε η οικονομική κρίση, λοιμοί, εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτική αναρχία. Ο θεσμός του αυτοκράτορα εξασθένησε, καθόσον στήριζαν την εξουσία τους, στην διάθεση των ρωμαϊκών λεγεώνων και ανάλογα με τις περιστάσεις, που στους Λεγεωνάριους και Πραιτοριανούς παραχωρούσαν και έδιναν. Η κρίση αυτή της αυτοκρατορίας, ήταν ουσιαστικά η παρακμή του αρχαίου κόσμου. Τα αίτια, που την προκάλεσαν, αναδεικνύονται και όπως η «οπτική γωνία»,  του κάθε ιστορικού επιτρέπει: οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ή ιδεολογικά.  Είναι βέβαιο όμως ότι με την παρακμή του αρχαίου κόσμου, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια νέα πορεία της Δύσης και της Ανατολής.

Εκτιμάται ως ιδιαιτέρας σημασίας η άποψη, για την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «η σταθερή παρακμή του πολιτισμού δεν πρέπει λοιπόν να αποδοθεί σε βιολογικό εκφυλισμό ή στην επιμιξία των κατωτέρων φυλών με τις ανώτερες ή σε πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, αλλά μάλλον σε μια μεταβολή της νοοτροπίας των ανθρώπων. Η μεταβολή αυτή οφειλόταν στο πλέγμα των περιστάσεων που δημιούργησαν οι ιδιάζουσες συνθήκες ζωής στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. …. Μια από τις συνθήκες αυτές – και μάλιστα πολύ σημαντική – ήταν ο αριστοκρατικός και κλειστός χαρακτήρας του αρχαίου πολιτισμού. Η πνευματική αντίδραση δηλαδή, η αδιαφορία για την επίγεια ζωή και το χάσμα (μεταξύ ανώτερων τάξεων και της μάζας), στέρησαν τον αρχαίο κόσμο από τη δύναμη να διατηρήσει τον πολιτισμό του ή να τον υπερασπίσει από την εσωτερική αποσύνθεση και τον εξωτερικό κίνδυνο, τις εισβολές των Βαρβάρων».[4]

β.      Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τον 1ο αι π.Χ. ώς τον 4ο αι μ.Χ.

  • Γενικά

Η ιστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, από το Γιβραλτάρ έως τον Καύκασο και από την Βρετανία έως την Αίγυπτο συνδέεται άμεσα με αυτή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Λατινική, στο Δυτικό τμήμα και η Ελληνική, κυρίως στο Ανατολικό, ήταν οι γλώσσες, που οι άνθρωποι μιλούσαν και καταλάβαιναν.

  • 1ος αι π.Χ. – 3ος αι μ.Χ. Η κρίση της αυτοκρατορίας

Το 48 π.Χ. στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας, στη μάχη μεταξύ Πομπήιου και Καίσαρα, που ανέδειξε νικητή τον Καίσαρα, σήμανε και την νίκη της μοναρχίας έναντι της δημοκρατίας. Ουσιαστικά τερματίστηκε η ζωή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ο Καίσαρας συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του. Μετά την δολοφονία του Καίσαρα και την νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο, το 31 π.Χ., ο Οκταβιανός κατέλυσε το κράτος των Πτολεμαίων, προσάρτησε την Αίγυπτο στο Ρωμαϊκό κράτος, κυριαρχώντας στο σύνολο της Αυτοκρατορίας. Η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο ήταν καταλυτικής σημασίας, για την πολιτική ιστορία της Ρώμης. Με την εν συνεχεία κατάληψη της Αλεξάνδρειας και τον θάνατο του Αντωνίου, ο Οκταβιανός έχει την δυνατότητα να επιβάλει την μοναρχική, σχεδόν δικτατορική, εξουσία του. Ο Οκταβιανός Αύγουστος με την ακατάβλητη δραστηριότητά του,  σε όλους τους τομείς της εσωτερική και εξωτερικής πολιτικής, πραγματοποιεί μια παλινόρθωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δημιούργησε το Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό καθεστώς του Αυγούστου, που διατηρήθηκε για δύο περίπου αιώνες στην αυτοκρατορία, ως «Pax Romana» της αυτοκρατορίας, μέχρι τον θάνατό του το 180 μ.Χ.           

       

 

Με τον Κόμοδο (180-192μ.Χ), έναν δεύτερο Νέρωνα, η Διοίκηση και ο Στρατός παραμελήθηκαν. Οι αυτοκράτορες εναλλάσσονταν πλέον στην εξουσία, μέχρι το 284, όταν ο Στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Γάιο Βαλέριο Αυρήλιο Διοκλητιανό, σε ένα σκληρά δοκιμασμένο και εξαντλημένο κράτος, μετά από δεκαετίες αναρχίας και πολέμου.

Ο Διοκλητιανός, με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων τόσο στη δημόσια, όσο και στην ιδιωτική ζωή αντιμετώπισε με επιτυχία τους εξωτερικούς εχθρούς και επέβαλε την τάξη στην αυτοκρατορία. « Η αξία του όπως και του Αυγούστου, βρίσκεται στο γεγονός πως συνειδητοποίησε το πνεύμα του καιρού του και μπόρεσε να το εκμεταλλευτεί» .[5]

Ο κόσμος της αυτοκρατορίας, είχε κουραστεί από τα πάθη και τις φιλοδοξίες, την αναρχία και τους πολέμους.  Ήθελε να ξεκουραστεί. Πλησίασε και βοήθησε τον νέο αυτοκράτορα. Παρά τις προσπάθειες όμως του Διοκλητιανού, να αποκαταστήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας, τις ικανές μεταρρυθμίσεις του στους τομείς της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της οικονομίας, της στρατιωτικής οργάνωσης και της κεντρικής εξουσίας, έζησε μετά την παραίτησή του να δει έναν νέο εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ των Αυγούστων και των Καισάρων που ο ίδιος είχε διορίσει. Νικητής στον πόλεμο αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος.

γ.       Η Θρησκεία στην Προ-Κωνσταντίνεια εποχή και από τον 1ο αι π.Χ.   

μέχρι τον 3ο μ.Χ. αι.

Η θρησκεία των Ρωμαίων ήταν πολυθεϊκή όπως και των Ελλήνων. Η θρησκευτική λατρεία ήταν πολύ σημαντική στην δημόσια και κοινωνική ζωή της Ρώμης και συνόδευε κάθε πολιτική δραστηριότητα. Στα χέρια της Αυτοκρατορίας είχαν συγκεντρωθεί όλα τα θρησκευτικά αξιώματα και τελετουργίες. Όλοι οι αυτοκράτορες με πρώτο τον αύγουστο, λατρεύονταν σαν θεοί μετά τον θάνατό τους και όσο ζούσαν οι υπήκοοί τους, τους τιμούσαν με θρησκευτικές τελετές. Είναι πολύ σημαντικό ότι με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζονταν η ενότητα του Ρωμαϊκού κράτους, αφού όλοι όσοι υπήγοντο στη Ρωμαϊκή εξουσία, είτε ήταν Ρωμαίοι πολίτες, είτε όχι, αποδείκνυαν ότι είναι πιστοί στον αυτοκράτορα. Στον κοσμοκράτορα της εποχής εκείνης. Κοινή λοιπόν λατρεία με τις άλλες προστάτιδες θεότητες των πόλεων και η λατρεία του αυτοκράτορα. Κοντά στην απεικόνιση της θεότητας συναντούμε παντού την μορφή του αυγούστου. Στο πρόσωπο του συναντιόνται η θρησκεία και το κράτος. Στην αυτοκρατορία έχουμε μία «υιοθέτηση» λατρειών θα λέγαμε, των κατακτημένων λαών και την ένταξη τους στο Ρωμαϊκό Πάνθεον αφού μαζί με τους θεούς των Ρωμαίων λατρεύονταν και άλλες θεότητες: θεότητες Δρυϊδισμού, στη Γαλατία και στη Βρετανία, της Κυβέλης (φρυγική θεότητα), της Ίσιδας και Σάραπη (Αιγυπτιακές θεότητες), του Ασκληπιού, του Ηρακλή, του Μίθρα.

Στον αρχαίο κόσμο τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού, η θρησκεία καθορίζει τη στάση τους απέναντι στη ζωή και τη συμμετοχική τους δραστηριότητα και πολιτισμό στις κοινωνικές δομές. Στην εποχή του αυγούστου από τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα (Στωικοί, Νεοπυθαγόρειοι – μυστικισμός και έντονο ενδιαφέρον για την μέλλουσα ζωή – Επικούρειοι), οι Στωικοί προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα της «αρχής ενός ανδρός» και διδάσκουν πως η μοναρχία, ιδιαίτερα αν ο μονάρχης είναι «άριστος», μέσα σε ένα κράτος, που περικλείει ουσιαστικά όλη την ανθρωπότητα, προσφέρει στο άτομο εσωτερική ελευθερία σε μεγαλύτερο βαθμό από όλα τα άλλα πολιτεύματα.[6]  Ένας από τους σημαντικότερους χώρους που διαμορφώνονταν και εκδηλώνονταν το θρησκευτικό συναίσθημα μέσα στη Ρωμαϊκή κοινωνία, ήταν ο στρατός. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα έδιναν μια πιστή εικόνα των θρησκευτικών ρευμάτων, που επικρατούσαν στην αυτοκρατορία. [7]

Οι κοινωνικές αναταράξεις και κοινωνική παρακμή, που τις συνόδευσε μετέβαλλαν και είχαν μεγάλες και δυσμενείς επιπτώσεις και στους θεσμούς με τους οποίους είχε κυβερνηθεί η αυτοκρατορία. Έτσι η επίσημη θρησκεία της αρχαίας Ρώμης, η λατρεία του αυτοκράτορα, έχανε την αίγλη και τον ενθουσιασμό της. Οι αυτοκράτορες δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αφοσίωση του στρατού στο πρόσωπό τους, αφού τα διάφορα θρησκευτικά ρεύματα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι Στωικοί αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Ο Πλωτίνος, σημαντικός φιλόσοφος και ιδρυτής της νεοπλατωνικής σχολής, εκπροσωπεί στο μεγαλύτερο βαθμό το θεολογικό ρεύμα του μ.Χ. αι. Έχουμε ακόμη έξαρση του ανατολικού μυστικισμού και λατρείες ανατολικής προέλευσης. «Οι θεοί… έλκουν, γοητεύουν, απωθούν και φοβίζουν…εγείρουν, προκαλούν και διαχειρίζονται τη ζωή και τον θάνατο»[8]

Μέσα όμως από αυτόν τον θρησκευτικό καμβά της αυτοκρατορίας, φιλοσοφικών, θρησκευτικών ρευμάτων και θρησκευτικών κοινοτήτων της Ανατολής αρχίζει να ξεχωρίζει ο Χριστιανισμός.

Μέγας Κωνσταντίνος

  1. Καταγωγή και γέννηση

Ο Φλάβιος Βαρέριος Κωνσταντίνος, γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 284 μ.Χ. στην Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Οι εκτιμήσεις των ιστορικών διίστανται από το 272 ή 273 μ.Χ.[9] Λίγο μεταγενέστερη, στο έτος 280 ή και 285 μ.Χ., συναντάται και έτερη εκτίμηση, περί της χρονολογίας της γέννησης του. «Ωστόσο αν ανέλαβε δράση στα 20, 25 ή 33 του χρόνια, δεν ενδιαφέρει την ρητορική του λόγου, που θέλει στα προσόντα του επιτυχημένου ηγέτη, να συνταυτίζεται η έναρξη στα ιστορικά δρώμενα με την αρχή της νεότητας».[10] Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, που κατάγονταν από ευγενική οικογένεια. Ήταν ανιψιός από την μητέρα του, του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Σύζυγος του Κωνστάντιου και μητέρα του Κωνσταντίνου, ήταν η πανέμορφη Ελένη, κόρη φτωχού ξενοδόχου από το Δρέπανο της Βιθυνίας, όπου εκεί την γνώρισε και την νυμφεύθηκε, ο νεαρός αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Κωνστάντιος ο Χλωρός. «Ο δε Κωνστάντιος λίαν αγαθός ων και ευσεβής και τον υιόν Κωνσταντίνον ομοίως επαίδευσε, και τω καθ ημών διωγμώ ουδαμώς εκοινώνησεν, αλλά και τους υπ’ αυτών χριστιανίζειν αδεώς και ακωλύτως επέτρεπε», όπως ο βυζαντινός ιστορικός Κεδρινός γράφει. [11]

  1. Τα νεανικά χρόνια

Τον πρώτο καιρό ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του. Στο περιβάλλον του πατέρα του έλαβε την στρατιωτική του εκπαίδευση το 289 μ.Χ η ζωή του Κωνσταντίνου αλλάζει. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός έχοντας εφαρμόσει το σύστημα της τετραρχίας (δύο Αύγουστοι, δύο Καίσαρες – βοηθοί),

ορίζει την 1η Μαρτίου 293 τον πατέρα του Κωνσταντίνου Καίσαρα στην Δύση βοηθό του Αύγουστου Μαξιμιανού. Στον Κωνστάντιο δόθηκε ο έλεγχος της Βρετανίας, της Γαλατίας και της Ισπανίας. Ο Μαξιμιανός πάντρεψε τον Κωνστάντιο τον Χλωρό με την θετή κόρη του Θεοδώρα, λόγω της ταπεινής καταγωγής της Ελένης. Ο γάμος με την μητέρα του Κωνσταντίνου διελύθει. Η Ελένη με γενναιότητα αποδέχεται το γεγονός και διακριτικά αποσύρεται και χάνεται από το προσκήνιο για 30 και πλέον χρόνια. Ο Κωνσταντίνος στέλνεται στην αυλή του Διοκλητιανού, ως όμηρος, για να εξασφαλιστεί η καλή διαγωγή και πειθαρχία του πατέρα του στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος είδε τον πατέρα του ξανά στην επιθανάτια κλίνη του.[12] Στα ανάκτορα του Διοκλητιανού ο Κωνσταντίνος και όπως ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει:

«ότι ως ο Μωυσής εν οίκοις τυράννων ανετράφει ο Κωνσταντίνος». [13]

Κοντά στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος διδάχθηκε την στρατιωτική τέχνη, καθώς και τα γράμματα από σημαντικούς λόγιους των ανακτόρων,[14] και η άποψη ότι ο Κωνσταντίνος έτυχε πλημμελούς εκπαίδευσης δεν ευσταθεί.[15] Ο Κωνσταντίνος κατά την εφηβική του ηλικία είχε συνοδεύσει τον Διοκλητιανό στο μαντείο των Δελφών. Οι ιερείς του Απόλλωνα, στον χρησμό που έδωσαν στον Διοκλητιανό απέδωσαν ότι:

«επί γης δίκαιοι» είναι το εμπόδιο για την επαλήθευση των χρησμών του μαντείου. Ο Ευσέβιος διασώζει μία εγκύκλιο διαταγή του Κωνσταντίνου, προς τους κατοίκους των Ανατολικών επαρχιών αργότερα, όπου «…τινες άρα ειεν οι προς την γην δίκαιοι πολυπράγμονών επυνθάνετο, και τις περί αυτών θυηπόλων αποκριθείς, χριστιανοί δήπουτε, έφει…».[16] Ο Διοκλητιανός άκουσε από τους ακολούθους του ότι οι «επί γης δίκαιοι» του χρησμού είναι οι χριστιανοί, όπως στην πιο πάνω επιστολή του αναφέρει ο Κωνσταντίνος και το 303 μ.Χ., ο Διοκλητιανός εκδίδει το πρώτο διάταγμα διωγμών εναντίων των Χριστιανών. Παρών στο παλάτι, την ημέρα έκδοσης του διατάγματος, ήταν και ο Κωνσταντίνος, όταν κεραυνός έπεσε στα ανάκτορα και τα κατέκαυσε. Μπορεί κανείς εύκολα να αγνοήσει την Θεία Δίκη; [17]

Στο διάστημα των ετών αυτών ο πατέρας του Κωνσταντίνου ο Κωνστάντιος έδειξε μεγάλες διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες στην περιοχή ευθηνής, που του ανέθεσε ο Διοκλητιανός. Ανακατάλαβε την Βρετανία και με σειρά επιχειρήσεων απώθησε τα γερμανικά φύλα, που είχαν εισέλθει στα σύνορα του Ρήνου ποταμού. Στη δεύτερη φάση ασχολήθηκε με την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων πόλεων.

Βρισκόμαστε στο 298 μ.Χ. Ο Κωνστάντιος έδειξε εξαιρετική δραστηριότητα και ενδιαφέρον για την παιδεία, ενώ διέθεσε χρήματα από το θησαυροφυλάκιο των Επαρχείων του, για την ανοικοδόμηση ναών και δημοσίων κτηρίων, ακόμη και ιδιωτικών οικιών.[18] Η θεοσέβεια, το ήπιο του χαρακτήρα του και η φροντίδα για τους υπηκόους του, επέσυρε τις κατηγορίες και τον έλεγχο του αυτοκράτορα, περί «άδειων ταμείων», στο θησαυροφυλάκιο της Υπαρχιότητός του.[19] Ο Ευσέβιος προσθέτει ακόμη ότι ο Κωνσταντίνος ήταν χριστιανός, αλλά προσποιούνταν τον ειδωλολάτρη και ότι στο προσωπικό των ανακτόρων είχε μόνο χριστιανούς.[20] Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός αγωνίστηκε εναντίων των διωγμών των χριστιανών και συνέβαλε με την δική του κατευναστική πολιτική στη δημιουργία των προϋποθέσεων ανεξιθρησκίας, την οποία ο γιος του Κωνσταντίνος, υλοποίησε στην πράξη αργότερα με το «Διάταγμα των Μεδιολάνων».[21]

Το 305 μ.Χ., με την παραίτηση Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού, ο Κωνστάντιος με τον Γαλέριο αναλαμβάνουν συναυτοκράτορες στο Δυτικό και Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος αντίστοιχα. Ο γιός του Κωνσταντίνος στα ανάκτορα του Διοκλητιανού έχει ξεκινήσει την στρατιωτική του σταδιοδρομία. Νέος αξιωματικός το 296 μ.Χ. συνοδεύει τον Διοκλητιανό στην Παλαιστίνη, και στα δεξιά της ακολουθίας του ήταν ο πιο επιβλητικός «ουν και επί δεξιά παρεστώς περιφανέστατος ην τοις οράν  εθέλουσιν, οιος τε βασιλικού φρονήματος, εξ’ εκείνων τεκμήρια παρέχων», όπως μας γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.[22] Ένα χρόνο αργότερα έλαβε μέρος στον πόλεμο του Γαλέριου εναντίων των Περσών.

Ο Κωνσταντίνος ανδρώθηκε στα πεδία των μαχών. Έλαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις και έφθασε ως τον βαθμό του τριβούνου (χιλιάρχου). Ήταν ευφυής, ανδρείος, με φυσικές και διοικητικές ικανότητες. Διακρινόταν ακόμα για το παράστημά του και την ευγένεια των τρόπων του. Η αυτοκρατορική παρουσία του νεαρού χιλίαρχου Κωνσταντίνου, απότοκος της παιδικής του ανατροφής, από τους θαυμάσιους γονείς του, της νεανικής του παιδείας, της φυσικής του ρώμης και των πνευματικών και ψυχικών προσόντων, θείων δώρων για τον μέλλοντα Άγιο και Ισαπόστολο, φόβισαν τον Γαλέριο, ο οποίος στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου, έβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο. Από νωρίς προσπάθησε να μειώσει έως και βιολογικού θανάτου (θηριομαχίες με τον λέοντα της Νουμιδίας) τον Κωνσταντίνο, τον οποίον ουσιαστικά περιόρισε μέχρι ομηρίας κοντά του στα ανάκτορα. Οι προσωπικότητες όμως, που έμελλε να συνδέσουν την τύχη τους με την τύχη της ανθρωπότητας είναι ελεύθερες για τον δικό τους υψηλό προορισμό. Ο Κωνσταντίνος δραπετεύει από τον κλοιό του Γαλέριου και συναντά τον εξαντλημένο και άρρωστο πατέρα του στο Εβόρακο, στο Γιορκ της σημερινής Αγγλίας.

Οι εκστρατείες, οι κακουχίες, αλλά και οι μεγάλη αυτοκρατορική πίεση, ενάντια στη σιωπηλή και όχι μόνο, φιλοχριστιανική στάση του, κατέβαλαν τον Κωνστάντιο.

Στις 25 Ιουλ 306 μ.Χ., ο Κωνστάντιος άρρωστος και εξαντλημένος πεθαίνει. Ο Κωνσταντίνος ο πρεσβύτερος γιός του, ήταν εκεί για να του κλείσει τα μάτια. Ένα ταξίδι τιμής και αρχή της δόξας του, τον φέρνει στις τελευταίες στιγμές του πατέρα του. Εκεί ήταν και τα ετεροθαλή αδέρφια του.  Η Ελένη, η Αγία Ελένη η μητέρα του και πρώτη σύζυγος του πατέρα του δεν ήταν εκεί. Ήταν η Θεοδώρα η μητέρα των έξι ετεροθαλών αδελφών του. «Τον κλήρον της βασιλείας νόμω φύσεως τω τη ηλικία προάγωντι των παίδων παραδούς διεπνεύσατο».[23]  Βάσει των νόμων, ως Αύγουστος ο πατέρας του, είχε το δικαίωμα να τον διορίσει Καίσαρα, όπως και το έκανε. Τέλος τον παρακάλεσε να προστατεύσει την μητρυιά του και τα ετεροθαλή αδέλφια του. «Ο Κωνσταντίνος τον διαβεβαίωσε για αυτό με δάκρυα στα μάτια». [24]

  1. Ο Κωνσταντίνος Αύγουστος των Δυτικών περιοχών

Την ίδια μέρα στο Εβόρακο τα στρατεύματα, με μεγάλες τιμές, έθαψαν τον Αύγουστο Κωνστάντιο και ανεκύρηξαν με μεγάλο ενθουσιασμό τον Κωνσταντίνο, στις 26 Ιουλίου 306, Αύγουστο στη θέση του πατέρα του. Από τον Γαλέριο ζητά την αναγνώρισή του, ως πρώτος Αύγουστος ,όπως και ήταν. Ο Γαλέριος ανεκυρήξε Αύγουστο τον Σεβήρο και Καίσαρα τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε ο Κωνσταντίνος ήταν ένα αγκάθι για αυτόν. Ο Κωνσταντίνος προς το παρόν το δέχθηκε.[25]

Ο ιστορικός Ζώσιμος, παγανιστής και εχθρικότατος προς τον Κωνσταντίνο τον συκοφαντεί, όπως και την μητέρα του, ως άσεμνη, ενώ τον Κωνσταντίνο ότι ανήλθε με δωροδοκίες και εξαγορά στην ανώτατη αυτή θέση. Ανεδαφικοί ισχυρισμοί, χωρίς ίχνος ιστορικής αλήθειας.[26] Τον Ζώσιμο, που ενάμιση αιώνα μετά τον Κωνσταντίνο γράφει (425-519 περίπου), για τον Ισαπόστολο, τον επικαλούνται αυτοί, που θέλουν να εκμεταλλευτούν  με τα αναπόδεικτα στοιχεία του παγανιστή και φανατικού αυτού ειδωλολάτρη, τον όποιο απορριπτικό και εχθρικό λόγο, εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου.[27]
και Καίσαρα τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε ο Κωνσταντίνος ήταν ένα αγκάθι για αυτόν. Ο Κωνσταντίνος προς το παρόν το δέχθηκε.[25]

Ο Κωνσταντίνος από την Βρετανία επιστρέφει με τα στρατεύματα του στην Ηπειρωτική Ευρώπη και κάνει πρωτεύουσα της επικράτειάς του, τους Τρεβήρους της Γαλατίας (Τριέρ) της Γερμανίας.

Εκεί κάλεσε και την μητέρα του Ελένη. Πρώτη μέριμνα του Κωνσταντίνου ήταν να επιτρέψει στους χριστιανούς την ελεύθερη και απρόσκοπτη άσκηση της λατρείας τους, όπως ο ρήτορας και απολογητής του Χριστιανισμού Λακτάντιος(250-225μ.Χ.), αναφέρει.[28]

Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, μετά από σκληρούς αγώνες, υπέταξε και δάμασε τους βάρβαρους λαούς των βορίων συνόρων και στη Δύση, τους Ισπανούς, που είχαν επαναστατήσει. Επιβάλει σκληρή τιμωρία, θηριομαχίες στους αρχηγούς των επαναστατών. Σε αυτό ο ιστορικός Richardson,[29] κανένα στοιχείο σκληρότητας δεν βλέπει από τη πλευρά του Κωνσταντίνου. Πως μπορούσε κάποιος να αντιμετωπίσει και να παραδειγματίσει τέτοιους αντιπάλους, που μόνο στάχτη άφηναν στο πέρασμά τους.

Ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την Μινερβίνα με νόμιμο γάμο το 303μ.Χ. Για την νομιμότητα του γάμου, διότι δεν υπάρχουν και περί  του αντίθετου απόψεις, δεν έχει αμφιβολίες ούτε ο διόλου φιλικός προς τον Κωνσταντίνο, Βρετανός ιστορικός Edward Gibbon.[30] Από την Μινερβίνα απέκτησε έναν γιο τον Κρίσπο. Το 307μ.Χ. χωρίζει από την Μινερβίνα υποχρεωτικά, καθόσον  σύμφωνα με τον ρωμαϊκό  νόμο ως Καίσαρας έπρεπε να παντρευτεί Ρωμαία από ευγενή οικογένεια. Παντρεύεται την Φαύστα αδερφή του Μαξεντίου και κόρη του Μαξιμιανού. Ένας γάμος και με πολιτικό  υπολογισμό, από την πλευρά των εμπλεκομένων μερών  Κωνσταντίνου και Μαξιμιανού.[31]

Ο Κωνσταντίνος είχε την έγκριση των στρατιωτικών για την θέση του και μέχρι το 311μ.Χ. (μέσα του έτους,) κατάφερε να μειώσει τις όποιες ταραχές και εξεγέρσεις στην περιοχή ευθύνης του. Οι αυτοκράτορες τις Τετραρχίας του Διοκλητιανού, μέσα σε ελάχιστα χρόνια έγιναν έξι: Γαλέριος, Μαξέντιος, Μαξιμίνος Ντάΐα, Λικίνιος, Σεβήρος και Κωνσταντίνος. Οι φιλοδοξείς του καθενός είχαν ως συνέπεια πολυμέτωπες μεταξύ τους συγκρούσεις, για το ποιος θα επικρατήσει ως μονοκράτορας στην αχανή αυτοκρατορία. Οι συγκρούσεις αυτές γίνονταν ακόμα περισσότερο σκληρές, ακόλαστες και με ακόλαστες πράξεις, από τα σαρκικά πάθη και τον άσχημο χαρακτήρα των κυβερνόντων. Όπως γράφει  ο  ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός : «Μαξέντιος δε κακός τους Ρωμαίους επέκριβε, τυρανικώ μάλλον ή βασιλικώ τρόπω… μηχεύων ανέβην τας των ελευθέρων γυναίκας»[32] και[33] ακόμα ο Μαξιμίνος Ντάια, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος όπως χρονικογράφοι και βυζαντινοί ιστορικοί αναφέρουν (Λακτάντιος, Βίκτωρας, Σέξτιος, Αβρίλιος), έκαναν να κυριαρχεί στην αυτοκρατορία η δυσαρέσκεια, η καταπίεση και ο τρόμος, εκτός από το τμήμα που κυβερνούσε ο Μέγας Κωνσταντίνος. [34]

Οι δολοπλοκίες και δολοπλοκικές απόπειρες από το Μαξιμιανό, πεθερό του Μεγάλου Κωνσταντίνου εναντίον του γαμπρού του, χρησιμοποιώντας και την κόρη του Φαύστα, σύζυγο του Κωνσταντίνου, αμαυρώνουν ακόμα περισσότερο την περίοδο αυτή της αυτοκρατορίας. Μεγάλη η κριτική ακόμα και σήμερα εναντίον του Κωνσταντίνου για τον θάνατο του Μαξιμιανού. Μεροληπτεί ο ιστορικός Gibbon όταν ζητά «περισσότερη ανθρωπιά για τον ηλικιωμένο άνδρα», ο οποίος όμως  αποπειράθηκε δυο φορές να τον δολοφονήσει.[35]  Η Φαύστα τελικά  με την στάση της προφύλαξε τον σύζυγό της Κωνσταντίνο.

Στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας παράμειναν ο Κωνσταντίνος και ο κουνιάδος του Μαξέντιος. Ο Μαξέντιος είχε υπό την δικαιοδοσία του την Ιταλία και την Βόρειο Αφρική και ήθελε την κυριαρχία ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Η σύγκρουση των δυο κυβερνητών του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, Κωνσταντίνου και Μαξεντίου πλησίαζε. Η τελική αναμέτρηση έγινε Μουλβία ή Μιλβία γέφυρα, 2χλμ έξω από την τότε Ρώμη, στις 28 Οκτωβρίου το 312μ.Χ. Ο Μαξέντιος κήρυξε ουσιαστικά αυτός τον πόλεμο στον Κωνσταντίνο, καταστρέφοντας προσωπογραφίες και ανδριάντες του Κωνσταντίνου στη Ρώμη και πόλεις της Ιταλίας.


Ο Κωνσταντίνος πέρα από τις όποιες υπερβολές εκτιμήσεων για τις στρατιωτικές του δυνάμεις, πρέπει να είχε τις μισές και λιγότερες, από τις δυνάμεις του Μαξέντιου.[36] Στους τακτικούς ελιγμούς των δυο ανδρών δεν θα αναφερθούμε. Όμως την παραμονή της τελικής αναμέτρησης (27 Οκτωβρίου 312) ο Κωνσταντίνος, καθώς μας πληροφορεί ο Ευσέβιος και ενώ συλλογιζόταν τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε τα πολυαριθμότερα στρατεύματα του Μαξεντίου, «ότι τας ειδωλολατρησάντων καταστροφάς ενθυμηθής μάλλον τον χριστιανισμό εξελέξατο», παρά τας «κακότεχνους και γοητευτικάς μαγγανείας… Θεόν ανεζήτη βοηθόν», είδε

Όραμα στον ουρανό «υπερκείμενον του ηλίου σταυρού τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενον, γράφειν τε αυτώ συνήθαι λέγουσα τούτο νίκα».[37] ,[38]Ο Ευσέβιος μας πληροφορεί ότι ο Κωνσταντίνος κειμαινόταν μεταξύ χριστιανισμού και ηλιολατρίας.[39] Με εντολή του κατασκεπάστηκε Λάβαρο, όπου στην κορυφή σχημάτιζε το σημείο του Σταυρού, στεφανωμένο με το μονόγραμμα του Χριστού (των συμπλεγμάτων Χ και Ρ ). Με εντολή του, το ίδιο σύμπλεγμα γραμμάτων με χρώμα, σχεδιάστηκε από τους στρατιώτες στις ασπίδες τους και ο ίδιος το χάραξε μπροστά στο κρίνος του. Οι ιστορικοί και χρονικογράφοι Πορφύριος και Λακτάντιος, Σωκράτης, Ρουφηνός και Σωζόμενος επιβεβαιώνουν τον Ευσέβιο.[40]

«Εν τούτω νίκα». Το όραμα του Κωνσταντίνου πριν την κρισιμότερη μάχη της ζωής του. Το νέο σύμβολο αναπτέρωσε το ηθικό του στρατού και έδρασε ως πολλαπλασιαστής ισχύος. Η νίκη του Κωνσταντίνου στη μάχη της Μουλβίας γέφυρας, συνένωνε την Ρωμαΐκη Αυτοκρατορία και αναδιοργάνωσε την Δυτική περιοχή της, με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να διατηρηθεί επί χίλια χρόνια.

Η θρησκευτικές ενοράσεις πριν από την μάχη, άνοιξαν το δρόμο για την αποδοχή του Χριστιανισμού, ως κύρια θρησκεία της αυτοκρατορίας και οδήγησαν στην κυριαρχία της νέας θρησκείας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον Δυτικό κόσμο. Ο νικητής, αυτοκράτορας έδειξε μεγαλοψυχία και αυτοσυγκράτηση ενάντιων των εχθρών του. Και αυτός ο Εθνικός (ειδωλολάτρης), Έλληνας συγγραφέας Ζώσιμος, παραδέχεται ότι ελάχιστοι καταδικάστηκαν από τους στενότερους συνεργάτες του Μαξέντιου (ολίγοις μεν τισι των επιτηδειοτάτων Μαξέντιο δίκην επέθηκεν).[41]

Η στάση αυτή του Κωνσταντίνου δείχνει την νέα πλέον συνειδητή μεταστροφή του, σε μια πίστη με οικουμενικό πνεύμα, η οποία προέβαλε την μεγαθυμία και ανοχή προς τους εχθρούς και τους αντιπάλους, στην απλή της, έστω αρχικά κοινωνική της έκφραση. Αλώστε ο Κωνσταντίνος πολύ πριν την νίκη του επί του Μαξεντίου ευνοούσε τους χριστιανούς, και μόλις ανέβηκε στο θρόνο, τους παραχώρησε πλήρη ανοχή. Βέβαια δεν υποστηρίζεται από καθέναν αρχαίο συγγραφέα ότι εκείνη την εποχή ήταν χριστιανός ο Κωνσταντίνος. Σε πανηγυρικούς τότε, αλλά και το 311, ακόμη από τον Ευμένιο, δεν δίσταζαν να παρουσιάζουν τα είδωλα ως προστάτες του.[42] Ακόμη τον Χειμώνα του 312-313 ο Κωνσταντίνος προχώρησε πιο πέρα από μια απλή ανοχή προς τους χριστιανούς. Οι τρεις επιστολές του : μια προς τον επίσκοπο Καρχιδώνος Κεκιλιανό και δύο προς τον Ανουλίνο, ανθύπατο Αφρικής, φανερώνουν την νέα του σκέψη και στάση απέναντι στους χριστιανούς.[43] Η χριστιανική εκκλησία με την λατρεία της, είναι πλέον ζωτικής σημασίας για την ευημερία της Αυτοκρατορίας.

Στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο Λικίνιος επικρατεί έναντι του Μαξιμιανού και αναγνωρίζει ως μέγιστο Αύγουστο στη Δύση τον Κωνσταντίνο, καθόσον ο Λικινίος ήταν ο αρχαιότερος και μέγιστος πλέον Αύγουστος στην Ανατολή. Τον Φεβρουάριο του 313 ο Λικίνιος με τον Κωνσταντίνο, υπογράφουν στα Μεδιόλανα το ομώνυμο, πολύ σπουδαίο και παγκόσμιας σημασίας, για την Δύση «Διάταγμα των Μεδιολάνων». Η διωγμοί, που μαίνονταν για 250 χρόνια σταμάτησαν. Το Διάταγμα των Μεδιολάνων δεν κατέστησε την ειδωλολατρία παράνομη, ούτε τον χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους. Ήταν ένα προσεκτικά μελετημένο βήμα του Κωνσταντίνου προς τον νέο πολιτικό,  πολιτιστικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, που ήθελε [44]να δημιουργήσει. Και ο Λικίνιος στις 15 Ιουνίου του ιδίου έτους (313) με διάταγμα προς τον έπαρχο τις Βιθυνίας, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι : «επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με τον σεβασμό προς το θείο, δηλαδή να χορηγήσουμε προς τους χριστιανούς και στους άλλους την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας…».[45]

Ο Κωνσταντίνος το Καλοκαίρι του 313μ.Χ. την άλλη ετεροθαλή αδερφή του Αναστασία, την πάντρεψε με τον Βασιανό, από την οικογένεια του Λικίνιου. Τον Βασιανό τον έκανε αναπληρωτή Καίσαρα και ζήτησε από τον Λικίνιο να του παραχωρήσουν την Ιταλία και τις Δουνάβιες επαρχίες. Το πάθος της φιλοδοξίας, μα και αχαριστίας, έσπρωξε τον Βασιανό σε απόπειρα συνομωσίας εναντίον του Κωνσταντίνου το 314-315μ.Χ.  Ήθελε ο Βασιανός να γίνει αυτοκράτορας με τον Λικίνιο. Όμως αποκαλύφθηκε και ο Βασιανός καταδικάστηκε και εκτελέστηκες για προδοσία. Και αυτός ο θάνατος προσάπτεται στον Κωνσταντίνο. Όμως η τύχη ενός προδότη ή συνωμότη σε μια Αυτοκρατορία δεν είναι άμοιρη των συνεπειών, που ο νόμος προέβλεπε και όχι ότι ο κατηγορούμενος ως δολοφόνος, αυτοκράτορας, διέταξε.[46] Θα έπρεπε τότε κάθε ανώτατος άρχοντας να ονομάζεται δολοφόνος για κάθε, από τον νόμο καταδίκη. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία γι’ αυτό κατορθώσε να επιβιώσει, επειδή η εφαρμογή των νόμων ήταν ένα από τα συστατικά της διαχρονικά στοιχεία. Όπως λέει ο Flober, «πολλοί ιστορικοί συκοφαντούν την εποχή τους, από αγνοία της ιστορίας».[47]

Η ιστορία όμως βιάζεται πολλές φορές και ο Κωνσταντίνος «επέπρωτο» σύντομα να αναλάβει την ολοκληρωτική  και ολοκληρωτικά, την ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας, προς την Βασιλεύουσα Πόλη.

  1. Ο Κωνσταντίνος Μονοκράτορας της Αυτοκρατορίας

Ο Κωνσταντίνος με τον Λικίνιο έρχονται σε τελική σύγκρουση τρεις Ιουλίου το 324. Είχαν προηγηθεί και άλλες απόπειρες του Λικίνιου, για την κατάληψη της μονοκρατορίας της αυτοκρατορίας .Στα περίχωρα τις Ανδριανούπολης, ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Λικίνιο, ενώ ο Κρίσπος, Καίσαρας και γιος του Κωνσταντίνου καταναυμάχησε τον στόλο του Λικινίου στα στενά του Ελλήσποντου. Τον Λικίνιο δεν τον έσωσε η προσφιλής του τακτική της φυγής και παραδόθηκε στον Κωνσταντίνο, ο οποίος τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Θεσσαλονίκη. Η αδερφή του Κωνσταντίνα και σύζυγος του Λικινίου και στο παρελθόν είχε παρακαλέσει, για την ζωή του άστατου και φιλόδοξου Λικίνιου, ο οποίος και πάλι «… ύστερον βαρβάρους τινάς συναγαγών αναμαχήσασθαι την ήτταν εσπούδαζεν», όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας Σωκράτης ο Σχολαστικός.[48]

Τελικά όμως λόγω των διαμαρτιών των στρατιωτών για την διάσωση του ανθρώπου, ο οποίος είχε τόσες φορές αναδειχθεί αναξιόπιστος, ο Κωνσταντίνος παράπεμψε τον Λικίνιο στην ετυμηγορία της συγκλήτου και τελικά εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη ή σε κάποιο τόπο των Σερρών.[49] Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν υπεύθυνο τον Κωνσταντίνο, για τον θάνατο του Λικινίου, κατ’ εξακολούθηση συνωμότη, όπως θεωρούν τον Κωνσταντίνο υπεύθυνο και για τον θάνατο των συγγενών του, οι οποίοι επεδίωκαν την εξόντωσή του. Αδιαφορούν όμως οι ιστορικοί αυτοί, όπως ο Gibbon, ο Φραγκίσκος Μπερτολίνι και άλλοι, για το ό,τι όλοι αυτοί οι συγγενείς αιματοκύλησαν την αυτοκρατορία, στην προσπάθειά  τους να εξοντώσουν τον Κωνσταντίνο. Ακόμη ο Αμερικανός θεολόγος Ernest Richardson(1860-1939) στα προλεγόμενα του Ευσεβίου, αναφέρει ότι: «ο χαρακτήρας του Κωνσταντίνου γενικά διασφαλίζει, ότι αν εκείνος θεωρούσε εφικτό ότι μπορούσε να σώσει αυτούς ή κάποιον από αυτούς, ασφαλώς θα το είχε πράξει».[50]


Στο σταυροδρόμι της ιστορίας όπου βρέθηκε ο Κωνσταντίνος συνετά και συνειδητά, ακολούθησε το ρεύμα των πραγμάτων της εποχής του και βάδισε στο δρόμο, που είχε χαράξει ο Διοκλητιανός. Κράτησε τα χριστιανικά σύμβολα, λόγω του θρησκόληπτου του χαρακτήρα του, στα οποία απέδιδε μαγικές ιδιότητες, όπως η Πολύμνια Αθανασιάδη- Fawden αναφέρει.[51] Ίσως κάτι υπερβολικό, κατά την γνώμη μας, αφού ο θρησκόληπτος είναι δογματικός και σχολαστικός και θέλει να επιβάλλεται στους άλλους. Τέτοια στοιχεία δεν συναντώνται στον Κωνσταντίνο, ούτε δείγματα πρωτόγονης θρησκευτικότητας και μαγείας. Ο Κωνσταντίνος ήταν γενναίος και ανδρείος και δεν μπορούσε να ήταν θρησκόληπτος, αφού ο φόβος είναι πηγή των προλήψεων. Αλώστε η μέχρι της εφηβείας του αγωγή, που είχε λάβει από τους γονείς του  και ιδιαίτερα από την μητέρα του Αγία Ελένη, συνηγορούν στο ελεύθερο και εύψυχο του χαρακτήρα του.
Έτσι για πρώτη φορά υστέρα από 40 χρόνια ένας και μόνον άνθρωπος εξουσίαζε τις τύχες τις Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που τα σύνορά της εκτείνονταν από την Μαυριτανία και την Άνω Αίγυπτο.

Ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε και τελειοποίησε το μεταρρυθμιστικό έργο του Διοκλητιανού και δημιούργησε ένα νέο σύστημα, που τα βασικά χαρακτηριστικά : απολυταρχία – μονοκρατορία του αυτοκράτορα, συγκεντρωτική κρατική εξουσία και γραφειοκρατική διακυβέρνηση, διατηρήθηκαν, καθ΄ όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία[52]  Ο Κωνσταντίνος τώρα στέφει το βλέμμα του ΒΑ και αναζητά μια νέα πρωτεύουσα. Η Ρώμη αλώστε είχε πάψει να αποτελεί το γεωπολιτικό κέντρο της αυτοκρατορίας αφού πολλοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, είχαν σκεφτεί να μεταφέρουν την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Ο Ιούλιος Καίσαρας(100-44π.Χ.), ήθελε να μεταφέρει την Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή στο αρχαίο Ίλιον(Τροία) και ο Διοκλητιανός (24μ.Χ. -311μ.Χ.)  προτιμούσε να ζει στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας.

Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος, ο Μέγας Κωνσταντίνος παίρνει την κοσμοϊστορική απόφαση της μεταφοράς της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο, την Κωνσταντινούπολη, την Βασιλεύουσα της Αυτοκρατορίας (της Χριστιανικής Ανατολής). Σε αυτή την προνομιούχο και ιδανική τοποθεσία-«εωας τε και εσπερίου λήξεως οιον σύνδεσμον»- σύνδεσμο μεταξύ Ανατολής και Δόσεως, όπως την χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός,[53] ο Κωνταντίνος θα ίδρυε την χριστιανική του πρωτεύουσα Η νέα πρωτεύουσα ήταν αναγκαιότητα ιστορική.

Οι ανατολικές επαρχίες ευημερούσαν πολύ περισσότερο από τη Δύση, με μια περισσότερο στέρεη οικονομικοκοινωνική διάρθρωση. Η κυριαρχία της Ρώμης, σκληρή και καταστροφική δεν μπόρεσε να καταστρέψει την ευημερία της Ανατολής. Η αγροτική οικονομία της Μ. Ασίας ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ το δουλοχτητικό καθεστώς της Ρώμης έφερε την αυτοκρατορία στην παρακμή.

Πλέον όμως των στρατηγικών πλεονεκτημάτων, που οδήγησαν τον Κωνσταντίνο στην επιλογή της θέσεως του νέου κράτους, υπήρχαν και προσωπικά κίνητρα του αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, μετά το 320 άρχισε να στέφετε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα προς τον Χριστιανισμό. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μέχρι το 321μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ήταν πιστός στο δωδεκάθεο, επειδή μέχρι τότε κυκλοφορούσαν νομίσματα με έμβλημα την εικόνα αρχαίων θεών και ότι μετά το 321 αρχίσαν να τυπώνονται στα ρωμαϊκά νομίσματα χριστιανικά σύμβολα. Η πληροφορία όμως αυτή εκτιμάται ως ανακριβής, αφού έχουν βρεθεί νομίσματα το 315, 317 και 318 με την εικόνα του Κωνσταντίνου στην μια όψη και σύμπλεγμα εικόνων και μάλιστα ισοπλεύρου ελληνικού σταυρού στην άλλη πλευρά.[54]

Οι χειρισμοί του Κωνσταντίνου, στην ανάδειξη  του Χριστιανισμού ως της μόνης αληθινής θρησκείας, ήταν προσεκτικοί,  συνετοί και σταθεροί. Προσπαθούσε να μην προκαλεί, αφού οι εθνικοί στην αυτοκρατορία ήταν η πλειοψηφία και ιδιαίτερα στο στράτευμα. Ακόμη η εκδήλωση της προσωπικής του πίστης προς τον Χριστό, αν και ήταν συνειδητή επιλογή και έκφραση υπαρξιακής του ανάγκης, όπως η όλη του πορεία πριν και μετά μαρτυρά, προσπαθούσε, κατά το δυνατό, να την εκφράζει ήπια και συνετά, αν και δεν μπορούσε να κρύψει ακόμα και στις επίσημες παρουσίες τους, ως αυτοκράτορας (μη συμμετοχή του στα βικενάλια στη Ρώμη, Α Οικουμενική Σύνοδος 325, αλλά και νωρίτερα, 321), τη στροφή του ως ανθρώπου στη νέα θρησκεία του Χριστιανισμού.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, με την μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην παλαιά μεγαρική αποικία το Βυζάντιο, έδωσε στο κράτος ένα νέο σταθερό διοικητικό κέντρο. Το νέο αυτό κέντρο βάρους του κράτους είναι ακόμα ρωμαϊκό κατά την διοίκηση, το δίκαιον και την επίσημη γλώσσα. Τη νέα αυτή εγκαθίδρυση υπαγόρευσαν και λόγοι στρατιωτικοί κυρίως: στα ΒΑ και Α σύνορα του κράτους, στα μέτωπα του Δουνάβεως και της Ασίας, η πίεση των εξωτερικών εχθρών γίνονταν ολοένα και μεγαλύτερη. Το στρατηγικό ένστικτο του Κωνσταντίνου και η επαναστατική του φύση επέβαλλαν την επιλογή αυτή και έτσι δημιουργήθηκε μια νέα «Κωνσταντίνεια» επανάσταση, που έμελλε να θεμελιώσει τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.

Ο Κωνσταντίνος με την αποφασιστική του πλέον στροφή  προς το Χριστιανισμό, ήδη από το 320, χρειάζεται μια νέα πόλη, η οποία δεν είχε κηλιδωθεί από το βδέλυγμα της λατρείας των ειδώλων, όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος.[55] Όπως ο Τζόουνς αναφέρει, ο Κωνσταντίνος δεν μας άφησε καμία πληροφορία για τα ελατήρια που τον ώθησαν στην επιλογή και ίδρυση της νέας του πρωτεύουσας, εκτός από μία φράση σε κάποιο από τα νομοθετικά διατάγματά του ότι ενήργησε «κατ’ εντολή του Θεού».[56] Η φυσιογνωμία της Κωνσταντινούπολης καθορίστηκε από την ιδρυτική της πράξη. Δεν κτίστηκε εντελώς εκ του μηδενός. Το Βυζάντιο προϋπήρχε 1000 χρόνια πριν. Ο Κωνσταντίνος έλαβε σειρά μέτρων για να λαμπρύνει και να εποικίσει τη νέα πρωτεύουσα. Οι αρχιτέκτονες του Κωνσταντίνου χάραξαν τη νέα πόλη πάνω στην παλιά.

Στις 11 Μαΐου 330, μαζί με τον επίσημο εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του Κωνσταντίνου, έγιναν και τα εγκαίνια (dedication) της Κωνσταντινούπολης. Στις τελετές των εγκαινίων ο νεοπλατωνικός Σώπρατος διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, καθόσον ο Μέγας Κωνσταντίνος τον είχε ορίσει επόπτη των τελετών στα εγκαίνια της πόλης. Φυσικά το 330 αποτελεί συμβολική απλά ημερομηνία χωρίς να ανταποκρίνεται στην περάτωση του γιγαντιαίου έργου, που είχε αναλάβει ο Κωνσταντίνος. Ο αστικός χώρος επεκτάθηκε, το παλιό κέντρο διατηρήθηκε, ο ιππόδρομος επεκτάθηκε και δίπλα σε αυτόν κτίσθηκε ένα αχανές αυτοκρατορικό ανάκτορο, όπου για οκτώ (08) αιώνες έμελλε να ζήσουν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες.

Αριστουργήματα της Ελληνορωμαϊκής τέχνης μεταφέρθηκαν στη νέα πρωτεύουσα και στόλιζαν την αγορά, τους ναούς και τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Ο «εθνικός» ιστορικός Ζώσιμος, με πικρία παραδέχεται, εννοώντας το ξεγύμνωμα των έργων τέχνης που λάμπρυναν τις άλλες πόλεις, για χάρη της νέας πρωτεύουσας και μόλις μόνο έναν αιώνα μετά από την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, ότι η Κωνσταντινούπολη ως προς το μέγεθος και την ευδαιμονία δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη πόλη. Πολύ νωρίτερα, έναν αιώνα πριν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός υμνεί:[57]

« Ω δοξασμένη έδρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου,

νεότερη Ρώμη, πόσο ξεπερνάς κάθε άλλη πόλη,

όσο τη γη ο έναστρος ουρανός».

Δύο σκέψεις, δύο κοσμοθεωρίες. Άλλωστε «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».

Η πόλη πρέπει να παρέμεινε ένα είδος εργοταξίου ως το 336, χρονιά κατά την οποία με μεγαλύτερη λαμπρότητα ο Κωνσταντίνος γιόρτασε τα 35 χρόνια της βασιλείας του στο θρόνο της αυτοκρατορίας. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα εγκαίνιά της, η Κωνσταντινούπολη αναπτύχθηκε εξαιρετικά.

Ύστερα από δύο αιώνες η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη, όπως έμελλε να λέγεται, ήταν η μεγαλύτερη αγορά που συγκεντρώνονταν τα πλοία όλου του κόσμου.[58]

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ , Η ΠΟΛΗ  ΚΑΙ  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ

Ο Κωνσταντίνος στην νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, έργο καταδίκό του η Νέα Πόλη, δεν παρέλειψε με την πολιτική του, να την οικοδομεί, ως η «Νέα Ρώμη», σε επίπεδο διοικητικό, πολιτικό και οικονομικό. Βέβαια το ενδιαφέρον είναι επίσης διαρκές, για την πληρότητα της νέας πρωτεύουσας, της Πόλης, όπως θα μείνει στην ιστορία, με έργα τέχνης και πολυτελή οικοδομήματα. Είχε δώσει στην πρωτεύουσά του κράτους του, μια σύγκλητο και έναν ανθύπατο, ενώ ο λαός, ο  όχλος της Πόλης, είχε το  προνόμιο της δωρεάν απονομής των αναγκαίων, προνόμιο των πολιτών της Ρώμης. Ακόμη οι πολίτες της  Πόλης ετύγχαναν σοβαροτάτων φορολογικών απαλλαγών.

Ο Κωνσταντίνος, για να ανταποκριθεί στα τεράστια έξοδα και παροχές, που η νέα πρωτεύουσα απαιτούσε, και μέσα από την μεταρρυθμιστική του πολιτική, για τον σκοπό αυτό, αύξησε και επέβαλε νέους φόρους , που όπως γράφει ο ιστορικός Ζώσιμος «τοις μεν εισφέρουσι γινόμενος φορτικός, τους δε μηδέν οφελείν δυναμένους πλουτίζων».[59] Τα οικονομικά μέτρα του Κωνσταντίνου, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του γοήτρου της νέας πρωτεύουσας και της κεντρικής εξουσίας, στη θέση του  απόλυτου Μονάρχη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, κύριος υμνητής του Κωνσταντίνου, αναφέρει στον πανηγυρικό τριακονταετηρίδας του Αυτοκράτορα «Μοναρχία δε των πάντων υπέρκειται συστάσεώς τε διοικήσεως. Αναρχία γαρ μάλλον και στάσης η εξ΄ ισοτιμίας αντιπαρεξαγομένη Πολυαρχία».[60] .

Ο Κωνσταντίνος το 337 ετοιμάστηκε να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, ενώ ο Ευσέβιος σώζει και μια επιστολή του Κωνσταντίνου, προς τον Σαπώρη τον Β΄, Μέγα Βασιλέα του αναγεννημένου κράτους των Περσών. Με την επιστολή αυτή ο Αυτοκράτορας, ζητά από τον Σαπώρη

την καλή μεταχείριση των χριστιανών υπηκόων του Περσικού κράτους. Οι σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών από την 10ετία του 330, δεν ήταν καλές. Το 334 οι Πέρσες αιχμαλωτίζουν το Βασιλιά της Αρμενίας, χώρας που η συνθήκη του 297 όριζε ότι θα τελούσε υπό Ρωμαϊκή προστασία. Σε πρώτη φάση, τώρα, ο Κωνσταντίνος έστειλε τον Αννιβαλιανό, ανιψιό του, εναντίον των Περσών, ο οποίος και τους εκδιώκει από την Αρμενία. Ο Μέγας Βασιλιάς των Περσών απαιτεί, με απεσταλμένους του, να εγκαταλείψουν την Αρμενία οι δυνάμεις της ρωμαϊκής κατοχής. Ο Κωνσταντίνος απάντησε με πόλεμο. Έναν πόλεμο, που δεν έκανε ποτέ, αφήνοντας ανεκπλήρωτα τα σχέδιά του της Περσικής κατάκτησης.

Η υγεία του τον πρόδωσε, παρά την ισχυρή του κράση.

Στις 21 Μαΐου του 337 μ.Χ., παρέδωσε το πνεύμα του, αφού βαπτίστηκε Χριστιανός, από Ορθοδόξους Ιεράρχες της Νικομήδειας. Δεν πρόλαβε να βαπτισθεί στον Ιορδάνη, που τόσο ποθούσε.

Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, τον κατέταξε  μεταξύ των Αγίων με την μητέρα του, Αγία Ελένη και τον ονόμασε Ισαπόστολο. Τον 13ο Απόστολο.

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Όσο κι να η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας θέλουμε να λέμε ότι αρχίζει με την διαίρεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Δυτική και Ανατολική, το 395 μ.Χ., ορισμένα γεγονότα ανατάραξαν εν είδει σεισμικής δόνησης την αυτοκρατορία από τις αρχές του 4ου αιώνα αναδύοντας και αναδεικνύοντας τον Χριστιανισμό στη μετέπειτα παγκοσμιότητά του.

Τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα σχετίζονται με τη θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου Α΄. Πολλοί μελετητές θυσίασαν ατέλειωτες ώρες μελέτης και όπως λένε και οι ξένοι «they burned a lot of oil» «έκαψαν πολύ λάδι», προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν τα «κρύφια», της σοφίας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄, και ιδιαίτερα στο επίμαχο διαχρονικά θέμα, το πόσο «Άγιος» και «Ισαπόστολος» ήταν, αφού τον τίτλο του «Μεγάλου» η πληθώρα των ιστορικών μελετητών τον αποδέχονται, αν και εδώ υπάρχουν ενστάσεις αφού ορισμένοι ιστορικοί όπως ο Κορδάτος και «ειρωνικό τω τρόπω» τα αμφισβητεί  ίσως και όλα: «Ο Κωνσταντίνος είχε πολλές βέβαια ικανότητες, αλλά απ’ όσα έκανε, βγαίνει πως δεν ήταν ούτε Ναπολέων, ούτε Πέτρος της Ρωσίας, ούτε θεός, ούτε άγιος».[61]

Η μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η απροκάλυπτη πλέον στροφή του υπέρ του Χριστιανισμού, δικαιολογούν πλήρως τη θεώρηση του έτους 324 ως ορόσημο της αρχής του βίου ενός νέου κράτους, αυτού του οποίου καλούμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι το νέο κράτος είναι κάτι διαφορετικό από το μέχρι τότε ιστορικό του παρελθόν. Όπως ελέχθη τα βασικά γνωρίσματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρονται στη νέα «εν τω γίγνεσθαι»  Βυζαντινή Αυτοκρατορία με μία όμως πολύ μεγάλη διαφορά στη σύνθεσή της: την κοινωνική της δομή και συγκρότηση καθορίζει ένας νέος καταλύτης, ο Χριστιανισμός και η Χριστιανική Εκκλησία, έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή «τη θεία δική του εμπνεύση».

Η παρουσία του Κωνσταντίνου στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας, και σε χρονολογικές περιόδους διακρίνεται όπως παρακάτω, κατά τον Noel Lenski:

  • 306 – 310: Τοποθετείται στην υπάρχουσα δομή της τετραρχίας.
  • 310 – 321: Εστιάζει και αναλαμβάνει το ρόλο του ως κατακτητή των τυράννων.
  • 321 – 330: Ενστερνίστηκε τη σκέψη ότι κατατροπώνοντας τους τυράννους ανεδείκνυε τη χριστιανική πίστη.
  • 330 – 337: Διεύρυνε τα περιθώρια της θείας διακυβέρνησης, ως ο πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας.[62]

Ο  Κωνσταντίνος σε όλες τις περιόδους της ιστορικής του πορείας, συνέχιζε μια συνεπή φιλοχριστιανική πολιτική, ιδιαίτερα από της εγκαθιδρύσεώς του ως Μονοκράτορας της Αυτοκρατορίας, από το 320. Στήριζε την Εκκλησία. Την ενίσχυε οικονομικά είτε με παροχές, είτε με φορολογικές απαλλαγές, ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται στο φιλανθρωπικό , κοινωνικό και πολιτιστικό της έργο. Ακόμη επενέβη και διαιτητικά θα λέγαμε στο χειρισμό υπέρ της Εκκλησίας, κατά των αιρέσεων του Αρειανισμού, των Δονατιστών και άλλων θρησκευτικών διενέξεων.

Η Εκκλησία του Χριστού κατά του τρεις πρώτους αιώνες συνδέθηκε με και βίωνε τους τοπικούς και γενικούς στους σώμα της διωγμούς, μέσα σε μια γενικευμένη πνευματική, ηθική και θρησκευτική παρακμή της Αυτοκρατορίας. Σε μια κοινωνία αλλοτριωμένη, που μέχρι τότε ζούσε μονάχα για «άρτον και θεάματα», βάρβαρα θεάματα. Πως είναι δυνατόν και ποιος Ηγεμόνας ή Αυτοκράτορας μπορεί να μεταβάλλει τις άγριες συνήθειες ενός λαού δίχως να συναντήσει και να αντιμετωπίσει την καθολική αντίδραση;

Η αρχή της ανεξιθρησκείας και της ελευθερίας της Πίστεως, που το διάταγμα των Μεδιολάνων κατοχύρωνε, έργο κυρίως του Μεγάλου Κωνσταντίνου, απετέλεσε σταθμό στην ιστορία του Χριστιανισμού. Το παραπάνω εξαιρετικά σπουδαίο γεγονός, με την θρησκευτική πίστη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και επίσημα λίγο πριν αιωνίως αναπαυθεί, απέθεσε την αυτοκρατορική στολή και βαπτίσθηκε χριστιανός, αποτελεί ιδιαίτερα το τελευταίο, την ειλικρινή αποδοχή της χριστιανικής πίστεως. Είχε δε ως αποτέλεσμα τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας και τη δημιουργία του Χριστιανικού πολιτισμού της Ευρώπης.

Η προσωπικότητα, το περί ανεξιθρησκείας αρχικά διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η εν συνεχεία θρησκευτική του πολιτική και η θρησκευτική του χριστιανική πίστη, συγκέντρωσαν και θεμελίωσαν για πολλούς αιώνες ένα σκεπτικισμό και μια ερευνητική αναζήτηση, που εμπεριέχουν την αμφισβήτηση, την απόρριψη, την ιδεοληπτική «επιστημοσύνη» πολλάκις, αλλά και την αποδοχή και την εξύμνηση του πρώτου αυτού Αγίου και Ισαποστόλου Αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και όλου του χριστιανικού κόσμου, του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Ναι, βαρύνεται ο Μέγας Κωνσταντίνος για δύο μεγάλα εγκλήματα: κατηγορείται ως συζυγοκτόνος και  παιδοκτόνος. Για τα εγκλήματα αυτά γράφτηκαν πολλά, από χριστιανούς πατέρες, χρονογράφους και από εθνικούς.

Ποια είναι άραγε η αλήθεια:

«Έτσι ερχόμαστε στις ερωτήσεις που δεν μπορούμε να απαντήσουμε», γράφει ο διάσημος Άγγλος ιστορικός John Bury (1861-1927) «Ήταν ο Κωνσταντίνος ζηλότυπος για τον μεγαλύτερο γιο του ή επιθυμούσε να τον βγάλει από τη μέση για χάρη των άλλων; Ήταν ο Κρίσπος ένας δολοφόνος δίκαια σταλμένος στο θάνατο; Και πώς ήρθε η Φαύστα να μοιραστεί λίγο αργότερα τη μοίρα του; Δεν είναι πιθανόν να είναι συνεργοί σε μια δολοπλοκία ή να έχουν συνδεθεί από ένα ένοχο πάθος, αν και η ιστορία του Ζώσιμου δεν είναι αδύνατη ότι τον κατηγόρησε ψευδώς και θανατώθηκε όταν η Ελένη  καταδίκασε την Φαύστα. Δεν έχουμε αρκετό υλικό για οποιαδήποτε αναμφισβήτητη γνώμη». Και συνεχίζει ο Bury: «Οι αληθινές αιτίες της τραγωδίας είναι τυλιγμένες στο βασανιστικό πέπλο του σκοταδιού».[63]

Χρήσιμο όμως είναι να αναφέρουμε την κρίση που ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης καταθέτει, δίνοντας πίστη σε όσα φέρουν ως πρόξενο των δύο θανάτων, τον Άγιο Κωνσταντίνο: «Τον μεν Κρίσπο εθανάτωσε αδίκως, δια την κατ’ αυτού συκοφαντίας της Φαύστας. Την δε Φαύστα δικαίως εφόνευσε ως συκοφαντήσασα τον Κρίσπο, ως γενομένη αιτία του εκείνου θανάτου. Εάν δώσομεν  ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος εβαπτίσθει ύστερον διότι επρόσμενε να βαπτισθεί εις τον Ιορδάνη τούτον ουδέν παραβλάπτει την αγιότητα».[64]

Το θέμα της βάπτισής του και στο πνεύμα της ιστορικά επιβεβαιωμένης και φωτισμένης κρίσης του Αγίου Νικοδήμου, και από πλέον σύγχρονες του Αυτοκράτορα

πηγές ιστορικών, έχουμε τον Άγιο Φώτιο τον Μέγα, ο οποίος στο έργο του  «Βιβλιοθήκη», να αναφέρεται στο απόσπασμα του έργου του ιστορικού Γελάσιου «και τελευτά δε (ο Γελάσιος αναφέρει στο έργο του ), εις την του Μεγάλου Κωνσταντίνου τελευτήν… και το της αφέσεως εδέξατο θείον λουτρόν…ουχί τισί έδοξε των αιρετικών τινος χειραπτήσαντος. Η δε αναβολή αυτώ του βαπτίσματος παρετείνετο, ότι δι επιθυμίας πλείστης ην αυτώ τοις Ιορδάνην βαπτίζεσθαι…».[65] Ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε διακαώς να βαπτισθεί στον Ιορδάνη. Άλλες όμως οι βουλές του Κυρίου. Βαπτίστηκε από ορθόδοξους Ιεράρχες, από τους «τα νόμιμα τελούντες θεσμούς…», που ο έγκριτος καθηγητής Παναγιώτης Χρίστου, αποδίδει, για τους «Ιεράρχες», την φράση αυτή του Ευσέβειου, στην μετάφραση του «Βίου του Κωσταντίνου», της έκδοσης των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς».[66]

Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Μέγα Κωσταντίνο, να καταθέσει ο ίδιος την ομολογία του : «…μη δη ουν αμφιβολία της γινέσθω…», όπου, ως άνθρωπος και αυτοκράτορας, με παρρησία ανακοινώνει την απόφασή του να βαπτισθεί. Μια φράση ομολογίας, που δεν «βολεύει» τους Δυτικούς και δυτικότροπους ιστορικούς, μια φράση επίμαχη, που σε ελεύθερη μετάφραση ο καθηγητής Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήστου, αποδίδει : «Ας τελεσθεί τούτο χωρίς αναβολή».[67] Δέχθηκε έτσι προ του θανάτου του το μυστήριο της Θείας Βαπτίσεως, από Ορθόδοξους Ιεράρχες .

Ευσέβιος Καισαρείας            

 

 

Α! Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Απογοητευτική η απάντηση του Μαντείου των Δελφών, στον απεσταλμένο του Αποστάτη: «Είπατε τω Βασιλεί: Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβατο και λάλον ύδωρ…».

Απογοητευτική και η αίσθηση προς τους ύποπτα δύσπιστους και κραδένοντα κλάδον επιστημονικής αληθείας, ερευνητές της ζωής και του έργου του πρώτου Αγίου και Ισαποστόλου Αυτοκράτορα, της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του Φλάβιου Βαλέριου Κωνσταντίνου Α΄ .Δύσπιστους στο φωτοστέφανο, που η Ανατολική Ορθόδοξη  Εκκλησία, έθεσε επί της κεφαλής του Αυτοκράτορα.

Η εντυπωσιακή σε όγκο έρευνα και βιβλιογραφία, από τις μοναδικές σχεδόν στο χώρο των «Μεγάλων» της ανθρωπότητας, αντιμάχεται τον τίτλο του «Αγίου» και «Ισαποστόλου» κυρίως και μέσα από αυτήν την αμφισβήτηση, με επιστημονικό όμως περιτύλιγμα, υποκρύπτει την, προς την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, βαθιά επιφυλακτικότητα, για την πλήρη αποδοχή των πεπραγμένων της.

Πέρα από τις τοποθετήσεις όμως και αλήθειες των έγκριτων ιστορικών ερευνητών, αβίαστα διαλάμπει η αλήθεια, ότι ο Δυτικός, λεγόμενος, κόσμος, με τις πνευματικές, πολιτικές και πολιτισμικές του αποσκευές, δεν θα ήταν ο ίδιος, χωρίς την ιστορική παρουσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η αλήθεια αυτή, κατά την γνώμη μας, αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα.

Πόσο «Άγιος»  και «Ισαπόστολος», ήταν ο Κωνσταντίνος ο Α΄. Ήταν πραγματικά «Μέγας»?

Οι πράξεις των «Μεγάλων» ανδρών και «Αγίων», κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Βέβαια η τύχη των «Μεγάλων» είναι σαν τις υψηλές βουνοκορφές. Δέχονται πρώτες τις καταιγίδες, μα και τις χρυσές αχτίδες του ήλιου. Είναι αυτοί που η ζωή τους είναι συνδεδεμένοι με την τύχη της ανθρωπότητας, όπως αναφωνεί ο Κίπλινγκ.

Ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, Ελβετός ιστορικός, γιος Προτεστάντη, στο πολύ σημαντικό έργο του : «Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η εποχή του», αναφέρει περίτεχνα:«…οι όποιες απόπειρες έχουν γίνει συχνά να εισχωρήσουν στη θρησκευτική συνείδηση του Κωνσταντίνου και να κατασκευάσουν μια υποθετική εικόνα αλλαγών στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι μάταιες. Σε μια μεγαλοφυΐα, που οδηγείται χωρίς παύση φιλοδοξιών και λαγνείας για εξουσία, δεν μπορεί να υπάρχει ερώτημα θρησκευτικής πεποιθήσεως ( Χριστιανισμού ή Παγανισμού ),συνειδητής δηλαδή θρησκευτικότητας ή μη. Τέτοιος άνδρας είναι βασικά άθρησκος, αν και φωτογραφίζει τον εαυτό του, στο κέντρο μίας θρησκευτικής κοινότητας».[68]

Όμως από τη δύσκολη απάντηση επιστημονικής αγωνίας και θέσης του Μπούρκχαρτ, αλλά και όλων που αμφιβάλλουν, για την «Χριστιανοσύνη» του μεγάλου Κωνσταντίνου, μας βοηθά να βγούμε ο ίδιος ο πρωταγωνιστής Αυτοκράτορας ,Μέγας Κωνσταντίνος, Άγιος και Ισαπόστολος : «μη ουν αμφιβολία τις γιγνέσθω», και βαπτίστηκε Χριστιανός.

Άλλωστε, ο ίδιος ο ιδρυτής του Χριστιανισμού, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ευδόκησε  επί του Σταυρού, προς τον Άγιο Ληστή.

«…σήμερον μετ΄ εμού έση εν τω Παραδείσω».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ

  1. Αθανασιάδη-Fowden Πολύμνια, (O Μέγας Αιών), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Εταιρεία Ιστορικών Εκδόσεων, Τόμος Ζ΄, Αθήναι 1978
  2. Βασιλειάδου Ευθυμία ΑΕΜ 1017, Οι  Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη στην Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Εικονογραφία,  Θεσσαλονίκη, 2010.
  3. Βεν Πωλ, Όταν ο κόσμος μας έγινε χριστιανικός(312-394 μ.Χ.), μετάφραση Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείο, της «Εστίας», Ι.Δ Κολλάρου και Σιας Α.Ε. Αθήνα, 2012.
  4.  Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Α΄- στον ιστότοπο: www.deepi.gr/Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία -Α, 325.
  5. Ευσέβιος, Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου, μετάφραση Γιώργος Ράπτης, Εκδ. ΖΗΤΡΟΣ,2011
  6. Καραγιαννόπουλου Ε. Ιωάννου, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, Τόμος Α΄, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη,1991.
  7. Καραμούζης Πολύκαρπος., Η Κοινονιωλογία της Θρησκείας μεταξύ Εκπαίδευσης και Κοινωνίας, www.Kallipos.gr, ΣΕΑΒ(Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών) ΕΜΠ,2016.
  8. Καραστάθης Β. Κώστας, Μέγας Κωνσταντίνος, Κατηγορίες και Αλήθεια, Ιστορική Μελέτη, Εκδ. Άθως, 2012.
  9. Κορδάτου Κ. Γιάννη, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τόμος Πρώτος, Εκδ. 20ος  Αιώνας, Αθήνα 1959.
  10. Κυριαζή Δ. Κώστα, Κωνσταντίνος ο Μέγας,  Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ιωάννου Δ. Κολλάρου και ΣΙΑ, Αθήναι, 1969.
  11. π. Μεταλληνός Γ.Δ, Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια, από Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, στον ιστότοπο www.ooder.com/neopaganismos/sykofanties/kwnst2.htm.
  12. Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλίο 1ο , Κεφάλαιο 2, ΒΙΚΙΘΗΚΗ.
  13. Τζόουνς Α.Μ., Ο Κωνσταντίνος και ο Εκχριστιανισμός της Ευρώπης, London 1946, Μετάφραση Αλέξανδρος Κοτζιάς,1962, Κέδρος 1983.
  14. Φειδά Ιω. Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα 1994.
  15. Rostovtzeff M., Ρωμαϊκή Ιστορία, Σπουδαστήριο Βυζαντινής Ιστορίας, Εκδ. Παπαζήση, 1984.
  16. Ostrogorsky G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμος Α’, Έβδομη Έκδοση, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2002.
  17. Mango Cyril, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Μετάφραση: Τσουγκαράκης Δ., Μορφωτικό Ίδρυμα ΕΤΕ, 2007.
  18. Lenski Noel, Constantine and the Cities, Imperial Authority and Civic Politics, University of Pensilvania Press, 2016.
  19. Burchardt Jacob, The Age of Constantine the Great, Routledge and Kegan Paul LTD, London 1949

   

[1] Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, O Μέγας Αιών, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Εταιρεία Ιστορικών Εκδόσεων, Τόμος Ζ΄, Αθήναι 1978,σελ.32

[2] Κώστα Δ. Κυριαζή, Κωνσταντίνος ο Μέγας,  Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ιωάννου Δ. Κολλάρου και ΣΙΑ, Αθήναι, 1969,σελ.424

[3] . Κυριαζή, ό. π , σελ. 425.

[4]  M .Rostovtzeff , Ρωμαϊκή Ιστορία, Σπουδαστήριο Βυζαντινής Ιστορίας, Εκδ. Παπαζήση, 1984,σελ.366,367.

[5] Rostovtzeff, ό. π., 315

[6] 4. Ιωάννου Ε. Καραγιαννόπουλου., Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, Τόμος Α΄, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη,1991,σελ.212.

[7]  Καραγιαννόπουλος ,ό. π., 347.

[8]  Πολύκαρπος Καραμούζης , Η Κοινονιωλογία της Θρησκείας μεταξύ Εκπαίδευσης και Κοινωνίας, www.Kallipos.gr, ΣΕΑΒ(Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών) ΕΜΠ,2016,σελ. 22.

[9]  Ευσέβιος, Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου, Εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2011,σελ.503,504.

[10] Ευσέβιος , ό. π., σελ.504.

[11] 6. . Κώστας Β    Καραστάθης, Μέγας Κωνσταντίνος, Κατηγορίες και Αλήθεια, Ιστορική Μελέτη, Εκδ. Άθως,     2012, σελ.30.

[12] Α.Μ Τζόουνς., Ο Κωνσταντίνος και ο Εκχριστιανισμός της Ευρώπης, London 1946, Μετάφραση Αλέξανδρος Κοτζιάς,1962, Κέδρος 1983, σελ. 34.

[13] Καραστάθης ό. π.,σελ.90.

[14] Καραστάθης, ό. π., σελ.32.

[15] Τζόουνς, ό. π., σελ 62.

[16] Ευσέβιος , ό .π., σελ.236.

[17] Καραστάθης, ό π., σελ.36.

[18] Τζόουνς, ό. π.,σελ.24,25.

[19] Ευσέβιος, ό. π., σελ. 97.

[20] Ευσέβιος, ό. π., σελ.31.

[21] Ευσέβιος, ό. π., σελ.511.

[22] Ευσέβιος, ό. π., σελ. 105,106.

[23] Καραστάθης, ό. π., σελ.41.

[24] Καραστάθης, ό. π., σελ. 41.

[25] Τζόουνς, ό. π., σελ.24.

[26]  Καραστάθης, ό. π., σελ. 42,43.

[27] π. Μεταλληνός Γ.Δ, Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια, από Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, στον ιστότοπο www.ooder.com/neopaganismos/sykofanties/kwnst2.htm.

[28] Καραστάθης, ό. π., σελ. 43

[29] Καραστάθης, ό. π., σελ.44

[30] Καραστάθης, ό. π., σελ.45

[31] Τζόουνς, ό. π., σελ. 64.

[32] Σωκράτης Σχολαστικός Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλίο 1ο , , Κεφ.2., (ΒΙΚΙΘΗΚΗ).

[33] Καραστάθης, ό. π., σελ. 59,60

[34] Καραστάθης, ό. π., σελ. 47,48.

[35] Καραστάθης, ό. π., σελ., 48.

[36] Τζόουνς, ό. π., σελ., 75.

[37] Ευσέβιος, ό. π., σελ., 117,118.

[38] Καραστάθης, ό. π., σελ.,61,62.

[39] Καραστάθης, ό. π., σελ.,62.

[40] Καραστάθης, ό. π., σελ., 64.

[41] Καραστάθης, ό. π., σελ., 69

[42] Τζόουνς, ο. π., σελ.,80

[43] Τζόουνς, ο. π., σελ.,82

[44] Τζόουνς, ό. π., σελ.,84

[45] Τζόουνς, ό. π., σελ.,84

[46] Καραστάθης, ό. π., σελ., 74

[47]  Βεν Πωλ, Όταν ο κόσμος μας έγινε χριστιανικός(312-394 μ.Χ.), μετάφραση Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείο, της «Εστίας», Ι.Δ Κολλάρου και Σιας Α.Ε. Αθήνα, 2012., σελ.13.

[48]Καραστάθης, ό. π., σελ., 19.

[49]Καραστάθης, ό. π., σελ.,  80

[50] Καραστάθης, ό. π., σελ., 86

[51] Αθανασιάδη-Fowden, ό. π., σελ.34.

[52] G .Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμος Α’, Έβδομη Έκδοση, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2002, σελ. 91.

[53]  Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden , ό. π., σελ. 35.

[54] Καραστάθης, ό. π., σελ., 111

[55] Καραγιαννόπουλος, ό. π. σελ. 101.

[56] Τζόουνς, ό. π., σελ., 208

[57] Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden , ό. π., σελ. 40

[58] 9. Γιάννη Κ Κορδάτου,  Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τόμος Πρώτος, Εκδ. 20ος  Αιώνας, Αθήνα 1959, σελ.17.

[59] Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden , ό. π., σελ 40.

[60] Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden , ό. π., σελ. 41

[61] Κορδάτος, ό .π., σελ. 66

[62] NoeL  Lenski , Constantine and the Cities, Imperial Authority and Civic Politics, University of Pensilvania Press, 2016, σελ. 28

[63] Καραστάθης, ό. π., σελ., 187,188, 189

[64] Καραστάθης, ό. π., σελ., 201

[65] Καραστάθης, ό. π., σελ., 249,205

[66] Καραστάθης, ό. π., σελ., 248

[67] Καραστάθης, ό. π., σελ., 254

[68] 19. Jacob Burckhardt, The Age of Constantine the Great, Routledge and Kegan Paul LTD, London 1949, σελ.,292.

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα