Θεοφάνης Τάσης: «Ψηφιακός ανθρωπισμός»

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

altΠροδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θεοφάνη Τάση «Ψηφιακός ανθρωπισμός – Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη» που κυκλοφορεί στις 15 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Αρμός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Εντός της πληθωριστικής ελευθερίας που δημιούργησε η ψηφιακή επικοινωνία το εικονιστικό υποκείμενο νιώθει κουρασμένο και κορεσμένο από την πληθώρα των επιλογών. Καθώς η εκπλήρωση των επιθυμιών του, συνήθως άμεση και αβίαστη, προσφέρει μόνο βραχύβια ικανοποίηση δίχως ν’ απολήγει σε κάποιου είδους ολοκλήρωση το εικονιστικό υποκείμενο καταλήγει να επιθυμεί πλέον την επιθυμία μετεωριζόμενο σ’ ένα διηνεκές παρόν. Όμως αν η επιθυμία διαμορφώνει το μέλλον που συνιστά τον τόπο εκπλήρωσής της, τότε στην εικονιστική κοινωνία δεν απομένει παρά η νοσταλγία. Το μέλλον δεν υφίσταται πια ως ουτοπία του παρόντος. Σε αυτή την νοσταλγία τοκίζει αγανάκτηση ο αυταρχικός λαϊκισμός. Κηρύττοντας την αδύνατη επιστροφή σ’ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν επιχειρεί ν´ αναπληρώσει αυτή την απουσία ουτοπίας. Όσο το παρόν αποικίζει ταυτόχρονα το παρελθόν και το μέλλον τόσο θα μετεωριζόμαστε ως πρόσφυγες σε αυτό. Αυτό το αίσθημα του μετεωρισμού, ίδιον της ανεστιότητας, αναλαμβάνει να ικανοποιήσει η βιομηχανία τεχνών του βίου προτείνοντας στο εικονιστικό υποκείμενο ανάμεσα σε άλλα δίαιτες, στρατηγικές αυτοβοηθείας, πρακτικές διαλογισμού όπως το mindfullnes ή την ψηφιακή αποτοξίνωση σε ειδικά κέντρα (digital detox retreats). Διατυπώνοντας την προστακτική «βίωσε το παρόν» η βιομηχανία τεχνών του βίου επιτελεί ιδεολογική λειτουργία, διότι αποκρύπτει μια συστημική αδυναμία υποχρεώνοντας το εικονιστικό υποκείμενο να την βιώνει ως προσωπική ανεπάρκεια για την οποία είναι αποκλειστικά υπεύθυνο. Η εμπειρία του παρόντος ως «εδώ και τώρα» γίνεται μέρος ενός προτάγματος αυτοπραγμάτωσης συγκαλύπτοντας και νομιμοποιώντας την χρονικότητα που επιβάλλει η εικονιστική κοινωνία. Η αντιφατικότητα της προστακτικής αποκαλύπτεται άμεσα αν σκεφθούμε πώς βιώνεται το «εδώ και τώρα».

Σερφάροντας στα ψηφιακά μέσα το εικονιστικό υποκείμενο παραμένει ανυποψίαστο προς το βάθος της ψυχής και το εύρος του κόσμου. Βαθμιαία η ατομική και η ιστορική συνείδηση συρρικνώνονται. Αν αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο αντιλαμβανόμενοι τον εαυτό, τότε η απροθυμία να στρέψουμε την προσοχή στον εαυτό οδηγεί σε μια διαταραχή της αίσθησης του χρόνου.

Οι αισθήσεις βελονίζονται από ενημερώσεις και μηνύματα. Η πλήξη καταδιώκεται ανελέητα προκειμένου να μην αφουγκραστούμε και ως εκ τούτου να μην ασχοληθούμε αναστοχαστικά με τον εαυτό. Το «εδώ και τώρα» βιώνεται ως χρόνος διεγέρσεων. Στιγμιαία, διακεκομμένα. Η μνήμη δυσκολεύεται ν’ αναβιώσει πώς νιώσαμε μια στιγμή διότι δεν στρέφουμε την προσοχή σε όσα συμβαίνουν εντός και γύρω μας. Σερφάροντας στα ψηφιακά μέσα το εικονιστικό υποκείμενο παραμένει ανυποψίαστο προς το βάθος της ψυχής και το εύρος του κόσμου. Βαθμιαία η ατομική και η ιστορική συνείδηση συρρικνώνονται. Αν αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο αντιλαμβανόμενοι τον εαυτό, τότε η απροθυμία να στρέψουμε την προσοχή στον εαυτό οδηγεί σε μια διαταραχή της αίσθησης του χρόνου. Ο φαύλος κύκλος κλείνει με την διαταραχή της αίσθησης του χρόνου να διαταράσσει με την σειρά της την αίσθηση του εαυτού με συνέπεια ο βίος να κερματίζεται εντονότερα. Το εικονιστικό υποκείμενο μετεωρίζεται σ’ έναν κόσμο δίχως διάρκεια ή συνοχή πάσχοντας από ένδεια χρόνου και ψυχική σμίκρυνση. Γίνεται μικρόψυχο κοιτάζοντας σε οθόνες υψηλής ευκρίνειας τους επιμελώς σκηνοθετημένους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βίους των άλλων με την ζήλια του αόρατου. Δυσφορώντας στην αναμονή, επειδή δεν διαθέτει υπομονή, πλήττει αν διαμένει μονίμως σ’ έναν τόπο, σε μια σχέση, σε μια εργασία ή ανησυχεί για την πρόσκαιρη παραμονή σ’ αυτά βιώνοντας την παρουσία του μέλλοντος στο παρόν ως κρίση, επειδή η πληθωριστική ελευθερία δεν ευνοεί τα μακροχρόνια σχέδια, καθώς οι συνθήκες είναι ευμετάβλητες και το τίμημα της αποτυχίας υψηλό. Έτσι εντός της εικονιστικής κοινωνίας ευδοκιμεί η αναποφασιστικότητα που είναι συνδεδεμένη με την μη αποφασισιμότητα των περισσότερων προβλημάτων της πληθωριστικής ελευθερίας. Ωστόσο η μη αποφασισιμότητα επιτελεί επίσης μια θετική λειτουργία για την εικονιστική κοινωνία διευρύνοντας τον χώρο των πιθανών δράσεων συστέλλοντας όμως ταυτόχρονα τον διαθέσιμο χρόνο του εικονιστικού υποκειμένου. Η διερεύνηση των εναλλακτικών δράσεων έχει ως συνέπεια να σπανίζει ο χρόνος για την καλλιέργεια και την φροντίδα αυθεντικών διαπροσωπικών σχέσεων ούτως ώστε να προκρίνονται οι ψηφιακές σχέσεις ως ευκολότερες στην διαχείρισή τους.

Αλλά η αρχιτεκτονική των κοινωνικών μέσων δικτύωσης καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τις σκεπτόμαστε όσο και τα συναισθήματα που νιώθουμε σ’ αυτές. Αυτά αποζητώντας την ορατότητα της ψηφιακής εικόνας εαυτού επενδύουν στην «διασύνδεση» και την «κοινοποίηση» με συνέπεια την ομογενοποίησή τους. Αισθανόμαστε λιγότερο υπεύθυνοι ν’ απαντήσουμε σ’ ένα ομαδικό μήνυμα ή σε μια μαζική πρόσκληση και δείχνουμε μικρότερη εμπιστοσύνη στα σχόλια των διαδικτυακών φίλων έτσι ώστε να τους είμαστε λιγότερο αφοσιωμένοι. Οι ψηφιακές σχέσεις προσφέρουν ευελιξία και μικρότερη δέσμευση ελαχιστοποιώντας τις προσδοκώμενες από τους άλλους υποχρεώσεις προς αυτούς για την συντήρησή τους σε βάρος όμως της εγγύτητας. Τέλος, η αποθήκευση, επεξεργασία και, κυρίως, η πώληση σε τρίτους των δεδομένων που κοινοποιούνται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δείχνουν πόσο αφελής και απατηλή είναι η πεποίθηση ότι μπορεί κανείς απλώς να τα χρησιμοποιεί προς όφελός του δίχως να διακινδυνεύει την αυτονομία του. Η εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων αλλοιώνει τόσο τις κοινωνικές σχέσεις όσο επίσης την σχέση με τον εαυτό, διότι τα προσωπικά δεδομένα δεν ανήκουν στον εαυτό όπως ένα αντικείμενο, αλλά όπως μάς ανήκει ένα μέλος του σώματος. Έτσι η απώλεια του ελέγχου επί των προσωπικών δεδομένων, δηλαδή, το να μην γνωρίζουμε ποιος τα διαθέτει και για ποιον σκοπό τα επεξεργάζεται συνιστά έναν σημαντικό κίνδυνο για την αυτονομία μας.

altΥπό το φως των προηγουμένων ίσως έγινε κάπως σαφέστερο ότι η ψηφιακή τεχνική στην εικονιστική κοινωνία δεν είναι απλώς εργαλείο, αλλά περιβάλλον νοηματοδότησης του βίου μέσω της διεκδίκησης της αναγνώρισης όχι του εαυτού, αλλά της ψηφιακής εικόνας του. Η εικόνα εαυτού στο διαδίκτυο αποκαλύπτει και συγχρόνως αποκρύπτει τον εαυτό από τον ίδιο και τους άλλους. Συχνά αντικαθιστά τον εαυτό μετατρεπόμενη σε είδωλο, δηλαδή, αυτονομείται από το εικονιστικό υποκείμενο το οποίο ως ειδωλολάτρης την επιμελείται εις βάρος του ενσώματου εαυτού. Κατά την λατρεία της καθίσταται επιμελητής στην έκθεση του βίου του. Επιλέγει ρούχα, μουσική, ταξίδια, αθλήματα, γαστρονομία και διατροφή δραματουργώντας τον βίο ως μια διαρκή παράσταση για ένα ψηφιακό κοινό, δηλαδή, τους διαδικτυακούς φίλους και ακολούθους, προκειμένου να διεκδικήσει την ορατότητα της εικόνας εαυτού. Ορατότητα εδώ σημαίνει εξασφάλιση της προσοχής. Στην εικονιστική κοινωνία η συγκέντρωση της προσοχής σπανίζει λόγω του πληθωρισμού των πληροφοριών και των επιλογών που παράγει η βιομηχανία τεχνών του βίου με συνέπεια να καθίσταται αγαθό. Προκειμένου να κερδηθεί η προσοχή η εικόνα εαυτού πρέπει να διαθέτει συγκινησιακό φορτίο. Σε αυτή την οικονομία της προσοχής το να είναι κανείς αυθεντικός αποτελεί την νέα κατηγορική προσταγή η οποία επιβάλλεται κοινωνικά. Το εικονιστικό υποκείμενο επιδιώκει την αυθεντικότητα εντός της πληθωριστικής ελευθερίας ως επί το πλείστον σκηνοθετώντας τον εαυτό ως εικόνα. Επιμελείται τα ποικίλα προφίλ του στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης επιχειρώντας ν’ αναδείξει την μοναδικότητά του. Ειρωνικώς, προφίλ πριν την εικονιστική κοινωνία είχαν μόνο οι εγκληματίες. Αλλά παρά την ηδονή που προσφέρει η σκηνοθεσία του βίου ως διαρκή ροή ψηφιακών βίντεο και φωτογραφιών το εικονιστικό υποκείμενο δυσκολεύεται ν’ ανακαλέσει στην μνήμη την αίσθηση μιας εμπειρίας διότι την βίωσε κυρίως εξεικονίζοντάς την, δηλαδή με αναφορά την διεκδίκηση της προσοχής των άλλων. Καταφεύγει λοιπόν στην κοινοποιημένη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξεικόνιση της εμπειρίας για να την αναβιώσει. Όμως ανακαλώντας εμπειρίες ως αναρτημένες ψηφιακές εικόνες, τις οποίες έχει επιμεληθεί, και υπό αυτή την έννοια ηθελημένα ή αθέλητα λογοκρίνει, αποβλέποντας στην μεγέθυνση της ορατότητάς του από τους άλλους, δεν τις αναβιώνει παρά ως εργαλεία διεκδίκησης αναγνώρισης. Ως προσφορά για το είδωλό του, δηλαδή όχι ως μεστές νοήματος στιγμές σ’ έναν τόπο παρά ως άχρονες σκιές στο ψηφιακό σπήλαιο του διαδικτύου. Τοιουτοτρόπως η κατηγορική προσταγή για αυθεντικότητα στην πληθωριστική ελευθερία οδηγεί στην αναυθεντικότητα καθιστώντας το εικονιστικό υποκείμενο ταυτόχρονα θύτη και θύμα της εικόνας εαυτού. Το ψηφιακό προφίλ στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, όπου αυταπατάται πως εξαπατά τους άλλους σκηνοθετώντας την ειλικρίνειά του προκειμένου να την αποφύγει, είναι τόπος εγκλήματος και λατρείας όπου τιμωρία και λύτρωση ταυτίζονται.

Η υποχώρηση της σημασίας της αφής στην καθημερινότητα συγκαθορίζεται από την αύξηση της σημασίας της όρασης στην επικοινωνία. Αλλά η ενσυναίσθηση, το συγχωρείν, όπως επίσης η ικανότητα ν´ αγαπούμε, μαθαίνονται και βιώνονται εξ απαλών ονύχων μέσω συναισθημάτων, δηλαδή, σωματικά.

Έτσι αγγίζει συχνότερα οθόνες και σπανιότερα τους άλλους ή το σώμα του. Κατ´ αυτό τον τρόπο ολοένα και λιγότερα το αγγίζουν. Αλλά το εικονιστικό υποκείμενο θέλει να το αγγίξουν και ν´ αγγίξει τους άλλους. Ωστόσο, καθώς συγκινείται δυσκολότερα, επιδίδεται αγχωδώς στην διαρκή αναζήτηση πάσης φύσεως εμπειριών τις οποίες θα κοινοποιήσει στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης προκειμένου να συγκινηθεί από την υποδοχή τους. Το εικονιστικό υποκείμενο έχει ψυχική υποθερμία εξού και αποζητά διαρκώς συγκίνηση. Στις διαπροσωπικές σχέσεις δανείζεται αβίαστα οικειότητα υποθηκεύοντας μακροπρόθεσμα την εγγύτητα. Η κοινοποίηση της προσωπικής εμπειρίας συνοδεύεται από την εντεινόμενη ατροφία της ενσυναίσθησης, δηλαδή, την ικανότητα να συναισθανθεί και να συμπονέσει τον άλλον αναγνωρίζοντας την εμπειρία του. Ως εκ τούτου δυσκολεύεται να τον συγχωρήσει καθώς ενδόμυχα λαχταρά να συγχωρήσει τον ανέγγιχτο εαυτό του. Η υποχώρηση της σημασίας της αφής στην καθημερινότητα συγκαθορίζεται από την αύξηση της σημασίας της όρασης στην επικοινωνία. Αλλά η ενσυναίσθηση, το συγχωρείν, όπως επίσης η ικανότητα ν´ αγαπούμε, μαθαίνονται και βιώνονται εξ απαλών ονύχων μέσω συναισθημάτων, δηλαδή, σωματικά. Καθώς η επικοινωνία γίνεται λιγότερο ενσώματη συντελούμενη ως επί το πλείστον ψηφιακά, η κοινή πραγματικότητα στην εικονιστική κοινωνία εξασθενεί. Η θερμοκρασία των διαπροσωπικών σχέσεων σημειώνει πτώση και η υφή του ατομικού, όπως επίσης του κοινωνικού χρόνου, λειαίνει αδιάλειπτα, δηλαδή, τα γεγονότα πυκνώνουν και εξαϋλώνονται ψηφιοποιούμενα προτού προλάβουν να σχηματιστούν προσωπικές και πολιτικές αφηγήσεις ικανές να δημιουργήσουν βιογραφίες και ιστορία. Ως συνέπεια αυτών ο εαυτός και η κοινωνία αραιώνουν σχηματίζοντας την αδιαφάνεια του παρόντος.

bookpress.gr

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Η αλήθεια για τον σημερινό άνθρωπο της Δύσης είναι όπως τον περιγράφει ο Θεοφάνης Τάσης: Ένας άνθρωπος “με ψυχική υποθερμία”.

    Η σκέψη που κυριαρχεί στη «μεταμοντέρνα» εποχή μας, επειδή «αποδόμησε» τις «αξίες» της «Μοντερνικότητας», βρίσκεται στον αντίποδα της σκέψης του Διαφωτισμού. Έτσι και ο ανθρωπολογικός τύπος που διαμορφώνει η σκέψη του Αντι-Διαφωτισμού είναι το αντίθετο του γεμάτου από θυμική ψυχική ενέργεια «Ατόμου». Βρίσκεται δηλαδή στον αντίποδα του «θεληματικού» ανθρώπου, και έτσι ταυτίζεται με τον «απαθή» άνθρωπο της Ανατολής, τον «δουλοπρεπή», τον «συμμορφωμένο».

    Το αντίθετο του Ατόμου που βλέπει εχθρικά την Κοινωνία δεν είναι αυτός που την αγαπάει αλλά αυτός που χάνεται μέσα στο όλον, αυτός που χάνει την υπόστασή του ως όν επειδή ως αληθινή ύπαρξη νοηματοδοτείται η εικόνα του συνόλου. Η ατομική υπόσταση γίνεται σαν τη ψηφίδα ενός μωσαϊκού, δεν υπάρχει αυτοτελώς, ζει σαν αντιπρόσωπος της Ολότητας.
    Γράφει ο Θ. Τάσσης: Η ψηφιακή τεχνική «είναι περιβάλλον νοηματοδότησης του βίου», δηλαδή αποτελεί νέο Νόημα για τον τρόπο ψυχικής ύπαρξης. Επειδή για τη σκέψη μας πραγματικό είναι μόνον αυτό που ορίζεται με κοινωνικό Νόημα, η σημερινή κοινωνική επιταγή ορίζει να μην αναγνωρίζεται αληθινός ο εαυτός αλλά η ψηφιακή εικόνα του. Έτσι, με τα λόγια του ΘΤ, η εικόνα του εαυτού «αυτονομείται από το εικονιστικό υποκείμενο το οποίο ως ειδωλολάτρης την επιμελείται εις βάρος του ενσώματου εαυτού».

    Η «πολυπολιτισμική» κοινωνία έγινε ανατολίτικη, δεν θέλει Άτομα «πλήρη θυμού», τα θέλει «άθυμα», για να τα χειραγωγεί με τον τρόπο της Καθολικής Εκκλησίας στον Μεσαίωνα. Δεν διαφέρει πολύ ο θρησκόληπτος από τη θρησκεία της «σέλφυ». Οι νυφούλες, ανά τον κόσμο, που φωτογραφίζονται ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους για να εντυπωσιάσουν, μοιάζουν με μεσαιωνικούς προσκυνητές που ρισκάριζαν για να φτάσουν στους άγιους τόπους. Αντί να βιώνουμε τον τρόπο βίου μας, γράφουμε εκθέσεις για το πώς τον φανταζόμαστε: Ο άνθρωπος έγινε «επιμελητής στην έκθεση του βίου του», σαν να σκηνοθετεί ένα «δραματοποιημένο» ντοκυμαντέρ, δραματουργώντας τον βίο ως μια διαρκή παράσταση για ένα ψηφιακό κοινό.

    Δεν φταίει όμως μόνο που «υποχώρησε η σημασία της αφής» για το γεγονός ότι χάσαμε την ικανότητα να αγαπάμε, που «μαθαίνεται και βιώνεται εξ απαλών ονύχων μέσω συναισθημάτων, δηλαδή σωματικά». Φταίει που χάσαμε τα Πάθη, το Θυμικό μέρος της ψυχής, από το οποίο γεννιέται η Αγάπη.
    Δεν φταίει συνεπώς για την ατροφία του Θυμικού, για το ότι καταντήσαμε ψηφίδες μωσαϊκού μόνο η ψηφιακή τεχνική, αλλά ολόκληρος ο νέος κόσμος Σημασιών και Παραστάσεων.
    Το «εικονιστικό υποκείμενο» που «έχει ψυχική υποθερμία» είναι μία από τις πλευρές της «ατροφίας ενσυναίσθησης», της δυσκολίας για συγκίνηση. «Η θερμοκρασία των διαπροσωπικών σχέσεων σημειώνει πτώση» όχι μόνο επειδή η κοινωνία έγινε εικονιστική, αλλά επειδή έγινε Μεσαιωνική.
    Και χωρίς να «επιμελούνται το προφίλ» τους, οι άνθρωποι έχασαν την πίστη στις σχέσεις, δεν έχουν πια νόημα οι «δεσμεύσεις» και οι «υποχρεώσεις».
    Δεν είναι η τεχνολογία, «η αρχιτεκτονική των κοινωνικών μέσων δικτύωσης» που «καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε τις σχέσεις και τα συναισθήματα που νιώθουμε μέσα στις σχέσεις». Είναι η νέα δυτική κοινωνία ως νέος «φαντασιακός κόσμος» που διαμορφώνει νέα σκέψη και, συνεπώς, νέο τρόπο ψυχικής ύπαρξης, νέο Βίο.
    Δεν συμβαίνει μόνο από πλήξη που εμποδιζόμαστε να «ασχοληθούμε αναστοχαστικά με τον εαυτό». Μικρόψυχος είναι ο νέος ανθρωπολογικός τύπος που προκύπτει από τη νέα, αντι-διαφωτιστική, δυτική σκέψη. Το φαινόμενο αυτό ίσως εντείνεται «κοιτάζοντας σε οθόνες υψηλής ευκρίνειας τους επιμελώς σκηνοθετημένους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βίους των άλλων».

    Ο «ανθρωπισμός» υπήρξε ιδεολογία του Διαφωτισμού που πήγαινε χέρι-χέρι με τη Σημασία του «πολιτισμού» ως Προόδου χάρις στον «αστικό εκσυγχρονισμό». Σήμερα που παγκοσμιοποιήθηκε ο «πολιτισμός» ως «εκσυγχρονιστικός ανθρωπισμός» δεν χρειάζεται θεληματικά άτομα αλλά τη μειωμένη ψυχική θερμοκρασία που ταιριάζει στον γενικευμένο κομφορμισμό.

    Ένα πράγμα είναι λοιπόν ο «Ψηφιακός ανθρωπισμός» του ΘΤ και άριστα τον περιγράφει. Ένα άλλο πράγμα είναι η γενικότερη στροφή της δυτικής κοινωνίας στον ανατολίτικο τρόπο βίου. Και αυτό επειδή ταιριάζει με τον αριστερό λαϊκισμό δεν φαίνεται καθαρά στα μάτια όσων θέλουν να βλέπουν μόνο τον «αυταρχικό λαϊκισμό» που «τοκίζει αγανάκτηση» στη νοσταλγία σαν το μόνο που απέμεινε στη δυτική κοινωνία, «κηρύττοντας την αδύνατη επιστροφή σ’ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν».
    Η «αντιδεξιά» οπτική έχει τα ίδια όρια με τη «δεξιά», δεν βλέπει την πραγματική Κοινωνία, τον τρόπο-επίπεδο όπου συμβαίνει η διαμόρφωση της ψυχικής μας ύπαρξης. Η «βιομηχανία των τεχνών του βίου» δεν βρίσκεται υπεράνω της Κοινωνίας. Δεν υπάρχει ένα «πνεύμα καπιταλισμού» έξω από τη διάσταση της κοινωνικής μας ύπαρξης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα