ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

 ΤΟΥ Ν.Ι. ΜΕΡΤΖΟΥ

Η Θεσσαλονίκη συνδέεται άρρηκτα με τους Βλάχους επί δύο χιλιάδες χρόνια. Είμαστε οι μόνοι που στη λαλιά μας διασώζουμε το αρχαιότατο ελληνικό όνομά της Αλία και την παράδοση της θεάς Αφροδίτης την οποία ταυτίζουμε με την προστάτιδά μας Αγία Παρασκευή.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υπήρχαν στον Θερμαϊκό οι κώμες Θέρμη, Χαλάστρα και Αλία. Αυτά συνένωσε μετά ο Βασιλεύς Κάσσανδρος στην Θεσσαλονίκη. Αλία στην αρχαία ελληνική σημαίνει θαλασσινή και αλμυρή: άλς η αλμυρή θάλασσα και άλας το αλάτι της. Το άλας στα βλάχικα ονομάζεται sare (λατινικά sal-salis) και γι’ αυτό, εμείς οι Βλάχοι ονομάζουμε τη Θεσσαλονίκη Saruna, δηλαδή Αλία. Το όνομα Saruna παρέφρασαν σε Σόλουν οι Σλάβοι τον 6ο αιώνα μ.Χ.

Το 1430 η Σύγκλητος της Βενετίας εξουσιοδότησε τον Βάϊλο της βενετοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης να στρατολογήσει Βλάχους πολεμιστές. Αυτοί τότε υπερασπίσθηκαν μέχρις ενός την πόλη τους απέναντι στους Οθωμανούς. Και παρέμειναν. Ο ακαδημαϊκός Μιχαήλ Σακελλαρίου βεβαιώνει: «Το 1605 οι Βλάχοι αποτελούσαν το μισό του χριστιανικού πληθυσμού της».

Αχειροποίητος

Η Αγία Παρασκευή ονομάζεται στα βλάχικα St Veneri, δηλαδή Αφροδίτη (Venus- Veneris στη λατινική). Στην Αγία Παρασκευή, λοιπόν, ήταν αφιερωμένος από τον 5ο αιώνα ο χριστιανικός ναός της Αχειροποιήτου. Εκεί εισήλθε Πορθητής το 1430 ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ και την έκανε τζαμί που μέχρι και το 1912 οι Τούρκοι ονόμαζαν Εσκί Τζουμά τζαμί, δηλαδή τζαμί της Παλαιάς Παρασκευής. Στο παμπάλαιο αγίασμα της Αγίας Παρασκευής, έξω από την Ληταία πύλη, η Φιλόπτωχος Αδελφότης Θεσσαλονίκης, που διοικούσαν Βλάχοι, ίδρυσε το 1900 τα Νεκροταφεία της Αγίας Παρασκευής. Τότε ο Βλάχος κορυφαίος φιλόλογος Πέτρος Παπαγεωργίου από το Κρούσοβο ανέφερε ότι η Αφροδίτη λατρεύονταν και ως λιμενία: θεά των απάνεμων λιμανιών και των νεκρών που είχαν τελευταίο λιμάνι τους τον τάφο.

Στις πανάρχαιες εστίες τους στη Θεσσαλονίκη κατέφευγαν νέα κύματα Βλάχων μέχρι τους καιρούς μας. Στην μελέτη του «Οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης» ο Αστέριος Κουκούδης αναφέρει τεκμηριωμένα ότι: * Το 1831 η οθωμανική απογραφή καταγράφει ότι στη Θεσσαλονίκη Βλάχοι ήσαν οι 20 από τους 85 ψωμάδες, οι 3 από τους 5 νέους χαλκωματάδες, οι 7 από τους 35 νέους ραφτάδες και οι 14 από τους 26 νέους ταβερνιάρηδες. Τα 15 από τα 21 χάνια ανήκαν σε Βλάχους. * Το 1884 οι 4 από τους 7 Δημογέροντες της Ελληνικής Κοινότητος είναι Βλάχοι: Μιχαήλ Ν. Μιχαήλ, Βασίλειος Αστερίου, Κων. Συνδίκας και Βασίλειος Μάου. *Το 1890 από τους 17 εκπροσώπους των χριστιανικών συντεχνιών οι έξι τουλάχιστον είναι Βλάχοι.*Το 1891 στους 34 αιρετούς εκλέκτορες της Ελληνικής Κοινότητος είναι Βλάχοι οι Δ. Ζάννας, Ι. Αυγερινός, Ι. Μπίτσιος, Τάσκος Παπαγεωργίου, Γ. Παπαγεωργίου, Ν. Βικόπουλος, Στέφανος Τάττης, Κων. Μήττας και Ιω. Μπουτάρης – παππούς του μετέπειτα Δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη.

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσαν σπουδαίο μέρος του ελληνικού πληθυσμού και έδωσαν όρθιοι τον διμέτωπο αγώνα τους κατά των Ρουμάνων και των Βουλγάρων. Ο Έλληνας Γενικός Πρόξενος ανέφερε το 1900 στον υπουργό Εξωτερικών: «Η απόπειρα της ρουμανικής προπαγάνδας δέον να πολεμηθή διότι ο σκοπός είναι εθνικός. Ενταύθα ζουν πολυάριθμοι βλαχόφωνοι οίτινες, Έλληνας θεωρούντες εαυτούς και Ελληνικά σκεπτόμενοι και εκπαιδευόμενοι, ικανήν ζωήν παρέχουσιν εις το φθίνον ιθαγενές ελληνικόν στοχείον!» Και το 1904 αναφέρει: «Μετά το διάβημα τούτο της ρουμουνικής προπαγάνδας, οι ενταύθα διακεκριμένοι ημέτεροι Ελληνόβλαχοι προέβησαν εις διάβημα. Αποτέλεσμα υπήρξεν η αναστολή του περαιτέρω προσηλυτισμού των απλοϊκωτέρων και η μεταμέλεια άλλων. Οι ενταύθα Ελληνόβλαχοι, θεωρούντες ότι ουδέν κοινόν έχουσιν προς του Ρουμούνους, επιδεικνύουσιν ακμαίον εθνικόν φρόνημα και δεν παύουσιν εργαζόμενοι προς εκμηδένισιν των ενεργειών της ρουμουνικής προπαγάνδας». Τότε εκείνοι απηύθυναν στον Οικουμενικό Πατριάρχη πάνδημη Διαμαρτυρία.

Δημήτριος Ζάννας

Τον Μακεδονικό Αγώνα στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης διηύθυνε το «Κέντρον Θεσσαλονίκης» με ανωτάτη αρχή το Εκτελεστικό και Πρόεδρο τον ιατρό Δημήτριο Ζάννα. Από τα 38 μέλη του Κέντρου οι 16 τουλάχιστον ήσαν Βλάχοι: Δημήτριος Ζάννας, Αλέξανδρος Δ. Ζάννας, Αργύριος Ζάχος, Μιλτιάδης Κέννας, Αλκιβιάδης Μάλτος, Νικόλαος Μπίτσιος, Παναγιώτης Οικονόμου, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Αλέξανδρος Παπάζογλου, Κωνσταντίνος Τορνιβούκας, Μιχαήλ Βέτης Δημήτριος Μπλάτσης, Νικόλαος Μάνος, Γεώργιος Σαμαράς, Συμεών Σιμώτας και Στέφανος Τάττης.

Παρ’ όλο ότι ήσαν πλούσιοι και επιφανείς δεν δίστασαν ποτέ να παίξουν το κεφάλι τους για την Πατρίδα. Στις 4 Δεκεμβρίου του 1905 ο Βλάχος Τάσος Βόγας εξετέλεσε τον επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων Λάζαρο Ντούμα μέσα σε εστιατόριο της πλατείας Ελευθερίας. Ο πατέρας του Λάζαρος Βόγας με μεγάλη βιομηχανία παρήγαγε σκουτιά, κάπες και μάλλινα ρούχα. Τα τρία αγόρια του Αναστάσιος, Κίμων και Πέτρος εντάχθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Γι’ αυτό από το 1912 υπάρχει η οδός Κίμωνος Βόγα. Το Μέγαρον Βόγα, εμβληματικό κτίριο στην γωνία Τσιμισκή-Βενιζέλου.

Ο ιατρός Δημήτριος Ζάννας, από το Λιβάδι του Ολύμπου, αναδείχθηκε κορυφαίος. Αδιαφορώντας για τη ζωή του ανέλαβε Πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνος τον οποίο διηύθυνε αποφασιστικά μέχρι τέλους. Ο γιός του Αλέξανδρος, αν και νεαρός, μετείχε στην δράση της οικογένειας. Το 1912 διέκοψε τις σπουδές του στη Γερμανία, κατετάγη εθελοντής στο σώμα Προσκόπων του καπετάν Ματαπά στις εμπροσθοφυλακές του Ελληνικού Στρατού. Εισήλθε πρώτος στη Θεσσαλονίκη και ετοίμασε τα καταλύματα του Στρατού πριν υπογραφεί η παράδοσή της. Πήρε μέρος στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου και πολέμησε στην Μικρασιατική Εκστρατεία ως αεροπόρος. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Θεσσαλονίκης και υπήρξε ο πρώτος Υπουργός Αεροπορίας της Ελλάδος. Σύζυγός του η Βιργινία θυγατέρα της Πηνελόπης Δέλτα, γιαγιά του μετέπειτα Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Ο γιός τους Παύλος υπηρέτησε τη Θεσσαλονίκη και αγωνίσθηκε εναντίον της στρατιωτικής δικτατορίας που τον καταδίκασε βαρειά. Ο ομώνυμος εγγονός του Δημήτρης Ζάννας ίδρυσε το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.

Τα αδέρφια της γυναίκας του Δ. Ζάννα Σωτήριος και Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου από το Λιβάδι είχαν ένα μεγάλο κτήμα στα Παλατίτσια, στη Βεργίνα, τις αρχαίες Αιγές, το οποίο είχαν μετατρέψει σε κέντρο διερχομένων του Αγώνα. Σύνδεσμος του Κέντρου ήταν ο φαρμακοποιός Μιλιτιάδης Κέννας από τον Ασπροπόταμο. Διατηρούσε φαρμακείο στη λεωφόρο Χαμηντιέ, τώρα Εθνικής Αμύνης αντίκρυ από το αρχοντικό του Δημ. Ζάννα ο οποίος του έγραφε «συνταγές», στην πραγματικότητα εντολές, που ο Κέννας παρέδιδε με κάποιο φάρμακο στους «ασθενείς» -στην πραγματικότητα ήσαν πράκτορες του Κέντρου.

Για να τεθούν υπό ελληνικό έλεγχο τα στρατηγικά στενά της Ρεντίνας προς την Ανατολική Μακεδονία και της Κατερίνης προς τις Πόρτες του Ολύμπου ο Γ. Πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς καλεί τους Βλάχους. Οι αδελφοί Τσιγκαρά από το Μοναστήρι αγοράζουν τεράστιο κτήμα και δάσος έξω από την Κατερίνη και ο Παναγιώτης Οικονόμου, ιατρός από τη Νέβεσκα, το δάσος του Σταυρού στη Ρεντίνα.

Βλάχοι επίσης ίδρυσαν και διηύθυναν τις μεγάλες εφημερίδες. Την πρώτη ελληνική εφημερίδα «Ερμής» εξέδωσε το 1875 ο Σοφοκλής Γκαρμπολάς από την Κρανιά του Ολύμπου 1881. Το «Σύνταγμα» το 1908 ο Αθανάσιος Βόγας. Την ιστορική «Μακεδονία» το 1911 ο Κωνσταντίνος Βελλίδης, γεννημένος στην Αγία Παρασκευή Δεσκάτης σε οικογένεια από το Βλαχολίβαδο. Αρχισυντάκτης της ο Βασίλειος Μεσολογγίτης από τη Νέβεσκα. Πρώτος αρχισυντάκτης και αρθρογράφος της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια» ο Ιωάννης Μπήτος από την ΄Ηπειρο. Μετά: «Ελληνικός Βορράς» συνεκδότης και διευθυντής Βασίλειος Μεσολογγίτης, διευθυντές Ηλίας Ι. Κύρου, Γεράσιμος Δώσσας και Ν. Ι. Μέρτζος. «Δράσις» και «Ελεύθερος Λαός» εκδότης Αναστάσιος Νάστος από το Μοναστήρι, αρχισυντάκτες Κίμων Οικονόμου και Νίκος Μπακόλας. «Θεσσαλονίκη» εκδότης Ιωάννης Βελλίδης, αρχισυντάκτης Λάζαρος Χατζηνάκος από το Πισοδέρι.

Οι Βλάχοι καπνέμποροι ανέπτυξαν ισχυρά δίκτυα από τα Γιαννιτσά μέχρι όλη την Ανατολική Μακεδονία και την Ξάνθη. Μεταξύ άλλων ήσαν οι οικογένειες Σωσσίδη, Λιάτση, Μίσιου και Νίκου από τη Νέβεσκα καθώς επίσης ο Κίκης και ο Γεώργιος Τορνιβούκας από την Κλεισούρα. Μεγάλοι υφασματέμποροι με δίκτυα στην ενδοχώρα ήταν ο Σίμος Σιμώττας από την Κλεισούρα, ο Τηλέμαχος Κατσουγιάννης από το Κρούσοβο, ο Ζήσης Πάππου από το Μοναστήρι κ.α. Βιομήχανοι: Αλέξανδρος Κράλλης χημικά, Φιλώτας Καζάζης κλωστήρια, Δημήτρης Τζήκας αλουμίνιο. Οι μεγάλες βλάχικες επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης είχαν σε όλη τη Μακεδονία εμπορικούς πράκτορες, κατά κανόνα Βλάχους, που χρησιμοποιούσαν ως πληροφοριοδότες και συχνά εκτελεστές. Ανάλογα έδρασαν καζαντζήδες, σιδεράδες, πεταλωτές, ράφτες, χρυσοχόοι, μαχαιροποιοί, χαλκωματάδες καφετζήδες.

Καφενεία διατηρούν οι Κλεισουριάνοι Μήτας στο Συντριβάνι και Πάντσιος στην Ευαγγελίστρια και ο Νιβεστιάνος Νάντσιος Παντέκας στην λεωφόρο Χαμηντιέ και στο Βαρδάρη.

Περίφημα τα ζαχαροπλαστεία Φλόκα του Δημητρίου Αθ. Φλόκα από το Μέτσοβο και έπειτα Τόττη του Γιώργου Τόττη από την Κλεισούρα. Βλάχοι χάρισαν το Χαρίσειο Γηροκομείο, τα Νοσοκομεία Θεαγένειο και Παπαγεωργίου , το Καυταντζόλγειο Στάδιο, το Τελλόγλειο Ίδρυμα της Αλίκης Ωρολογά, το Καρίπειον Ίδρυμα και το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Υπό την ηγεσία Βλάχων η Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών ιδρύει και νεκροταφεία Ευαγγελιστρίας και Αγίας Παρασκευής. Την Εμπορική Σχολή ιδρύει ο Στέφανος Νούκας (Καρύδης στα Βλάχικα).

Κόκκινο κτήριο

Τα δύο πρώτα πολυκαταστήματα ιδρύουν ο Καραδήμος και ο Χρυσικόπουλος. Κεντρικά τοπωνύμια της πόλης ανήκουν σε Βλάχους, όπως τα Μέγαρα Βόγα, Καραδήμου-Σταμούλη, Βαλαούρη, Σκαπέρδα, Παπαδήμα, Δώδου, Καρίπειον Μέλαθρον, η Στοά Χρυσικοπούλου, το Κόκκινο Σπίτι στην Αγία Σοφία, ο κινηματογράφος Ηλύσια, τα θαλασσινά λουτρά Μέγας Αλέξανδρος και Μιραμάρε. Την «Βίλλα Ριτς» έκτισε ο βαθύπλουτος Νιβεστιάνος καπνέμπορος Γεώργιος Σωσσίδης ο επιλεγόμενος Μαχαραγιάς. Εκεί τώρα λειτουργεί ο ομώνυμος πολυτελής οικισμός κάτω από το Πανόραμα. Βλάχοι άνοιξαν τα εμβληματικά ξενοδοχεία Μεντιτερρανέ, Ριτς, Μαζέστικ, Μάντζεστερ, Μοντέρν, Βίλλα Ριτς, City, Mανδρίνος, Αίγυπτος, Πέλλα. Ιδιωτικές κλινικές ιδρύουν ο Κωνσταντίνος Δαν και οι αδελφοί Κούφα.

Βλάχους τιμούν οι οδοί Καυταντζόγλου, Γεωργάκη Ολυμπίου και Διαμαντή Νικολάου, Ζαλύκη, Κρυστάλλη, Τάττη, Βόγα, Ζάννα, Αβέρωφ, Τοσίτσα, Σβώλου, Συνδίκα, Ζουμετίκου, Βελλίδη, Καρίπη, Γκαρμπολά, Μόδη, Κωφίτσα, Πατριάρχου Ιωακείμ, Μοναστηρίου, Κλεισούρας, Νυμφαίου. Ο Βλάχος βάρδος του λαϊκού τραγουδιού Βασίλης Τσιτσάνης την υμνεί: «Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα».

Διεθνείς καλαθοσφαιριστές Βλάχοι: Φλώκας, Γούσιος, Μπούσιος, Ρόκος, Μπουσβάρος, Παπαδήμας, Τάκης και Κώστας Παρίσης, Μούμογλου κ.ά. Βλάχοι ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας και οι Πρόεδροι της ΔΕΘ Δημήτρης Τζήκας, του ΟΑΣΘ Ιω. Σκόνδρας, του Μετρό Νίκος Ταχιάος και της ΧΑΝΘ Γιάννης Σωσσίδης. Ο Δήμαρχος Κ.Ζέρβας έχει μάνα Βλάχα. Επίσης έως τα μέσα 2019 ο Δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης και ο Πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Περικλής Μήτκας. Πρόεδροι της Εταιρείας Μακεδονικών στα 40 από τα 80 χρόνια της οι Κων. Βαβούσκος και Ν.Ι.Μέρτζος. Ιδού η «εθνική μειονότητα»!…

Ν.Ι.Μέρτζος

spot_img

10 ΣΧΟΛΙΑ

  1. εγώ πάντως κατάλαβα τί είναι αυτό πού σαπίζει έως μυελού οστέων
    τήν Α΄ Εκλογική Περιφέρεια Θεσσαλονίκης τών 86 Βενιζέλων καί
    τών εβραίων έξ εισβολέων τού 1492, πού μάς σκότωσαν καί
    μάς εκμεταλλεύτηκαν γιά αιώνες μέ τίς πλάτες τού άλλου εισβολέα καί
    στρατηγικού συμμάχου τους αιώνων,
    τού τουρκομογγόλου,
    γιά νά στρέψουν τά όπλα κατά τού Απελευθερωτικού Στρατού τών Ελλήνων στά 1912 καί
    νά οργανώσουν στή συνέχεια τή σφαγή μας τών Ελλήνων, όπως κι όλων τών Χριστιανών
    πού μισούν εδώ καί δυό χιλιάδες χρόνια, αυτοί οί μισέλληνες χανουκατζήδες καί μετέπειτα σταυρωτήδες τής Ζωής, στή Μικρασία μας,
    διά τού εβραιομασόνικου κομιτάτου “ενωσις και προοδος” τών “νεοτουρκων” τού δικού τους ντονμέ “ατατουρκ” πού τό ίδρυσαν στή Θεσσαλονίκη τό 1908 καί μέ τήν αμέριστη συμπαράσταση
    τής παγκόσμιας μισόθεης/μισάνθρωπης/μισελληνικής συμμορίας των…

    όταν διάβασα ότι
    ό τουρκος περιηγητής τού μεσαίωνα τάδε(θά τόν ξέρει ό Ν. Μέρτζος,
    ψάξτε το κι εσείς, παρακαλώ, αγαπητές Ανιχνεύσεις),
    γράφει πώς τήν Πόλη τής Θεσσαλονίκης τήν έχτισε ό βασιλιάς τών εβραίων
    (έχουν πείσει τή φάκεν κουήν τών κοκκινόκωλων, πού σκότωσε τά παιδιά μας
    στή Μαρτυρική Μεγαλόνησο Κύπρο, πώς είναι απ’ ευθείας απόγονός του…)

    Σολομώντας.

  2. Ο κ. Μέρτζος επαναλαμβάνει και εδώ το λάθος που επισημάναμε σε προηγούμενη δημοσίευση στις “Ανιχνεύσεις” περί Θεσσαλονίκης και Βασίλη Τσιτσάνη. Προφανώς δεν διαβάζει τα σχόλια στις δημοσιεύσεις των άρθρων του, ώστε να προβεί στις ανάλογες διορθώσεις. Γράφει λοιπόν:

    “Ο Βλάχος βάρδος του λαϊκού τραγουδιού Βασίλης Τσιτσάνης την υμνεί: «Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα».”

    Μόνο που το τραγούδι είναι του Μανώλη Χιώτη (μουσική) και του Χρήστου Κολοκοτρώνη (στίχοι) -και όχι βέβαια του Τσιτσάνη.

    ΥΓ. Για την αναπάντεχη υποστήριξή του στην ενδοτική Συμφωνία των Πρεσπών θα μας δώσει κάποια ολοκληρωμένη εξήγηση ο κ. Μέρτζος;

  3. Ώρες να αισθανθούν όλοι οι άλλοι Έλληνες της Θεσσαλονίκης -πλην των Εβραίων και των Βλάχων- ότι είναι μειονότητα και ότι είναι ”σπόροι”αλλοεθνών” , που από το 7ο μ.Χ αιώνα την τριγύριζαν σαν τα κοράκια και την κυρίευαν διαδοχικώς μέχρι το `1912 ,που την απελευθέρωσε ο Στρατηλάτης Διάδοχος Κωνσταντίνος ηγούμενος του ενδόξου Ελληνικού στρατού ,και όχι ο -όπως πιστεύουν οι ”δημοκράτες” Έλληνες- Ελευθέριος Βενιζέλος με ένα τηλεγράφημα του -αντίγραφο του οποίου δεν ανευρέθη-, επειδή στην προπαγάνδα είναι δόγμα ότι ”το ψέμα επαναλαμβανόμενο γίνεται αλήθεια”.
    Πότε επιτέλους θα καταλάβουμε ότι οι τοπικισμοί- από τον Αθηναίο Δημοσθένη ακόμα- είναι εθνικές αιρέσεις ,που σπάζουν τα κόκαλα του Ελληνισμού και του Έθνους ,τώρα μάλιστα που το θέλουμε ενωμένο και είναι κυβέρνηση η Παράταξη ,η οποία ουδέποτε το διέσπασε μετά την νίκη της εναντίον του κομμουνισμού το 1949 ,που το ήθελε αιχμάλωτο στο απάνθρωπο δόγμα ;;;.
    ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΜΙΛΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ ΚΑΙ ΟΜΙΛΟΥΝΤΕΣ ΑΠΛΩΣ -ΓΙΑ ΕΝΔΟΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ-ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΓΕΝΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥΣ ,ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΚΡΙΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ [ΠΡΟΣ ΒΟΡΡΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗ ) ΠΟΥ ΟΜΙΛΟΥΝ ΚΑΙ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ,ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΝΝΟΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ”ΚΑΡΝΤΑΣΙΑ” ΤΗΣ ΜΕΘΟΡΙΟΥ ΟΜΙΛΟΥΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑΥΤΟ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΠΑΡΕΞΗΓΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΟΤΙΟΕΛΛΑΔΊΤΕΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ – ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΙΣΜΩΝ- ”ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ” ,”ΤΟΥΡΚΟΥΣ” ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΥΜΜΑΖΕΥΕΤΑΙ.
    Ο οικουμενικός ελληνισμός ένα έχει αρχηγό .Τον Μέγα Αλέξανδρο του ,που έκανε Έλληνες όλους τους λαούς της Ανατολής.
    ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΑΡΕΟΥΛΕΣ.
    ΜΑΣ ΕΝΩΝΟΥΝ ΟΛΟΥΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΓΑΛΑΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ,ΠΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΛΛΗ.
    ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΡΚΕΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ”ΧΩΡΙΖΟΥΝ”ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ;;;

  4. Ρ’ εσείς εκεί ‘σ’ απάν’,
    αληθεύει ότι η εταιρεία μακεδονικών σπουδών είναι εβραιομασόνικης συγκροτήσεως,
    σάν τό κομιτάτο “ενωσις και προοδος” τών “νεοτουρκων” τού ντονμέ “ατατουρκ”, πού
    μάς κατέσφαξαν στη Μικρασία μας ή μέ γελάει τό ταγκαλάκι εδώ ‘σα κάτ’;

    Μού λένε κιόλας πώς
    ό Εκατόνταρχος στόν Γολγοθά ήταν Αρμάνος Βλάχος γιά καλύτερη συνεννόηση στά λατινικά
    καί πάω νά παλαβώσω,
    έτσι πού βλέπω τή βαθιά ψυχή τού Νίκου Μέρτζου νά παίζει μπρός-πίσω δυό χιλιάδες χρόνια,
    ούτε βρυκόλακας νά ΄τανε,
    γιά δέτ’ εδώ:

    Αρωμούνος/Αρωμούνοι κι Αρμάνος/Αρμάνοι, είναι νεολογισμοί.

    Ο πρώτος προήλθε από τον γερμανικό όρο Aromunen που εισήγαγε ο Γκούσταβ Βάϊγκαντ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και καθιερώθηκε στην ελληνική του μορφή
    από τον Αχιλλέα Λαζάρου.

    Ο δεύτερος όρος εμφανίστηκε στην ελληνική βιβλιογραφία αρχικά στη μορφή Αρμάνιοι από το Σωκράτη Λιάκο και στη σημερινή του μορφή Αρμάνοι από τους Νικόλαο Μέρτζο και Γιώργη Έξαρχο.

    Ο όρος Αρμάνοι απέκτησε με το χρόνο περισσότερες σημασιοδοτήσεις.
    Από το ξεκίνημα της ρουμανικής προπαγάνδας (μέσα 19ου αι.) κι έπειτα,
    προσδιόριζε πολιτικά τους ρουμανίζοντες Βλάχους του ελλαδικού χώρου και βορειότερων περιοχών.

    Σήμερα η πολιτική του σημασιοδότηση έχει πάρει νέο περιεχόμενο, καθώς
    με τον ίδιο όρο και μόνο αυτοπροσδιορίζονται τα μέλη της “Αρμάνικης Φάρας”
    με έδρα το Βουκουρέστι και οι δορυφόροι τους στις βαλκανικές χώρες.
    από: https://el.wikipedia.org/wiki/Βλάχοι

    *
    έχει λεφτά, λέμε
    κι άς μού ‘φαγε τή μπρώτη μπίζνα ό ανταγωνισμός(σκοπιανοί γιά μακεδόνες, έ;!),
    οί κατασκευές συνεχίζονται, τί κι άν ακυρώθηκε ό τελευταίος διαγωνισμός!…

  5. Οι Βλάχοι φέρονται να είναι απόγονοι των αρχαίων Δακών, οι οποίοι κατάγονταν από τούς θράκες, που έμεναν στη βόρειο Ιταλία περί το Σάβο ποταμό, παραπόταμο τού Δούναβη και εκλατινίστηκαν. Ήταν λαός σκληροτράχηλος, που παρενοχλούσαν τούς Ρωμαίους, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να τούς υποτάξουν. Έτσι λοιπόν, εξ ανάγκης, ο αυτοκράτορας Τραϊανός περί το 100 μ.Χ. τούς εκδίωξε και απωθώντας τους έφτασαν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία, η οποία πήρε το όνομα της από τούς ρωμαίους και αυτό επειδή εγκαταστάθηκαν εκεί οι Δάκες. Μάλιστα όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τη Δακία, ο ηγεμόνας της ο Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια του Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη. Τότε οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία της Δακίας μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν Ρωμαίους και Ιλλυριούς αποίκους.

    Οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες ελληνικοί πληθυσμοί που εκλατινίστηκαν γλωσσικά ή ήρθαν από τη Δακία; Είναι εκλατινισμένοι Θράκες ή εκλατινισμένοι Ιλλυριοί; Η ελληνική εθνικιστική νομενκλατούρα υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονος ελληνικός πληθυσμός, οι οποίοι αφού εκλατινίστηκαν, τότε κατευθύνθηκαν προς τη Δακία και δεν προήλθαν από αυτήν. Υποστηρίζουν λοιπόν άνοδο πληθυσμού από τις ελληνικές περιοχές προς τη Δακία και όχι κάθοδο τους από αυτήν. Όμως εδώ θα ήθελα να υποβάλλω ένα ερώτημα. Από την άλλη, διάφορα ιστορικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι οι Βλάχοι δεν είναι ούτε ελληνικής αλλά ούτε καθαρής βλαχικής καταγωγής, αλλά ότι πρόκειται για θρακικά και ιλλυρικά φύλα που ζούσαν νότια του Δούναβη ποταμού, και που μετά τον εκλατινισμό τους κατευθύνθηκαν βόρεια προς τη Δακία, αλλά και νότια προς τις ελληνικές περιοχές. Ας δούμε ποια είναι η αλήθεια.

    Πληροφορίες για τους Βλάχους παρέχει και ο Χαλκοκονδύλης (ΙΕ αιώνας): «Οι Δάκες μιλούν γλώσσα παραπλησία τη Ιταλών, διεφθαρμένη τόσο πολύ…οι Ρωμαίοι ήρθαν στη χώρα τους και την κατοίκησαν». «Από τη Δακία στην Πίνδο το έθνος που κατοίκησε στη Θεσσαλία, ονομάζονται Βράκοι». «Στο όρος της Πίνδου κατοικούν Βλάχοι, ομόγλωσσοι των Δακών, έμοιαζαν με τους Δάκες που κατοικούσαν στον ποταμό Ίστρο.» (έκδοση Bonn Ι, σελ. 35; ΙΙ, σελ. 77; & VI, σελ. 319;)

    Ο Κίνναμος συνδέει τους Βλάχους με τους Ιταλούς έποικους όταν γράφει (ΙΒ΄ αιώνας): «Βλάχοι λέγονται οι άποικοι από την Ιταλία.» (Ioannis Cinnami, Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, επιμ. Aug. Meineke, Bonn, 1836, σελ. 239)

    Οι Βλάχοι τής Ελλάδας αναφέρονται κατά πρώτον στην Ιστορία το 976 μ.Χ. από τον μοναχό και βυζαντινό χρονογράφο Κεδρηνό, ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από ‘οδίτες Βλάχους’ μεταξύ Πρεσπών και Καστοριάς. Αργότερα τούς αναφέρει κι ένας άλλος ιστορικός, ο Κεκαυμένος, ως ποιμένες, ζώντες βίο ληστρικό σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές. Επί αυτοκράτορα Αλεξίου του 1ου οι Βλάχοι αναφέρονται από όλους τούς ιστορικούς τής εποχής εκείνης. Πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νις-Σόφιας-Σκόπια κι από εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά κ.α.

    Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς Βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «παντελώς άπιστο και διεστραμένο, που δεν υποτάσονται ούτε σε Θεό ούτε σε ορθή πίστη, ούτε σε βασιλιά ούτε σε συγγενή ή φίλο…». Ωστόσο ορισμένοι Έλληνες αλλά και ξένοι ερευνητές αμφισβητούν τη γνησιότητα αυτού του αποσπάσματος του Κεκαυμένου. Η Βουλγάρα μελετητής της μεσαιωνικής ιστορίας Genovefa Cankova-Petkova, παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος Κασσίου (155-235 μ.Χ.), όπου η κάθοδος αφορά τους Κοστοβώκους και όχι στους Δάκες. Σύμφωνα όμως με τους περισσότερους επιστήμονες, οι Κοστοβώκοι προέρχονταν και αυτοί από τη Δακία. Αναφορές γι’ αυτούς κάνουν οι ιστορικοί και γεωγράφοι: Παυσανίας, Δίων Κάσσιος, Αμμιανός Μαρκελλίνος και το λεξικό Σούδα. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ασαφώς μας πληροφορεί πως το κοστοβωκικό έδαφος βρισκόταν στην προρωμαϊκή Δακία ή εντός της ευρωπαϊκής Σαρματίας, μίας περιοχής ανάμεσα στη σημερινή δυτική Ρουμανία, την ανατολική Ουγγαρία και τη βόρεια Γιουγκοσλαβία.

    Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς Βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των Βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι Κουμάνοι πέρασαν τον Δούναβη (1, 10, 9). Επίσης, η Άννα η Κομνηνή στην Αλεξιάδα (στο 14ο κεφάλαιο) γράφει περιγράφοντας τις περιοχές τους γύρω απ’ τα βουνά του Αίμου: «…σε κάθε πλευρά απ’ τις πλαγιές του κατοικούν μερικές πολύ εύπορες φυλές, οι Δάκες και οι Θράκες στη βόρεια πλευρά, και στα νότια περισσότερο οι Θράκες και οι Μακεδόνες.».

    Ο Κίνναμος γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική – την «ουνικήν» – είχε πολύ στρατό από Βλάχους: «Βλάχον πολύν όμιλον» (260).

    Ας δούμε κάτι ενδιαφέρον. Λίγο μετά το 680 μ.Χ. στον Κεραμήσιο Κάμπο ή Κάμπο της Πελαγονίας (Κεραμιαί ήταν το προσλαβικό όνομα του Πρίλεπ) φτάνει ένα συνονθύλευμα λαών υπό την ηγεσία του Βούλγαρου Κούμπερ. Λένε στους βυζαντινούς ότι κατοικούσαν στο Αβαρικό Χαγανάτο γύρω από την περιοχή του Σιρμίου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν πολλοί οι οποίοι ήταν απόγονοι Ρωμαίων πολιτών των Βαλκανίων που 2 γενέες πριν οι Άβαροι είχαν αιχμαλωτήσει και είχαν συγκεντρώσει στην περιοχή του Σιρμίου. Αν και είχαν επιμειχθεί με τους «βαρβάρους», ισχυρίστηκαν αυτοί οι «Σερμησιάνοι», διατήρησαν τις παραδόσεις των Ρωμαίων προγόνων τους και τώρα επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην πατρική τους αυτοκρατορία.

    Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο 2ος, γράφουν τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έδωσε εντολή στους Δρουγουβίτες Σλάβους της Πελαγονίας (τους οποίους είχε υποτάξει με μια εκστρατεία λίγα χρόνια πριν) να παράσχουν τρόφιμα στους ακολούθους του Κούμπερ. Μετά από λίγο καιρό, οι Σερμησιάνοι άρχισαν να διασπείρονται εδώ και εκεί. Πολλοί πήγαν στην Θεσσαλονίκη και από εκεί άλλοι συνέχισαν για Κωνσταντινούπολη. Σε κάποια φάση, ξανασυγκεντρώθηκαν από τους Βυζαντινούς στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Το δεξί χέρι του Κούμπερ ήταν ο Μαύρος. Τα Θαύματα αναφέρουν ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του πατρίκιου και αυτού του Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων. Η σφραγίδα του έχει βρεθεί αρχαιολογικά. Τα Θαύματα επίσης γράφουν ότι σχεδίαζε να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, αλλά απέτυχε και ότι μιλούσε 4 γλώσσες: «την γλώσσα μας» (δηλαδή ελληνικά), την σλαβική, την βουλγαρική και την λατινική.

    Την ίδια εποχή (περίπου το 700 μ.Χ.) που τα θαύματα μιλάνε για τον πατρίκιο Μαύρο, Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων, το χρονικό του Θεοφάνη του εξομολογητή αναφέρει έναν Πατρίκιο Μαύρο Βέσσο να εκστρατεύει στην Κριμαϊκή Χερσόνησο. Οι περισσότεροι ιστορικοί σήμερα δέχονται ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο.

    Τώρα, το Σίρμιο βρίσκεται εκεί που ο ποταμός Drina χύνεται στον Σάβα. Άρα οι Σερμησιάνοι ζούσαν «γύρω από τους ποταμούς Σάβα και Δούναβη», όπως λέει και ο Κεκαυμένος για τους Βλάχους. Επομένως, η άποψη του Κεκαυμένου ότι οι Βλάχοι της Ελλάδος ήταν εκλατινισμένοι Δάκες και Βέσσοι που κάποτε κατοικούσαν γύρω από τους ποταμούς Σάβο και Δούναβη επιβεβαιώνεται από τις βυζαντινές πηγές (Θαύματα, Χρονικό Θεοφάνους κ.α.).

    Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, υπάρχουν τρεις «Βλαχίες» στον ελλαδικό χώρο: Η Θεσσαλία είναι η «Μεγάλη Βλαχία», η Δυτική Στερεά είναι η «Μικρά Βλαχία» – επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τα δέκα «Καρπενήσια» της Ρουμανίας (χωριά με το όνομα Cărpiniș υπάρχουν στη Ρουμανία στον νομό Timiş, στον νομό Braşov, στον νομό Gorj, στον νομό Alba, στον νομό Hunedoara, Cărpeniș στον νομό Argeş, Cărpenișu στον νομό Giurgiu κ.α.) – ενώ τέλος υπάρχει και μια «Άνω Βλαχία» η οποία ήταν κάπου στην οροσειρά της Πίνδου, αλλα δεν γνωρίζουμε ακριβώς που.

    «Ο Κίνναμος, αιώνες νωρίτερα θεωρούσε τους Βλάχους βόρεια του Δούναβη ως Ιταλούς αποίκους και την υποθετική ετυμολογία του ονόματος ‘Βλάχος’ από τον Pomponius Flaccus τον Ρωμαίο κατακτητή της Δακίας… Ο Κεκαυμένος πίστευε ότι οι Βλάχοι είχαν έρθει νότια στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο μετά που η Δακία εγκαταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, και ότι ήταν οι απόγονοι των Γετών και των Βεσσών. Έτσι ενδεχομένως τους θεωρούσε ως εκρωμαϊσμένες φυλές παρά ως αυθεντικούς απογόνους των Ρωμαίων αποίκων… Οι Βλάχοι όπως έχουμε δει κατοικούν κυρίως στους λόφους, αλλά οι Ρωμαίοι άποικοι τοποθετούνταν οι περισσότεροι στις χαμηλώτερες πλαγιές ή στις πεδιάδες. Οι Βλάχοι, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στις πόλεις οι οποίες κάποτε ήταν ρωμαϊκές αποικίες, εγκαταστάθηκαν εκεί μόνο στα νεώτερα χρόνια… Η αντίθετη αλλαγή από μία νομαδική ζωή σε μόνιμη εγκατάσταση είναι εύκολη και είναι κάτι που διαρκώς συμβαίνει. Η αύξηση του εμπορίου, όπως είδαμε στην περίπτωση των ίδιων των Βλάχων, συνέβαλε σε μία μεγάλη αύξηση στην εγκατάσταση τους σε κατοικημένα χωριά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα’ μείωση στον αριθμό των κοπαδιών και των ζώων από ασθένειες, πολέμους ή ληστείες έχει ως συνέπεια το ίδιο αποτέλεσμα, επειδή η πόλη είναι το τελευταίο καταφύγιο του νομά που έχει χάσει τα κοπάδια του. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πιθανό στους άλλους ότι οι Βλάχοι είναι κυρίως οι απόγονοι των εκρωμαϊσμένων ορεινών φυλών, παρά των ίδιων των Ρωμαίων αποίκων…» (The nomads of the Balkans, an account of life and customs among the Vlachs of Northern Pindus, Alan John Bayard Wace)

    Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης (1130-1173 μ.Χ) ήταν Ισπανοεβραίος περιηγητής που ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική τον 12ο αιώνα. Στα 1160 μ.Χ ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας, σε μία περιοχή την οποία αποκαλεί Βλαχία: «Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό [Ζητούνι/Λαμία], όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών) αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι – και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους – και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου.» (The Itinerary of Rabbi Benjamin of Tudela (1840), σελ. 48)

    Ο Θηβαίος Ευθύμιος Μαλάκης (1115–1204 μ.Χ.), Μητροπολίτης Νέων Πατρών και από τους διαπρεπέστερους κληρικούς και λόγιους του 12ου αιώνα, εκτός από δύο εγκώμια για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, έγραψε επίσης ποιήματα, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η Μονωδία του σοφωτάτου κυρού Ευθυμίου και Στίχοι γραφέντες εις το λουτρόν του Χούμνου. Έγραψε επίσης διάφορες επιστολές, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τις επιστολές αυτές διασώθηκαν 36. Την ίδια λοιπόν περίοδο (σύγχρονος του Βενιαμήν Τουδέλα) αναφέρει ότι ο Στρατηγός του Θέματος Ελλάδος Αλέξιος Κοντοστέφανος εκστρατεύει εναντίον «ληστρικών βαρβάρων που κατοικούν στα κορφοβούνια της Ελλάδος και που μέχρι τότε φοροδιαφεύγαν.».

    Το 1183 οι Βλάχοι της Θεσσαλίας επαναστάτησαν λόγω της βαιάς φορολογίας που είχε επιβάλλει ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος και δημιούργησαν την Βουλγαρο-βλάχικη αυτοκρατορία των Ασανιδών. Ο Ιωάννης Ασάν ανακήρυξε τον εαυτό του ως ‘Αυτοκράτορα όλων των Βουλγάρων και των Βλάχων. Όταν ο Φρεντερίκο Μπαρμπαρόσα πέρασε από την περιοχή, ο Ιωάννης Ασάν αναφέρθηκε ως ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και περισσότερο των Βουλγάρων’, ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και των Κουμάνων’ ή ‘Αυτοκράτορας των Βλάχων και των Ελλήνων’» (Vasiliev A., History of the Byzantine Empire, p. 442, University of Wisconsin Press 1964)

    «Κατά την εποχήν εκείνη (11ος αιώνας) – γράφει ο Ν. Γεωργιάδης – άρχισε να μεταναστεύει στη Θεσσαλία και άλλη βάρβαρη φυλή, η των Βλάχων, οι οποίοι κατερχόμενη από (την χερσόνησο) του Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο και την Πίνδο όπου και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα αποκαλούνταν από τους βυζαντινούς Μεγαλοβλαχία». («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)

    Ο Νικήτας Χωνιάτης – Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός – γράφει για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο/βουνά του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841). Ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)). Τον όρο Μεγάλη Βλαχία για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).

    Το 1290, ο Λαδισλάβος ο Κουμάνος που προστάτευε τους Κουμάνους, τους Πετσενέγους και τους Ορθόδοξους πληθυσμούς, δολοφονήθηκε και ένας νέος Μαγιάρος (Ούγγρος) βασιλιάς που είχε άλλες προτιμήσεις, ανάγκασε μερικούς ηγέτες από την περιοχή ανάμεσα στο Olt και στα Καρπάθια να περάσουν τα Καρπάθια και να συμβάλλουν στον σχηματισμό της Βλαχίας. (D. CĂPRĂROIU, On the beginnings of the town of CÂMPULUNG, Historia Urbana, t. XVI, nr. 1-2/2008, pp. 37-64)

    Έγραψε ο Γάλλος Πουκεβίλ για τις επιδρομές των Βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν.» (Histoire de la regeneration de la Grece)

    Και ο Π. Αραβαντινός στο «Χρονογραφία τής Ηπείρου» (τόμ. Β΄, σελ. 32-33, Αθήνα, 1856) θεωρεί τους Βλάχους ως φύλο που από άλλη περιοχή μετανάστευσαν στη Δακία, όπου αργότερα αναμίχθηκαν με τους Ρωμαίους και από εκεί στη συνέχεια μετανάστευσαν προς την Ελλάδα. Επίσης ο Αραβαντινός λέει: «Περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδας οι Άβαροι, ομόφυλοι των Γότθων, αφού τους εκδίωξαν (τους Δακορουμάνους) από τη Μολδοβλαχία, συνέστησαν εδώ ισχυρό βασίλειο και από εκεί ορμώμενοι εισέβαλαν στη Μυσία και επεξέτειναν τις λαφυραγωγίες τους μέχρι τη Θράκη. Κατά την εποχή λοιπόν αυτή, χιλιάδες από τους Δακορουμάνους βοσκούς που ζούσαν στην Κάτω Μυσία, αφού παρέλαβαν τις οικογένειες και τα πολυπληθή τους κοπάδια, κατήλθαν προς τη Θράκη ώστε να απομακρυνθούν από αυτούς τους απηνείς νέους γείτονες και αφού διαλεξαν ως κατάλληλο μέρος για τα κοπάδια τους και ασφαλές για τους ίδιους τον Αίμο, εγκαταστάθηκαν στις πλαγιές αυτού με την έγκριση της αυτοκρατορίας, απ’ όπου περιοδικά και αποσπώμενοι κατά ομάδες μετοίκησαν στα ορεινά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Νέας και Παλαιάς Ηπείρου ως και στην Ροδόπη και τα ενδότερα της Θράκης.» (Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, έκδ. 1905, σελ. 25-26)

    Στην εγκυκλοπαίδεια τού «Ηλίου» αναφέρεται ότι στην αρχαία Θράκη θεωρούσαν ακόμα και μεγάλο μέρος τής βορείως τού Δούναβη περιοχής «κατοικούμενον κατά την αρχαιότητα υπό των Γετών και Δακών, θρακικών και τούτων εθνών… Οι θράκες, μετά των Ελλήνων και των Ιλλυριών, είναι οι καθ΄ αυτό αυτόχθονες τής χερσονήσου τού Αίμου». Βλέπουμε και εδώ ότι οι Ιλλυριοί ξεχωρίζονται και δεν ταυτίζονται με τους Έλληνες όπως κάποιοι Έλληνες εθνικιστές προσπαθούν να μας πείσουν.

    Η μόνη καθαρή αναφορά στους Βλάχους ως Έλληνες, ήταν από τον κληρικό και ιστορικό (και μαθηματικό) με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο, Γεώργιο Παχυμέρη (1242–1310). Περιγράφοντας τη μάχη στην Πελαγονία το 1259 ανάμεσα στα στρατεύματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τα βυζαντινά στρατεύματα του Ιωάννη Παλαιολόγου ο Παχυμέρης, αναφέρεται σε Βλάχους στρατιώτες από τη Θεσσαλία οι οποίοι την τελευταία στιγμή άλλαξαν στάση υπέρ του Παλαιολόγου.

    • «Η Ελλάδα κατοικείται από τρεις φυλές – τους Έλληνες, τους Αλβανούς και τους Βλάχους…Ο νομαδικός πληθυσμός στα βουνά έχει διατηρήσει τον διακριτό του χαρακτήρα και τα έθιμα, μαζί με τη λατινική γλώσσα, παρόλο που οι περισσότεροι από τους άντρες μπορούν να μιλήσουν ελληνικά. Σαν τους Αλβανούς, οι βοσκοί Βλάχοι σπάνια παντρεύονται με τους Έλληνες, περιστασιακά παίρνουν Ελληνίδες συζύγους αλλά ποτέ δεν δίνουν τις κόρες τους σε Έλληνες. Μερικοί από αυτούς είναι αγράμματοι, σπάνια πηγαίνουν στο σχολείο. Όντας στη δικιά τους ελλιπής πνευματικά κουλτούρα, αντιμετωπίζονται απαξιωτικά από τους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο ‘Βλάχος’ ώστε να δηλώσουν όχι μόνο τον βοσκό αλλά τον αγράμματο άξεστο χωριάτη.» (Encyclopedia Britannica 1911, on the term Greece)

      Ο William του Rubruck έγραψε ότι οι Βλάχοι της Βουλγαρίας κατάγονταν από τον λαό των Ulac, οι οποίοι ζούσαν κοντά στην Μπασκίρια. Ο Ούγγρος χρονικογράφος του 13ου αιώνα Simon Kéza είπε ότι οι Βλάχοι ήταν «οι βοσκοί και οι αγρότες των Ρωμαίων»… Ο Poggio Bracciolini, Ιταλός καθηγητής, έγραψε περίπου το 1450 ότι οι πρόγονοι των Ρουμάνων ήταν οι Ρωμαίοι άποικοι που εγκαταστάθηκαν στη Δακία από τον αυτοκράτορα Τραϊανό. Την ίδια άποψη είχε και ο Aeneas Sylvius Piccolomini, ο οποίος στο έργο του ‘De Europa’ (1458) ότι οι Βλάχοι ήταν ένα ιταλικό γένος και ονομάστηκαν έτσι από τον Pomponius Flaccus, στρατιωτικό διοικητή που είχε σταλθεί εναντίον των Δακών. Τους ακόλουθους αιώνες πολλοί ιστορικοί και επιστήμονες υποστήριξαν την άποψη του Piccolomini.

      Ο Saxon Johannes Lebelius από την Τρανσυλβανία το 1542 είπε ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός «οδήγησε τους Βλάχους μαζί με άλλους Ιταλογενής ανθρώπους και τους εγκατέστησε μέσα σε όλο το δακικό βασίλειο» και «αυτοί οι άνθρωποι μετά από τόσους πολλούς πολέμους από τους οποίους είχαν επιβιώσει, παρέμειναν στη Δακία, και τώρα είναι αγρότες σ’ αυτή τη γη». Ο Flavio Biondo είπε ότι «Οι Δάκες ή Βλάχοι ισχυρίζονται ότι έχουν ρωμαϊκές ρίζες». Ο Pietro Ranzano έγραψε το 1400 ότι οι Βλάχοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως απογόνους των Ιταλών (Ρωμαίων). Ο Ούγγρος Ιησουίτης Stephan Szántó έγραψε το 1574 ότι οι Βλάχοι είναι «οι απόγονοι μιας παλιάς αποικίας των Ρωμαίων στην Τρανσυλβανία» και η γλώσσα τους (ρομαντιόλα ή ρομανιόλα) θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από αυθεντικούς Ιταλούς. (Almási Gábor (2010). “Constructing the Wallach ‘other’ in the late Renaissance”. In Trencsényi, Balázs. Whose Love of Which Country?. Central European University, Budapest. pp. 107–110.)

      Ο Άραβας χρονικογράφος Mutahhar al-Maqdisi είπε: «Λένε ότι κοντά στην τουρκική περιοχή ζουν οι Χάζαροι, οι Ρώσοι, οι Σλάβοι, οι ‘Waladj’ [Βλάχοι;], οι Αλανοί, οι Έλληνες και μερικοί άλλοι λαοί.» (A. Decei & V. Ciocîltan, “La mention des Roumains (Walah) chez Al-Maqdisi”, Romano-arabica I, Bucharest, 1974, pp. 49–54)

      Στα τέλη του 9ου αιώνα, οι Ούγγροι εισέβαλαν στην Παννονία (σήμερα μοιράζεται ανάμεσα σε Ουγγαρία, Αυστρία, Κροατία, Σερβία και Βοσνία), όπου, σύμφωνα με το ‘Gesta Hungarorum’ που γράφτηκε περίπου το 1200 από έναν ανόνυμο ‘υπουργό’ του βασιλιά Bela του 3ου της Ουγγαρίας, η Παννονία κατοικούνταν από Σλάβους, Βούλγαρους και Βλάχους βοσκούς των Ρωμαίων. Στο πρωτότυπο: «sclauij, Bulgarij et Blachij, ac pastores romanorum». Ανάμεσα στον 12ο και 14ο αιώνα, βρέθηκαν υπό την εξουσία του Βασίλειου της Ουγγαρίας, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Χρυσής Ορδής.

      Ο βλάχικης καταγωγής ιστορικός και συγγραφέας Thomas John Winnifrith, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Warwick της Μεγάλης Βρετανίας από το 1970 έως 1999, είπε: «Οι εκρωμαϊσμένοι Ιλλυριοί, είναι οι πρόγονοι των σημερινών Βλάχων.» (Badlands, Borderland: A History of Southern Albania/Northern Epirus by T.J. Winnifrith, ISBN 0-7156-3201-9, 2003, p. 44)

      Ο James Cowles Prichard θεωρεί ότι οι Αλβανοί ή Σκιπετάριδες και οι Βλάχοι, είναι απόγονοι Θρακών και Ιλλυριών. (James Cowles Prichard, Researches Into the Physical History of Mankind, (Sherwood, Gilbert, and Piper, 1841), section 5 (History of the European nations))

      Ο Arnold Joseph Toynbee στο βιβλίο του ‘The Greeks and Their Heritages’ (Οι Ελληνες και οι κληρονομιες τους), λέει ξεκάθαρα ότι οι Βλάχοι δεν είναι ελληνικής καταγωγής. Μάλιστα τους Αρβανίτες τους ονομάζει απλώς Αλβανούς! Συγκεκριμένα γράφει: «Το 1821 οι Έλληνες – και μαζί με αυτούς οι Αλβανοί και οι Βλάχοι ομόθρησκοι τους – εξεγέρθηκαν… Από το 1832 ίσαμε το 1912 η Ελλάδα έγινε ένα εθνικά ομοιγενές κράτος, αν θεωρήσουμε τους ανατολικο-ορθόδοξους χριστιανούς Αλβανούς και Βλάχους ως Έλληνες πολίτες, μια και οι ίδιοι αισθάνονται ότι είναι Έλληνες, παρά το ότι η μητρική τους γλώσσα δεν είναι η ελληνική.» (Arnold Toynbee, The Greeks and Their Heritages, Oxford University Press 1981)

      Στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, γράφει επί λέξει «Βλάχοι, λατινογενής λαός κλπ… οπωσδήποτε αυτοί ούτοι οι Βλάχοι αποκαλούσιν εαυτούς Ρομούν, τουτέστιν Ρωμαίους.» (Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμος Γ’, σελ. 331, Ελευθερουδάκης – 1927)

      Για την ιστορία να αναφέρω ότι όταν τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο καταλήφθηκε η Ελλάδα, οι Ιταλοί θέλησαν να διεκδικήσουν τους Βλάχους. Οι προσπάθειες ωστόσο είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1917, όταν ανακήρυξαν τη δημιουργία βλάχικου κράτους το οποίο αποκλήθηκε ‘Πριγκιπάτο της Πίνδου’. Είχε πρόεδρο ένα ρουμανόβλαχο, τον Διαμαντέσκου (Αλκιβιάδη Διαμάντη), από τη Σαμαρίνα του νομού Γρεβενών. Ο ίδιος ο Διαμαντέσκου αποκαλούσε τον εαυτό του αρχηγό και εκπρόσωπο των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής. Ο Διαμαντέσκου καταδικάστηκε από ελληνικά δικαστήρια αλλά αμνηστεύτηκε το 1926 και γύρισε στην Ελλάδα το 1930 ως αντιπρόσωπος ρουμανικών πετρελαίων. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι Βλάχοι και πήραν την άδεια τού Μουσολίνι για να δημιουργήσουν ένα κράτος βλάχικο υπό την ιταλική επιρροή. Έτσι και με την άδεια τού Χίτλερ, δημιούργησαν το 1941 στη Λάρισα μία οργάνωση με το όνομα ‘Λεγεώνα των Βλάχων’ ή ‘Ρωμαϊκή Λεγεώνα’, καθώς πολλοί από αυτούς πίστευαν ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας (Legio V Macedonica).

      Αρχηγός τού στρατού του πριγκηπάτου, που αποτελείτο από 175 άνδρες, τούς λεγόμενους λεγεωνάριους, ήταν κάποιος Βασίλης Ραπότικας. Αυτός ήταν παληός μακεδονομάχος, άρχισε δικό του ανεξάρτητο πλιάτσικο, για να ζήσει. Τότε τον βρήκε ο Διαμαντέσκου και τον έκανε αρχηγό τού πριγκηπάτου. Ο Ραπότικας ήταν τότε γύρω στα 65. Σημαία τού κράτους αυτού ήταν η λύκαινα των αρχαίων ρωμαίων, που βύζαινε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο, ιδρυτές τής Ρώμης. Πρωθυπουργός ήταν ο Νικόλαος Ματούσας, ο οποίος αργότερα κατέφυγε στην Αθήνα όπου συμμετείχε στην εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ).

      Το κράτος αυτό το διέλυσε ο Μπελής, κατόπιν διαταγής τού Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος έσφαξε όλους τούς λεγεωνάριους και τούς έγδαρε ζωντανούς ρίχνοντας στις σάρκες τους καυτό λάδι και αλάτι. Τον Ραπότικα τον συνέλαβαν σε μια ταβέρνα στη Λάρισα, όπου γλεντούσε με μια γυναίκα και τον σκότωσαν στο δρόμο πηγαίνοντας για το Αρχηγείο. Όσο για τον πρόεδρο, τον Διαμαντέσκου, τον κάλεσαν οι Ρουμάνοι, για να δώσει λόγο, γιατί συνεργάστηκε με τούς ιταλούς, δεδομένου, ότι θεωρώντας τούς Βλάχους μειονότητά τους, τούς διεκδικούσαν κι αυτοί. Έτσι λοιπόν, μη βρίσκοντας επαρκείς τις δικαιολογίες του, τον σκότωσαν. (Σταύρος Παπαγιάννης, Τα παιδιά της λύκαινας. Οι επίγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944), Εκδόσεις Σοκόλη, ISBN 978-960-7210-71-5, 1999, 2004)

      Από το 1918 έως το 1936 20.000 περίπου Βλάχοι – κυρίως της βόρειας Ελλάδας – μετανάστευσαν στη Ρουμανία και στη Δοβρουτσά. Μετά την ενσωμάτωση της Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία, οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στην Κωνστάντζα και από εκεί σε άλλες περιοχές της Ρουμανίας. (Koukoudis Asterios, The Veroia Vlachs and the Arvanito-Vlachs of central Macedonia, Studies about the Vlachs – vol. 4, Thessaloniki: 2000, Zitros)

      Ο Άγγλος αξιωματικός Wiliam Martin Leake που επισκέφτηκε το 1805 τα βλάχικα χωριά, έγραψε: «Μοιράζονται με τούς Έλληνες το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάμεσα Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες τού φορτίου μαζί.» (Journey through some provinces of Asia Minor).

      «Οι Βλάχοι», γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), «διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς». Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι Ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι (Pasteurs Vrutuens). Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου. Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι (ή Μπουρτζόβλαχοι) πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ’ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς ρωμαίους. Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα.

    • Η λέξη ‘Βλάχος’ είναι ελληνική; Υπάρχει η θεωρία ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Ρωμαίων στρατιωτών (ή Ελλήνων που ήταν στρατιώτες στον Ρωμαϊκό στρατό) οι οποίοι φυλούσαν τα στενά ορεινά περάσματα. Το φυλάχος/φλάχος λοιπόν κατά ορισμένους προέρχεται από το ρήμα φυλάττω/φυλάσσω και με τροπή του φ σε β έγινε Βλάχος (φύλακας, φρουρός). Μπορεί όμως η λέξη ‘Βλάχος’ να προήλθε από το μεσαιωνικό ελληνικό φυλάζω => φυλάγω: μετοχή φυλάγων => φυλάγος => φλάγος/Βλάχος. (Ιωάννης Μωραλίδης, Η ελληνικότης των Φυλάχων-Βλάχων, περιοδικό Δαυλός, τεύχος 134)

      Μία άλλη εκδοχή υποστηρίζει ο Αντώνιος Κεραμόπουλος για την ονομασία ‘Βλάχος’. Κατ’ αυτόν η λέξη Βλάχος προέρχεται από τη Σημιτοαιγυπτιακή λέξη φελάχος που σημαίνει ‘γεωργός’. Στην Αίγυπτο για πρώτη φορά υπό τους Πτολεμαίους είχαμε την περίπτωση φρουρήσεως των συνόρων και του εσωτερικού από αλλοεθνείς (Έλληνες) στρατιώτες σε συνεργασία με τους αυτόχθονες χωρικούς, οι οποίοι ονομάζονταν Φελάχοι, Βλάχοι στο στόμα των Μακεδόνων στρατιωτών με τροπή του φ σε β (οι Μακεδόνες έλεγαν Βίλιππος αντί Φίλιππος, Βάλακρος αντί Φάλακρος κ.λπ.). Όταν αργότερα περιήλθε η Αίγυπτος στους Ρωμαίους, πολλοί Αιγυπτιώτες Έλληνες, ίσως και όλοι οι εκεί στρατιώτες και αξιωματικοί, κατετάγησαν στον Ρωμαϊκό στρατό και έτσι μεταδόθηκε έτοιμο και πρόχειρο όνομα, το των Βλάχων, για τις περιπτώσεις συνεργασίας του Ρωμαϊκού στρατού και των αυτοχθόνων χωρικών. Κατά τον Κεραμόπουλο το όνομα αυτό διαδόθηκε ως λαϊκή ονομασία των εγκατεστημένων επί τόπου στρατιωτών, οι οποίοι ήταν και συγχρόνως γεωργοί των παραχωρημένων από το κράτος σε αυτούς γαιών. Βεβαίως η εκδοχή αυτή, μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει.

      Η ονομασία «Βλάχος» φέρεται να προέρχεται από το νοτιοσλαβικό ‘vlahu’ ή ‘volohu’ και αυτή με τη σειρά της από το γερμανικό ‘walchen’ ή ‘Walhaz’. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί τους ‘Ρωμαίους’ κατοίκους των Άλπεων και της βόρειας Ιταλίας οι οποίοι αργότερα μετανάστευσαν στη Δακία. Η ονομασία ‘walchen’ φέρεται αρχικά να σήμαινε αυτόν που μιλούσε σπαστά τα λατινικά – όπως για παράδειγμα το μερικώς εκλατινισμένο φύλο των Ουόλκων (στα λατινικά Volcae) – και διαδόθηκε ως ονομασία σε όλη την Ευρώπη, εξ’ ου και Walchen στα γερμανικά, Wallon (Βαλλώνοι) στο Βέλγιο, Welsh (Ουαλία) στη Μεγάλη Βρετανία, Vlah στην Πολωνία κ.α. Δεν αποκλείεται δηλαδή να αποκλήθηκαν στην Ελλάδα ως «βλάχοι» καταχρηστικά και άτομα που λατινοφώνησαν μεν γλωσσικά (όπως έχουν πει ο Ρουμάνος καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου και του Πανεπιστημίου Bochum της Γερμανίας Cicerone Poghirc, ο Hammond κ.α.), χωρίς όμως να ανήκαν φυλετικά στην ομάδα/μειονότητα των Βλάχων οι οποίοι είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο και στη γλώσσα τους αυτοαποκαλούνταν Αρμάνοι, Αρωμούνοι κ.τλ.

      «Μορλάκοι» (ή Μαύροι Βλάχοι) ονομάζονταν οι Βλάχοι που ζούσαν στην Κροατία, Βοσνία κ.α. Άλλες ονομασίες των Βλάχων ήταν Τσιντσάροι, Κουτσόβλαχοι κ.α.

      Στα νεώτερα μεσαιωνικά χρόνια, σε σλαβονικά κείμενα, το όνομα ‘Земли Унгро-Влахискои’ (Zemli Ungro-Vlahiskoi) δηλαδή ‘Ουγγρο-βλάχικη Γη’ χρησιμοποιούνταν για τη Βλαχία (σήμερα νότια Ρουμανία). Το όνομα, μεταφρασμένο στα ρουμανικά ως ‘Ungrovalahia’, έμεινε σε χρήση μέχρι σήμερα έχοντας θρησκευτικό περιεχόμενο, αναφερόμενο στη Ρουμανική Ορθόδοξη Μητρόπολη της Ουγγρο-Βλαχίας. Η Ungrovalahia δηλαδή βρισκόταν στη Ρουμανία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία στη Θεσσαλία, τη Mala Vlaška στη Σερβία ή τη Vlahia moravă (Valašsko στα τσέχικα) στην Τσεχία.

      Ας δούμε την επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 29 Ιουλίου 1913, ημέρα της συνθήκης του Βερολίνου, προς τον πρωθυπουργό της Ρουμανίας Τάκε Μαγιορέσκο: «Η Ελλάδα συγκατατίθεται να παράσχει αυτονομία στις σχολές και στις εκκλησίες των κουτσοβλάχων, που βρίσκονται στα μελλοντικά ελληνικά εδάφη και να επιτρέψει την σύσταση επισκοπής για τους κουτσοβλάχους τούτους, με την Ρουμανική Κυβέρνηση να μπορεί να επιχορηγεί υπό την επίβλεψη της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα ειρημένα τωρινά ή μέλλοντα θρησκευτικά και εθνικά καθιδρύματα.». (Βλ. Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, δεύτερη έκδοση, Τρίκαλα 1987, σελ. 66.)

      Ο Έλληνας αξιωματικός Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν (καπετάν Ακρίτας) παρατηρούσε για τους Βλάχους:

      «Προκαλούσαν τέτοιον θόρυβο, διέθεταν τόσο χρήμα και κατείχαν δια νομάδων ποιμένων τις περισσότερες διαβάσεις στα ορεινά μέρη, από όπου διέρχονταν αντάρτες. Αυτοί ήταν οι καταδότες, αυτοί οι τροφοδότες των βουλγαρικών συμμοριών, με τις οποίες είχαν συμμαχήσει, αυτοί κατείχαν τα γιατάκια (λημέρια) τους, αυτοί ήταν οι οδηγοί των καταδιωκτικών αποσπασμάτων.» (Ο Μακεδονικός Αγώνας Απομνημονεύματα, έκδοση ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 204.)

      Ακόμα και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο ιδρυτής της εθνικής ιστορικής σχολής στην Ελλάδα, έγραφε στην ιστορία του πριν προκύψει το ζήτημα των Βλάχων: «Οι κυριώτατες εντός του Ίστρου κατοικίες των Βλάχων κατά τους χρόνους αυτούς, ήταν προς βορρά μεν περί τον Αίμο, προς μεσημβρία δε περί την Πίνδο. Η επικρατεστέρα σήμερα γνώμη είναι ότι οι Βλάχοι αυτοί ήταν συγγενείς των βορείως του Ίστρου Βλάχων και ότι οι τελευταίοι προέκυψαν από την ανάμιξη των πολυάριθμων Ρωμαίων αποίκων, τους οποίους ο αυτοκράτωρας Τραϊανός ίδρυσε στην αρχή της 2ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. στη Δακία, μετά την ανάμιξη τους με τους ιθαγενείς κατοίκους της χώρας, ανάμιξης από την οποία το κυριώτερο στοιχείο της βλαχικής γλώσσας μέχρι σήμερα είναι η λατινική. Αυτό πρέσβευαν οι δικοί μας, ο Κίνναμος και ο Χαλκοκονδύλης.». (Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, βιβλίον ενδέκατον, εκδόσεις γαλαξία, Αθήνα 1971, σελ. 390–391.)

      «Το Δακικό ή αλλιώς Βλαχομολδαβικό γένος, περιλαμβάνει τους κατοίκους των δύο ηγεμονιών που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή Τουρκία, Βλαχίας και Μολδαβίας, ανάμεσα στον Δούναβη, στα Καρπάθια όρη και τον Προύτο ποταμό. Υπολογίζονται περίπου στο 1.600.000. Αυτοί λοιπόν έχοντας την καταγωγή τους από παλαιούς πληθυσμούς Δακορωμαίων και Μοισών, μιλάνε μία ρωμαϊκή παραφθαρμένη γλώσσα, αναμεμιγμένοι με πολλές σλαβικές λέξεις. Γι’ αυτό και οι κυρίως Βλάχοι, εξαιτίας της παλαιάς τους καταγωγής, αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘Ρωμούνους’ (Αρωμούνους). Σώζουν στον σωματικό τους οργανισμό προφανείς τους τύπους της προγονικής τους ρωμαλεότητας, ευστροφίας και ευσχημότητας…ασχολούνται οι περισσότεροι με την κτηνοτροφία. Οι δε Μολδαβοί που θεωρούνται ως αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας τους, μιλούν την ίδια σχεδόν γλώσσα με τους Βλάχους, φιλοπονότεροι αυτών και πιο επιτήδειοι στα οικονομικά, ασχολούνται και αυτοί ως επί το πλείστον με την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Πολλοί από αυτούς τους Ρωμαιοβλάχους βρίσκονται να ζουν στη Μακεδονία, μέσα στα όρια των κοιλάδων της οροσειράς της Πίνδου, στη Θεσσαλία και στον Όλυμπο, αριθμόντες από 50 έως 60.000, ιδίως οι Μακεδονοβλάχοι ή Κουτσοβλάχοι.» («Νεώτατη Διδακτική Γεωγραφία, προς εύχερη γνώσιν όλων των μερών και κατοίκων της γης» – συγκεντρώνει στοιχεία από τις νεώτερες γεωγραφίες και στατιστικά συγγράματα των Σομμέρ, Α.Βάλβη, Ρεττέρου, Κανναβίχου, Φρ.Σχιουβέρτου και άλλων – από τον Νικόλαο Λωρέντη, Β τόμος, σελ. 374, εκδ. Γκαρπολά και Ρεφερενδάρη, Βιέννη 1838)

      Οι Έλληνες επιμένουν να ομιλούν για γλωσσικό και πολιτισμικό εκλατινισμό Ελλήνων, από τους οποίους προέκυψαν οι Βλάχοι. Αυτό υποστηρίζει και ο καθηγητής Αχιλλέας Λαζάρου ο οποίος για να υποστηρίξει την θέση του, χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από τον Λυδό. Λοιπόν, ο Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός (490–565 μ.Χ.), καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας (De Magistratibus) γράφει: «Νόμος ἀρχαῖος ἦν, πάντα μὲν τὰ ὁπωσοῦν πραττόμενα παρὰ τοῖς ἐπάρχοις, τάχα δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις τῶν ἀρχῶν, τοῖς Ἰταλῶν ἐκφωνεῖσθαι ῥήμασιν• οὗ παραβαθέντος, ὡς εἴρηται, (οὐ γὰρ ἄλλως) τὰ τῆς ἐλαττώσεως προὔβαινε• τὰ δὲ περὶ τὴν Εὐρώπην πραττόμενα πάντα τὴν ἀρχαιότητα διεφύλαξεν ἐξ ἀνάγκης διὰ τὸ τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας, καίπερ Ἕλληνας ἐκ τοῦ πλείονος ὄντας, τῇ τῶν Ἰταλῶν φθέγγεσθαι φωνῇ, καὶ μάλιστα τοὺς δημοσιεύοντας.»

      Ο Λυδός λέει ότι οι έπαρχοι αλλά και οι υπόλοιποι κρατούντες μιλούσαν λατινικά (τα ρήματα των Ιταλών). Μάλιστα το διευκρινίζει λέγοντας ότι οι περισσότεροι ήταν Έλληνες – ελληνόφωνοι θα έλεγα εγώ – που μιλούσαν τη φωνή των Ιταλών. Όσοι λοιπόν διακηρύσουν την ελληνικότητα των Βλάχων και θεωρούν ότι οι Βλάχοι είναι εκλατινισμένοι Έλληνες, προβάλουν το παραπάνω απόσπασμα από τον Λαυρέντιο Λυδό. Όμως ο Λυδός συνεχίζει παρακάτω και αναφέρεται στην παραμέληση της λατινικής γλώσσας και ότι παλαιός χρησμός προλέγει «τότε Ρωμαίους την τύχην απολείψειν, όταν αυτοί της πατρίου φωνής επιλάθωνται» (δηλαδή «τότε οι Ρωμαίοι θα χάσουν την τύχη τους, όταν θα χάσουν την πατρώα γλώσσα τους»). Έτσι η εγκατάλειψη των λατινικών από τους επάρχους και τις άλλες δημόσιες αρχές που στα πρώτα βυζαντινά χρόνια μιλούσαν τα λατινικά (των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή) – λόγω της σημασίας της ελληνιστικής Ανατολής μέσα στην αυτοκρατορία – επαλήθευσε τον χρησμό: «συν τη Ρωμαίων φωνή και την τύχην απέβαλεν η αρχή» (δηλαδή «Μαζί με τη γλώσσα των Ρωμαίων η εξουσία απέβαλε και την τύχη της»). (Διονυσίου Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία (324–1071), Αθήναι 1977, σελ. 143.)

      Ο εξελληνισμός επομένως της κρατικής και της διοικητικής εξουσίας (λόγω και της πλειονότητας των κατοίκων στη βαλκανική χερσόνησο και στη Μικρά Ασία που ήταν κυρίως Ελληνόφωνοι) ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΜΟΣ απασχολεί τον Λαυρέντιο Λυδό.

      Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν πληθυσμοί που λατινοφώνησαν, αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτοί οι πληθυσμοί έγιναν Βλάχοι. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι όσοι έμαθαν τη λατινική γλώσσα επί της ρωμαϊκής εποχής, είναι οι πρόγονοι των σημερινών Βλάχων. Τον γλωσσικό εκλατινισμό ορισμένων Ελλήνων αποδέχεται ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου G. Bratianu, ο οποίος γράφει: «Η Μακεδονία και ένα μεγάλο μέρος των νοτίων περιοχών της χερσονήσου εκλατινίσθηκαν ή τουλάχιστον είχαν γίνει δίγλωσσα. Εδώ η λατινική ήταν ομιλουμένη και γραφομένη όσο και η ελληνική γλώσσα.» (Une enigme et un miracle historique: le people roumain, Bucarest 1942, 67)

      Ο ανθρωπολόγος Carleton Coon είπε: «Η σημερινή βλάχικη γλώσσα, ενώ βασικά λατινική, μοιράζεται με την αλβανική βασικές δομικές ιδιομορφίες, οι οποίες πρέπει να προέρχονται από τα θρακικά ή τα ιλλυρικά, και την ίδια στιγμή περιέχει έναν μεγάλο αριθμό από σλαβικές ρίζες.» (Carleton Stevens Coon, The Races of Europe, chapter-XII, section 16)

      Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα που εκμεταλλεύεται η ελληνική εθνικιστική νομενκλατούρα. Γλωσσικός εκλατινισμός έγινε για παράδειγμα σε πολλούς από τους Έλληνες της Θεσσαλίας, όπως επιβεβαιώνεται από λατινικό επιγραφικό υλικό της Πελασγιώτιδας και Περραιβίας. Ο καθηγητής αρχαιολογίας του 2ου Πανεπιστημίου Λυών Bruno Helly γράφει: «Από τις επιγραφές προκύπτει ότι από τον 1ο αιώνα π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που φέρουν λατινικά ονόματα: Σαλβία, Σεκούνδα, Μαρκος, Σεβήρος. Την ίδια εποχή πολλοί φέρουν ονόματα λατινικών γενών· δεν κατάγονται βέβαια από την Ιταλία αυτοί που γίνονται ταγοί στη Λάρισα, που νικούν σε διαγωνισμούς επιγράμματος ή σε παραδοσιακά αγωνίσματα, που απελευθερώνουν δούλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του κοινού…, φαίνεται ότι σταδιακά συγκροτήθηκε όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο μια κατηγορία Θεσσαλών βαθύτερα επηρεασμένη από τη λατινική γλώσσα. Αυτή η επίδραση θα έπρεπε ίσως να συσχετισθεί με την ύπαρξη αυτοκρατορικών κτήσεων στις Φέρες και ασφαλώς και στα βορειοδυτικά, μεταξύ του Ολύμπου και της Πίνδου, στα σύνορα της επαρχίας. Εκεί ακριβώς βρέθηκαν οι περισσότερες λατινικές επιγραφές της Θεσσαλίας, οριοθετικές επιγραφές, μιλιάρια-επίσημα κείμενα βέβαια, το περιεχόμενο όμως των οποίων ήταν σημαντικό για την καθημερινή ζωή των κατοίκων.» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 6, σελ. 183)

      Τί λέει η ελληνική προπαγάνδα; Λοιπόν, η περιοχή της Θεσσαλίας αλλά και της Φθιώτιδας αποκλήθηκε «Μεγάλη Βλαχία» όπως είδαμε. Άρα λένε οι Έλληνες, οι Βλάχοι είναι απόγονοι αυτών των Θεσσαλών που είχαν λατινοφωνήσει παλαιότερα, άρα οι Βλάχοι είναι Έλληνες. Λοιπόν, ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)) Τον όρο ‘Μεγάλη Βλαχία’ για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).

      Ποιοι είναι οι Βλάχοι από τη Μεγάλη Βλαχία όμως; Είναι αυτόχθονες; Από πού προέρχονται; Όπως εξήγησα και πριν, ο Νικήτας Χωνιάτης, Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός, είπε για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία.» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841)

      Οι Βλάχοι από τη Μεγάλη Βλαχία λοιπόν, είναι κυρίως εκλατινισμένοι Μυσοί, Δάκες και Ιλλυριοί, προέρχονται από τη Μυσία και τη Δακία, βορείως και νοτίως του Δούναβη.

      Τί άλλο λέει το συγκεκριμένο απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους; «…από τον 1ο αιώνα π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που φέρουν λατινικά ονόματα… δεν κατάγονται βέβαια από την Ιταλία αυτοί που γίνονται ταγοί στη Λάρισα…» κ.α. Οι Έλληνες λοιπόν της Θεσσαλίας που φέρνουν ελληνικά ονόματα, δεν κατάγονται από την Ιταλία όπως λέει το απόσπασμα. Άρα κατά τους Έλληνες εθνικιστές, οι Βλάχοι της Μεγάλης Βλαχίας (Θεσσαλίας) είναι αυτόχθονες. Το απόσπασμα αυτό όμως αναφέρεται στον 1ο αιώνα π.Χ., πριν την κάθοδο των Βλάχων από τις παραδουνάβιες περιοχές. Επιπλέον όπως είδαμε, ο Χωνιάτης και ο Γεώργιος Ακροπολίτης ονομάζουν την περιοχή αυτή ως ‘Μεγάλη Βλαχία’ μόλις τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι Έλληνες που πήραν λατινικά ονόματα, δε σημαίνει ότι είναι οι πρόγονοι των Βλάχων. Ο μη Ρωμαίος ελάμβανε το όνομα του Ρωμαίου πολίτη που τον ελευθέρωνε. Όταν για παράδειγμα ο Μάρκος Αυρήλιος Καρακάλλας έδωσε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα/πολιτεία σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της αυτοκρατορίας, το όνομα «Μάρκος Αυρήλιος» έγινε το πιο συχνό λατινικό όνομα στην αυτοκρατορία.

      Ας θυμηθούμε κάτι ακόμα. Γλωσσικός εκλατινισμός ατόμων ή και πληθυσμών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έγινε όπως είδαμε. Παρόλα αυτά, οι υποστηριχτές της αυτοχθονίας των Βλάχων, ξεχνάνε να πούνε ότι από την ρωμαϊκή περίοδο μέχρι σήμερα μεσολάβησε μία χιλιόχρονη (και περισσότερο) Βυζαντινή Αυτοκρατορία η οποία αν και αρχικά ήταν λατινόφωνη, στη συνέχεια έγινε Ελληνόφωνη. Εξελληνίστηκαν λοιπόν στη συνέχεια πληθυσμοί στο Βυζάντιο.

      Ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του γράφει ότι ο πατέρας του Βασίλειος εκρωμάισε τα Σκλαβικά έθνη «γραικώνοντάς» τα, τιμώντας τα με το βάπτισμα και θέτοντας τα υπό αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο: «Αυτά [τα Σλαβικά έθνη] ο πατέρας μας και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων Βασίλειος, που τώρα επαναπαύεται στα ουράνια, τα έπεισε να εγκαταλείψουν τα παλαιά τους ήθη και δίδαξε σε αυτά την γραικική γλώσσα, τα έκανε υπήκοα αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο, τα τίμησε με το βάπτισμα, τα ελευθέρωσε από την δουλεία στους δικούς τους δυνάστες και τα εκπαίδευσε να εκστρατεύουν εναντίον των εχθρών των Ρωμαίων. Με αυτόν τον τρόπο χειρίστηκε αυτά τα θέματα και επέτρεψε στους Ρωμαίους να είναι αμέριμνοι και να μην ανησυχούν για τις συχνές σλαβικές ανταρσίες,τις παρενοχλήσεις και τους πολέμους που έπρεπε να υπομένουν στο παρελθόν.» (Τακτικά, 18.95)

      Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα εξελληνισμού και όχι εκλατινισμού. Στην ‘Ιστορία’ του Μιχαήλ Ατταλειάτη διαβάζουμε: «Αφού κυρίευσαν και την ακρόπολη οι Ρωμαίοι, μεσιτεύοντας στα πράγματα ένας άνδρας ‘Ασσύριος’ μεν στο γένος, γέννημα της μεγάλης Αντιόχειας, άκρως δε εξασκημένος στην Ρωμαϊκή σοφία και παίδευση …». Τί λέει ο Ατταλειάτης λοιπόν; Μας αναφέρει για έναν άντρα Ασσύριο από την Αντιόχεια ο οποίος όμως είχε εξασκηθεί στη ρωμαϊκή/βυζαντινή (δηλαδή ελληνόγλωσση) σοφία και παιδεία. Δηλαδή είχε εξελληνισθεί.

      Ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική γλώσσα και η κληρονομιά των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλών και διάφορων κοινωνικών και φυλετικών προελεύσεων. Τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του πνεύματος σε όλη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (τη λεγόμενη ‘Βυζαντινή’) και με την επικράτηση του χριστιανισμού, απέβησαν ο στύλος του εξελληνισμού στην αυτοκρατορία. Πολλοί υψηλοί αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, ακόμα και αυτοκράτορες, δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, όμως η απαραίτητη προϋπόθεση της ανόδου τους ήταν η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα. Επομένως την ρωμαϊκή εποχή και τον εκλατινισμό ακολούθησε μία χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία και ο εξελληνισμός. H ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7o κιόλας αιώνα να καταρρέει, λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε περιοχές όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν ελληνόφωνοι, και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει.

      Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν ανανέωση της παραδόσεως του Αλεξάνδρου…Το Ανατολικό κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικό, ομιλούσε την ελληνική γλώσσα, αποτελούσε δε συνέχεια, αν και όχι εντελώς αγνή, της ελληνικής παραδόσεως…Tο κράτος αυτό ήταν ελληνικό και όχι λατινικό. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν.» (Παγκόσμιος Ιστορία, Βίβλος, Αθήναι 1952, τόμος Α΄, σ. 636-637.)

      Τα πράγματα βεβαίως δεν ήταν έτσι ακριβώς όπως τα λέει ο Wells. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζαντινή ονομάστηκε από τους Ευρωπαίους πολύ αργότερα) δεν ήταν εθνικά ελληνική αλλά μόνο γλωσσικά. Πολλές φυλές και λαοί κατοικούσαν στην αυτοκρατορία, αλλά η πολιτισμική και γλωσσική αφομοίωση που υπέστησαν – μέσω της ελληνικής γλώσσας και της ορθόδοξης εκλησσίας όπως είπαμε – ήταν πολύ μεγάλη. Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7ο κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους: «Και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι…» (Ιουστινιανού, Νεαραί, 52, 32-35)

      Να σημειωθεί ότι από το 397 μ.Χ. είχε ήδη επιτραπεί να εκδίδουν τα δικαστήρια αποφάσεις στα ελληνικά και από το 439 να συντάσσονται στα ελληνικά οι διαθήκες κ.α. (Κωνσταντίνου Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, ΟΕΔΒ, 1939, σελ. 52.)

      Να μη ξεχνάμε ότι οι Αρμάνοι-Βλάχοι έχοντας αποκοπεί για αιώνες από το ρωμαϊκό κράτος, είχαν αναπτύξει τη δική τους τοπική ρωμαϊκή (ρωμανική) ταυτότητα, διαφορετική από τη ρωμαϊκή (ρωμαίϊκη) ταυτότητα των ελληνορθόδοξων πληθυσμών πριν και μετά το 1453. Άλλωστε οι Ρωμάνοι-Βλάχοι δεν θεωρούσαν τη βυζαντινο-ρωμαϊκή ιστορία σαν δική τους ιστορία. Δεν διατήρησαν στην ιστορική τους μνήμη ούτε καν τους πρώτους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης (Κωνσταντίνο, Ιουστινιανό κ.α.) που ήταν λατινόφωνοι Ρωμαίοι και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν (τρόπον τινά) σαν Πρωτο-Βλάχοι.

      Ο Ματθαίος Μυρέων (17ος αι.) στην Ιστορία της Βλαχίας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την εθνοτική κόντρα των ντόπιων Βλάχων με τους Ρωμαίους Φαναριώτες:

      «αλλά και σεις προσέχεσθε, ώ άρχοντες Ρωμαίοι
      […]
      τους Βλάχους μη πειράζετε με την πλεονεξίαν
      μηδέ να ήστ’ αχόρταγοι στους επτωχούς απάνω
      οτ’ είν’ θεός στους ουρανούς και βλέπει αποπάνω˙
      μηδέ να λαιμαργήσετε στου Βλάχου τα μπουκάτια
      […]
      θαρρώ και δυναστεύετε τους επτωχούς τους Βλάχους,
      και η πλεονεξία σας τους κάμνει Ρωμαιομάχους,
      και δεν μπορούν να σας ιδούν μηδέ ζωγραφισμένους»

      Ο εξελληνισμός και η αφομοιωτική πορεία συνεχίστηκε για χρόνια, ακόμα και την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ο πληθυσμός ήταν διαχωρισμένος στα λεγόμενα μιλλέτια, με βασικό διαχωριστικό κριτήριο τη θρησκεία:

      «Το κυρίαρχο μιλλέτι μέσα στην Αυτοκρατορία ήταν αποτελούμενο από τους μουσουλμάνους. Το επόμενο στη σημασία ήταν το ορθόδοξο χριστιανικό ‘μιλλέτ-ι Ρουμ’ ή ‘ελληνικό’ μιλλέτ, όπως ήταν γνωστό. Υπήρχε επίσης ένα Αρμενικό, ένα Ιουδαϊκό, ένα Ρωμαιο-καθολικό, και ακόμα, τον 19ο αιώνα, ένα Προτεσταντικό μιλλέτι. Παρόλο που η αρχή του, το οικουμενικό πατριαρχείο, ήταν αναπόφευκτα ελληνικής προέλευσης, ο όρος ‘ελληνικό μιλλέτ’ ήταν ένα είδος ακυρολεξίας, επειδή συμπεριείχε, εκτός από τους Έλληνες, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Σέρβους, Αλβανούς, Βλάχους, και σημαντικούς αραβικούς πληθυσμούς. Με την άνοδο του εθνικισμού τον 18ο και 19ο αιώνα, τα μη ελληνικά μέλη του ‘ελληνικού’ μιλλέτ άρχισαν όλο και περισσότερο να αντιδρούν στον ελληνικό ασφυκτικό κλοιό στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσω της οποίας διοικούνταν το μιλλέτ.» (Encyclopædia Britannica)

      Ας δούμε το παράδειγμα των Βλάχων του Ζαγορίου (ορεινή περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα και στις δύο πλευρές των συνόρων Ελλάδας και Αλβανίας).

      • Στο έργο «Σύντομος βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού» (Αθήνα 1860) του Χριστόφορου Περραιβού, διαβάζουμε: «Μαθαίνω δε από τον φίλο μου Κ. Ασωπίου ότι και άλλο καλό χρεωστάτε σ’ αυτόν τον άγιο άνδρα [τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό] ότι δηλαδή όχι λίγα χωριά του Ζαγορίου, με την προτροπή και τη διδασκαλία του, αφού άφησαν την βλαχική γλώσσα που μιλούσαν μέχρι τότε, άρχισαν να μιλούν την ελληνική, την οποία έχουν μέχρι σήμερα. Αυτό συνέβη γενικά στην Ήπειρο» (σελ. 289).
      • Στο έργο «Περί εποίκων Ρωμαίων εν Ελλάδι» (Βουκουρέστι 1878) του Τριαντάφυλλου Μπάρτα, διαβάζουμε: «Όπως είπαμε, ο Άγιος Κοσμάς ο οποίος δίδασκε στις κατοικούμενες από τους Ρωμαίους – Έλληνες στη φυλή – Βλάχους περιοχές της Ελλάδος, παρώτρυνε σαν πατέρας τους κατοίκους, να εγκαταλείψουν την ανώφελη γλώσσα τους, επειδή είχε παραφθαρεί και ήταν γεμάτη με ξενικές λέξεις. Έκτοτε, όλα τα χωριά – σαράντα στον αριθμό – του Ζαγορίου και αλλού, παρέλαβαν πρόθυμα την ελληνική γλώσσα, εγκαταλείποντας τελείως τη βλαχική» (σελ. 10).
      • Σχετικά με τον εξελληνισμό του Ζαγορίου, αξίζει η έρευνά του Thede Kahl «Die Zagóri-Dörfer in Nordgriechenland: Wirtschaftliche Einheit – ethnische Vielfalt» στο Ethnologia Balkanica 3, Münster / New York 1999, σελ. 103-119.

      Μια πρόσφατη διδακτορική διατριβή, για το τοπωνυμικό της περιοχής του Ζαγορίου, ο συγγραφέας της οποίας, επί συνόλου 3.504 μικροτοπωνυμίων που ανήκουν σε 42 χωριά (35 ελληνόφωνα και 7 βλαχόφωνα), βρήκε αμιγώς ελληνικά, περίπου μόνο τα μισά μικροτοπωνύμια (1800 ή 51,4 %). Από τα υπόλοιπα, τα 505 ή 14,4% είναι βλάχικα (αρομούνικα), τα 444 ή 12,7% σλάβικα, τα 235 ή 6,7% αλβανικά και τα 190 ή 5,4% τούρκικα. (Κων. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991, σ. 754)

      Υπάρχει τέλος και μία άλλη μικρή ομάδα Βλάχων στην Ελλάδα, οι Βλαχομογλενίτες, οι οποίοι κατοικούσαν στη βόρεια Ελλάδα (κυρίως στον νομό Πέλλας) και στην πλευρά των Σκοπίων (Γευγελή). Ο Konstantin Jirecek, λόγω και των ασιατικών χαρακτηρηστικών ορισμένων από αυτούς, θεωρούσε τους Βλαχο-Μογλενίτες (ή Μεγλενορωμάνους) ως απόγονους Βλάχων που αναμίχθηκαν με Πετσενέγους (τουρκο-μογγολικό φύλο), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο τον 1ο τον Κομνηνό, το 1091. Η περιοχή ήταν γνωστή ως Καρατζόβα στην Οθωμανική περίοδο και σήμερα λέγεται Αλμωπία. Ο Gustav Weigand, γνωστός ρωμανολόγος και βαλκανολόγος, και ο George Murnu, πίστευαν ότι οι Μεγλενο-Ρωμάνοι ήταν απόγονοι στρατιωτών της Βλαχο-Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας που βρήκαν καταφύγιο στα Μογλενά, αλλά ο Jirecek ήταν αντίθετος με αυτή την άποψη.

      Σήμερα, δεν αρνούμαστε ότι οι Βλάχοι (τουλάχιστον αυτοί της Ελλάδας αλλά και πολλοί των Σκοπίων και της Αλβανίας) έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση και μάλιστα έχουν προσφέρει πολλούς ευεργέτες στο ελληνικό έθνος (Αβέρωφ, Τοσίτσας, Ζάππας, Σούτσος, Σίνας, Αρσάκης, κ.α.). Την προσήλωση των Βλάχων των Σκοπίων στον ελληνισμό για παράδειγμα επισημαίνει και ο Σκοπιανός ιστορικός Bitoski, ο οποίος αναφέρει ότι: «Αυτοί οι Βλάχοι, βαθμιαία καθίστανται η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητροπόλεως Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής Ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία της πόλης του Μοναστηρίου ήταν κατά τα μέσα του 19ου αιώνα σε ελληνικά χέρια…».

      Είδαμε τι είπε ο Bitoski για τους Βλάχους των Σκοπίων. Ας δούμε κάτι εδώ σχετικά με την καταγωγή του Ιουστινιανού. Οι Έλληνες όπως είπαμε ισχυρίζονται ότι οι Βλάχοι είναι οι απόγονοι ελληνικών αυτόχθονων πληθυσμών που λατινοφώνησαν. Εκτός από τους Έλληνες, υπήρξαν όμως στα Βαλκάνια και άλλοι πληθυσμοί που λατινοφώνησαν, διαφορετικής καταγωγής, όπως π.χ. αρκετοί Ιλλυριοί. Θα μπορούσε για παράδειγμα ένα ποσοστό των Βλάχων να είναι απόγονοι Ιλλυριών που λατινοφώνησαν. Αν λέγαμε κάτι τέτοιο, οι Έλληνες θα έλεγαν ότι κάνουμε αλβανική προπαγάνδα. Ωστόσο, οι πηγές λένε ότι θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Ρώσος ιστορικός Μ. Β. Λεφτσένκο για παράδειγμα γράφει: «Ο Ιουστινιανός ήταν ανιψιός του Ιουστίνου και καταγόταν από οικογένεια Ιλλυριών αγροτών που ζούσαν κοντά στους Σκοπούς (Σκόπια), στα σύνορα Μακεδονίας και Αλβανίας, στο τμήμα του Ιλλυρικού, όπου μιλούσαν ακόμα τη λατινική γλώσσα.» (Ιστορία του Βυζαντίου, έκδ. 1952, σελ. 61-62)

      Υπάρχει λοιπόν μία θεωρία ότι ο Ιουστινιανός και πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Δαρδανίας μιλούσαν βλάχικα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία το πραγματικό όνομα του Ιουστινιανού ήταν ‘Ουπράβδα’, το όνομα του πατέρα του ‘Ιστόκ’ (κατ’ άλλους ‘Σαββάτιος’) και της μητέρας του ‘Βιγλενίτζα’. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μη γνωρίζοντας βλάχικα, νόμιζε ότι τα ονόματα αυτά ήταν σλαβικά, και έτσι θεώρησε τον Ιουστινιανό σλαβικής καταγωγής. Αλλά όμως οι Σλάβοι δεν είχαν έρθει ακόμα στα Βαλκάνια. Το όνομά του και τα ονόματα των γονέων του, ετυμολογούνται από τα Βλάχικα. Το ‘Ουπράβδα’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘πράβντα’ που σημαίνει ‘ισχυρός, δυνατός’. Το ‘Ιστόκ’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘ίτσκου’ (αναγραμματισμένη) που σημαίνει ‘δυνατός, ανδρείος’. Το ‘Βιγλενίτζα’ ετυμολογείται από τη βλάχικη λέξη ‘βίγλα’ που σημαίνει ‘σκοπός, φύλακας’.

      Ας δούμε τώρα ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα με μαρτυρίες Βλάχων από το Κρούσεβο (Krushevë) και το Μοναστήρι των Σκοπίων. Σύμφωνα με το αλβανικό πρακτορείο iliria, ο Σύλλογος “Kongresi i Bashkimit” (Συνέδριο της Ένωσης) που έχει έδρα στο Μοναστήρι αντέδρασε εναντίον της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας των Βλάχων, η οποία δήλωσε ότι οι Βλάχοι του Κρουσόβου και της γύρω περιοχής είναι Έλληνες και η καταγωγή τους είναι καθαρά ελληνική. Τις τελευταίες ημέρες, η Ελληνική Ομοσπονδία των Βλάχων (οι οποίοι δηλώνουν ότι είναι Βλάχοι ελληνικής καταγωγής) έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία στην περιοχή, σχετικά με την ευαισθητοποίηση των Βλάχων της περιοχής του Κρουσόβου για να δηλώσουν Έλληνες. Στο ζήτημα αυτό δεν έχουν αντιδράσει ούτε τα σκοπιανά μέσα ενημέρωσης – όπως αναφέρει το δημοσίευμα.

      Ο αλβανικός σύλλογος “Kongresi i Bashkimit” ανακοίνωσε ότι οι πρώτες οικογένειες που έφθασαν στο Κρούσεβο είναι κυρίως αλβανικής καταγωγής και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αλλά, ένα μέρος από αυτούς ανήκουν στους εθνικά Βλάχους. «Οι οικογένειες που ζουν τώρα στην περιοχή του Κρουσόβου κατάγονται από τη νότιο Αλβανία και ζούσαν σε πεδινές περιοχές όπως είναι τα χωριά του Κρουσόβου: Nerova, belahan, Presilla, Vrbovci» δήλωσε ο Koço Haxhilega (Κότσο Χατζιλέγκα), 80 ετών που δήλωσε ότι είναι εθνικά Βλάχος.

      Αναφέρει μάλιστα, προς το αλβανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, ότι εκτός από τους Βλάχους στο Κρούσεβο (Krushevë) ζουν και Αλβανοί Ορθόδοξοι, οι οποίοι έχουν αναμιχθεί με τους Βλάχους με μικτούς γάμους.

      Ο Saim Islami (Σαΐμ Ισλάμι) 67 ετών και ο 90χρονος Karem Alili (Καρέμ Αλίλι) από τη Νερόβα του Κρουσόβου ισχυρίζονται ότι όλοι οι ηλικιωμένοι Βλάχοι του Κρουσόβου γνωρίζουν την αλβανική, όπως αυτή ομιλείται στο Ντεβόλ και στην Κορυτσά. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι οι Βλάχοι μαζί με κάποιες αλβανικές οικογένειες ήρθαν στην περιοχή αυτή μετά την πτώση του Αλή Πασά.

      Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία και έγγραφα που έχει ο σύλλογος “Kongresi i Bashkimit”, οι Βλάχοι του Κρουσόβου έλκουν καταγωγή από την Μοσχόπολη, το Βιθκούκι, το Ντεβόλ της Κορυτσάς, καθώς και από το Δέλβινο, Κολόνια και Γιάννενα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία του Koço Nica (Κότσο Νίτσα), Βλάχου από το Κρούσεβο, που είναι πρόεδρος μιας ένωσης Βλάχων στο Μοναστήρι:

      «Εμείς δεν είχαμε ποτέ σχέσεις με την Ελλάδα γιατί η καταγωγή μας είναι από τη Μοσχόπολη και την περιοχή της Κορυτσάς και αναγνωριζόμαστε τα Βλάχικα όπως και τα Αλβανικά» δήλωσε ο Νίτσα.

      Σύμφωνα, επίσης, με μάρτυρες οι Σλάβοι των Σκοπίων ήρθαν πολύ αργότερα στο Κρούσεβο και στη γύρω περιοχή και σε πολλές περιπτώσεις μετά απ’αυτό συνέβη η εγκατάλειψη των οικισμών από την πλειοψηφία των Βλάχων και των Αλβανών που μετοίκησαν στην πόλη των Σκοπίων και στο Μοναστήρι.

      Οι εκπρόσωποι της βλάχικης κοινότητας υποστηρίζουν ότι οι υποστηρικτές της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βλάχων είναι η μειοψηφία, και είναι χειραγωγημένοι και εργάζονται για τα ελληνικά και βουλγαρικά συμφέροντα. Να σημειώσουμε ότι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Βλάχων (της Ελλάδας) είναι η μόνη που δεν είναι μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Βλάχων και δεν μετέχει στις εκδηλώσεις της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα