Η Συμφωνία των Πρεσπών από διεθνολογικής απόψεως

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Δημήτριος Ψωμιάδης

Πολιτικός Επιστήμων,  φοιτητής Msc. International Relations-University of Amsterdam

Εικόνα 1.  Η Μακεδονία του Φιλίππου

Η χρόνια διαμάχη μεταξύ της Ελλάδος και της Π.Γ.Δ.Μ. αποτελούσε ένα από τα ακανθώδη διμερή ζητήματα που δυναμίτιζαν την περιφερειακή σταθερότητα της χερσονήσου του Αίμου.

Καθώς περνούσαν οι δεκαετίες και οι αιώνες, η αστάθεια και η ανισορροπία, συνέθεταν το βασικότερο χαρακτηριστικό αυτής της νοτιανατολικής πτέρυγας της Ευρώπης. Η επικυριαρχία της Μακεδονίας ήταν από τα βασικά επίδικα της διαμάχης τοπικών και μεγάλων δυνάμεων. Οι νικηφόροι πόλεμοι του 1912-13 επέλυσαν εν πολλοίς και παγίωσαν μια νέα αρχιτεκτονική συνόρων που υπεστήριζε και αντικατόπτριζε μια πραγματικότητα ιστορικής αποδοχής και αλήθειας. Σε γενικές γραμμές η κατάσταση παρέμεινε αναλλοίωτη έως την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού το 1989-1991. Το τι έγινε από τότε έως τώρα είναι γνωστά και τόνοι μελάνης έχουν χυθεί για την ανάλυση των λαθών και παλινδρομήσεων της ελληνικής πλευράς. Αυτό που ενδιαφέρει το παρόν άρθρο είναι για ποιους λόγους, η Ελλάδα όντας ο ισχυρός παίκτης αναγκάστηκε να ενδώσει και να νομιμοποιήσει τον «μακεδονικό» επεκτατισμό και μια εξόφθαλμη και κατάφωρη παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας.

Είναι σαφές πως η Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ), της οποίας η χώρα είναι μέλος από το 1952, επιζητούσε την ένταξη όλων των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών στους κόλπους της, ώστε να «σφραγίσει» την περιοχή από την ρωσική επιρροή. Είναι ένα ζητούμενο απολύτως ευθυγραμμισμένο και θεμιτό με τα συμφέροντα της ηγέτιδας δύναμης αυτού του συνασπισμού. Μια από αυτές τις χώρες ήτο και η Π.Γ.Δ.Μ. Πως όμως έπρεπε η Ελλάδα να συγκεράσει αυτόν τον στόχο ενώ συγκρουόταν με τα ίδια εθνικά της συμφέροντα; Μέχρι το 2018, απλώς διαπραγματευόταν τους καλύτερους δυνατούς όρους με τον βόρειο γείτονά της, χωρίς βεβαίως κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, λόγω μιας αδιάλλακτης ηγεσίας εκεί. Γιατί η Ελλάδα ανεγνώρισε «μακεδονική» γλώσσα, εθνικότητα και υπαναχώρησε από την απαρέγκλιτη εφαρμογή του erga omnes δεν γνωρίζουμε. Για την απάντηση δυστυχώς έχουμε μόνο ενδείξεις και όχι στοιχεία, οι οποίες εκκινούνται από επίμονες πιέσεις εξωτερικών δυνάμεων έως της σκόπιμης βλάβης των εθνικών συμφερόντων. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αποκαλύψει την αλήθεια, διότι αν και η ‘‘αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί’’ ουδέν κρυτπόν υπό τον ήλιον. Η υπογραφή και μόνον της Συμφωνίας στο χωριό Ψαράδες, όπου το 1949 ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης υπεσχέθη ‘‘την ένωση της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο, ισότιμο μακεδονικό κράτος μέσα στη λαϊκοδημοκρατική ομοσπονδία των βαλκανικών λαών, που είναι η δικαίωση των πολύχρονων αιματηρών αγώνων του”, γεννά πολλές υποψίες.

Κατά την θεωρία του ρεαλισμού τα κράτη επιδιώκουν την επίτευξη των συμφερόντων τους ως την μόνη καθοδηγητική προσταγή στο διεθνές πεδίο. Η Εθνική Ασφάλεια είναι προϋπόθεση για την Ελευθερία και Ανεξαρτησία του. Ένα κράτος για να απολαύει αυτών των αγαθών θέτει σε συνέργεια όλους τους συντελεστές ισχύος του. Επίσης, κατά την θεωρία, το κράτος επιχειρεί να καταστήσει τα ζωτικά του συμφέροντα σεβαστά και κυρίως, εφαρμόσιμα εν σχέσει προς τους άλλους δρώντες του διεθνούς συστήματος. Το μέσον δια του οποίου εξασφαλίζονται τα ανωτέρω είναι η ισχύς, το νόμισμα της διεθνούς πολιτικής. Ποια όμως είναι η οντολογική φύση των διακρατικών σχέσεων. Η σύγχρονη εποχή έθεσε αυτήν την σχέση επί τη βάσει της ισότητας, καλής γειτονίας και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Στον αντίποδα, η αρχαία ελληνική θεώρηση, όπως εκφράστηκε από τον Θουκυδίδη ήταν ότι «κατά την ανθρώπινη λογική μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο όταν και τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ και ότι οι ισχυροί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και το αποδέχονται» (Θουκυδίδης, Ε 89). Αναντιλέκτως, αυτή είναι η έσχατη και η στοιχειακή αλήθεια, το μόνο σταθερό και αντλήσιμο δίδαγμα της Ιστορίας. Η συνέχεια ενός έθνους δεν τεκμαίρεται από την καταγωγή μόνο, αλλά κυρίως από πιστή και απαρέγκλιτη τήρηση απεσταγμένων αληθειών τέτοιας φύσεως και διιστορικού βάρους.

Συνεπώς, η Ελλάδα έδρασε ωσάν ο αδύναμος και υποχωρών παίκτης αυτής της διαμάχης. Έτσι θα αποτελεί ένα παράδειγμα-απόκλιση από την ρεαλιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων η στάση μας αυτή. Είναι αδήριτη ανάγκη πως τα Σκόπια πρέπει να υπάρχουν ως αναχωματικό κράτος, ενδιάμεσα της υπερφιλόδοξης Αλβανίας και της ιστορικώς εχούσης βλέψεις επί της χώρας, Βουλγαρίας. Είναι προς το ύψιστο συμφέρον της χώρας να διατελεί σε ειρηνικές και ομαλές σχέσεις με την γείτονα. Πως όμως, η Συμφωνία προάγει την ευστάθεια και μακροημέρευση του γειτονικού κράτους; Η ένταξη στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς δεν αποτελεί πανάκεια. Εξάλλου, η ταραγμένη και πολύπλοκη πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τεκμήριο περί όχι του αντιθέτου αλλά περί μιας απροσδιόριστης δυναμικής με ανοικτό τέλος. Γνωρίζουμε αρτίως πως για να καταστήσει σεβαστή και αξιόπιστη την άποψη και θέση του ένα κράτος πρέπει να διακατέχεται από μια χαλύβδινη πολιτική βούληση, εξυπηρετούσα τους τεθέντες εθνικούς στόχους, μα και ταυτοχρόνως ελαστική ως προς τα διατεθέντα μέσα και μεθόδους.

Η Συμφωνία πλήττει ανεπανόρθωτα την φήμη (reputation) της χώρας, στο επίπεδο της σοβαρότητας και επιμονής της για αποτροπή προς πάσα κατεύθυνση. Διότι τι νόημα έχει να πασχίζεις απορρίπτεις για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα την μη αποδοχή ενός ψεύδος και μέσα σε ελάχιστο διάστημα να υπαναχωρείς και να αποδέχεσαι με νομικίστικους μανδαρινισμούς αυτά που μέχρι χθες απέρριπτες μετά βδελυγμίας, δηλαδή τον «μακεδονισμό» των Σκοπίων. Πως η Ελλάδα θα συνεχίσει να απορρίπτει τους πάγιους ισχυρισμούς της Τουρκίας, όντας υποχωρούσα έναντι του αδύναμου γειτονικού κρατιδίου; Σε επίπεδο αξιοπιστίας χάσαμε. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ποια είναι τα οφέλη της χώρας; Μόνο «νεφελοδρόμοι» ισχυρίζονται πως κερδίσαμε την ιστορική ελληνικότητα της Μακεδονίας και αποσοβήσαμε την τουρκική διείσδυση στα Σκόπια.

Ο κ. Μέρτζος αναφέρει πως «Το Μακεδονικό Ζήτημα είναι αμιγώς πολιτικό ζήτημα. Το δημιούργησαν και το αξιοποιούν ξένες ισχυρές Δυνάμεις με πολιτικό σκοπό να ελέγξουν τον κρίσιμο γεωπολιτικό χώρο της Μακεδονίας και τη συνείδηση των Μακεδόνων»  (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Το Μακεδονικό σ. 9).

Έτσι, με την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας και ταυτότητας (άρθρο 1 παρ.3 εδ. β΄ και γ΄) και ιδίως με το άρθρο 7 όπου, «Τα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά», η Ελλάδα νομιμοποιεί την επιτομή του «Μακεδονισμού» των Βουλγάρων και του Τίτο όπως αυτός υπάρχει από τον 19ο αιώνα έως τώρα.

Ας θυμηθούμε τι έγραφε ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Τέλος, αν τα Σκόπια δεν αποτελούν απειλή αυτή τη στιγμή, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει και να εγγυηθεί, ιδιαίτερα μέσα στις σημερινές συνθήκες ρευστότητος και αστάθειας, ποιοι συνδυασμοί δυνάμεων θα προκύψουν στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον, στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Αν αυτές οι δυνάμεις θελήσουν να χρησιμοποιήσουν και πάλι το “Μακεδονικό”, όπως το έκαναν στο παρελθόν, γιατί η διεθνής κοινότης θα πρέπει να τους έχει δώσει, εκ των προτέρων, έναν τίτλο νομιμότητος για να το πράξουν;»[1]. Μόλο που δεν τους έδωσε αυτόν τον τίτλο η διεθνής κοινότητα αλλά δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση.

Κλείνοντας, το ζήτημα της ονομασίας θέτει ερωτήματα που άπτονται ευρύτερων στοχεύσεων και πορείας της χώρας. Έχει η Ελλάδα στρατηγικό όραμα; Πως αντιλαμβάνεται και τον εαυτό της εντός του νέου διεθνούς συστήματος και πως φιλοδοξεί να διαδραματίσει ρόλο; Αυτά είναι τα μείζονα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσει η χώρα αν επιζητεί την συνέχιση της πορείας της στο διάβα του 21ου αιώνος. Έχω την γνώμη πως οι κρατούντες στερούνται όχι μόνο οράματος αλλά και στοιχειώδους γνώσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Αυτή η συμφωνία ήταν όχι προϊόν επεξεργασίας στοχεύουσας στην εθνική ασφάλεια, παρά μάλλον ένα κέλευσμα επιτέλεσης αλλότριων συμφερόντων, έτι περαιτέρω δεν εξυπηρετεί κάποιον εσωτερικής πολιτικής φύσεως σκοπό εφ’ όσον η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών είναι αντίθετη, αλλά ούτε και εξωτερικής φύσεως απ’ την στιγμή που δεν συνάδει με τα καλώς εννοούμενα εθνικά συμφέροντα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών θα καταστεί προάγγελος δεινών στο εγγύτατο κιόλας μέλλον, «ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει.» (Θουκυδίδης, 2.12.4).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  1. [1] Αρχείο Κων/νου Καραμανλή, τομ. 12ος, σελ. 618, και 625-626. (10/4/1991)

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα