Η σοφία της φθοράς

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

του Γιάννη Παπαδάκη*

Σε προηγούμενα άρθρα περιγράψαμε πώς η ελληνότροπη σκέψη γεωμετρεί διαχρονικά πάνω στα φαινόμενα αναζητώντας και αποκαλύπτοντας μια ανώτερη -συχνά κρυμμένη- αληθεύουσα αρμονία [1], [2], [3]. Σκοπός μας εδώ είναι να εφαρμόσουμε αυτές τις ιδέες για να γεωμετρήσουμε ελληνότροπα πάνω στη σοφία της φθοράς, βασιζόμενοι στον πιο γενικό ορισμό που μπορούμε να δώσουμε και στις δύο αυτές έννοιες.

Επιστημονικά μιλώντας, στην πιο πλατιά εκδοχή της, η έννοια της φθοράς προκύπτει από τον Β’ Νόμο της Θερμοδυναμικής ο οποίος αναφέρει ότι ο βαθμός αταξίας ενός ενεργειακά κλειστού συστήματος -η εντροπία του- αυξάνει με τον χρόνο. Αν και αρχικά θα θεωρήσουμε τη φθορά συνώνυμη με την εντροπία, θα τη γενικεύσουμε περαιτέρω έτσι ώστε να εξάγουμε συμπεράσματα χρήσιμα και στο συνειδησιακό πεδίο.

Ακόμα και στις ανώτατες ακαδημαϊκές βαθμίδες, έννοιες όπως εντροπία και αταξία, αν και συχνά αποτελούν μέρος του τεχνικού «αλφάβητου», η κατανόησή τους δεν φτάνει στο βάθος εκείνο που απαιτεί μια βαθύτερη επιστημονική ή φιλοσοφική ανάλυση. Συχνά δε, οδηγούμαστε σε παρεξηγήσεις και παρανοήσεις που μετά δύσκολα αναιρούνται. Ενώ συχνά αναφέρουμε πχ. ότι το σπάσιμο ενός βάζου οδηγεί σε μεγαλύτερη εντροπία και αταξία (κάτι που είναι σωστό), δεν αναφέρουμε ότι το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και κατά την κατασκευή του ή την επιδιόρθωσή του (…αν αυτή είναι δυνατή!) Γενικότερα και οι τρεις διαδικασίες (κατασκευή/σπάσιμο/επιδιόρθωση) οδηγούν σε αύξηση της εντροπίας και της αταξίας.

Με άλλα λόγια, η εντροπία και η αταξία αυξάνονται ακόμα και όταν κάτι δεν «σπάει».

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της εντροπίας, ας φέρουμε στο νου μας ένα απλό πείραμα: πώς μια σταγόνα μελάνι διαχέεται μέσα σε ένα ποτήρι νερό. Στην αρχή, το μελάνι είναι συγκεντρωμένο σε μια πολύ μικρή περιοχή του νερού και διαδοχικά εξαπλώνεται (διαχέεται). Μετά από αρκετό χρόνο,  μας είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε το μελάνι από το νερό. Το χρώμα του υγρού είναι το ίδιο παντού, όλο το μελάνι έχει κατανεμηθεί ομοιόμορφα στο εσωτερικό του ποτηριού.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως το μελάνι έχει μοιραστεί «ακριβοδίκαια», με την έννοια ότι δεν υπάρχει μια υποπεριοχή του χώρου μέσα στο ποτήρι που να υστερεί σε ποσότητα μελανιού από κάποια άλλη. Με τεχνικούς όρους, η διάχυση του μελανιού συμβαδίζει με την αύξηση της εντροπίας, δηλαδή της αταξίας μέσα στο ποτήρι. Στο τέλος του πειράματος, το υγρό είναι σε κατάσταση μεγίστης εντροπίας, δηλαδή μεγίστης αταξίας. Πριν προχωρήσουμε, κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:

  • Λανθασμένη χρήση του όρου «αταξία» εύκολα οδηγεί σε παρανοήσεις. Αν πχ. δούμε το πείραμά μας από την πλευρά της κατανομής του μελανιού στο ποτήρι, στην αρχή υπάρχει άνιση κατανομή μελανιού στο χώρο (ασυμμετρία-ανομοιογένεια-«αταξία») ενώ στο τέλος υπάρχει μια τέλεια ομοιομορφία (συμμετρία-ομοιογένεια-«ευταξία»). Το μελάνι στο τέλος είναι «με τάξη» κατανεμημένο σε όλο το χώρο του ποτηριού. Συμπέρασμα: προσοχή στην χρήση του όρου «αταξία» για να μην οδηγηθούμε σε νοητικές συγχύσεις.
  • Το πείραμα δεν απαιτεί φως ή βαρύτητα για να εκτελεστεί, με την έννοια ότι το μελάνι στο νερό διαχέεται το ίδιο καλά στο σκοτάδι ή/και εν απουσία βαρύτητας.
  • Στο βίντεο [4] ο αναγνώστης μπορεί να δει θεαματικούς τρόπους με τους οποίους διαχέονται στο νερό μελάνια διαφόρων αποχρώσεων.

Το πείραμά μας χαρακτηρίζεται από τρεις φάσεις: (i) αρχική (σταγόνα μελάνι, ελάχιστη εντροπία/αταξία), (ii) μεταβατική (διάχυση μελανιού στο νερό, αύξουσα εντροπία/αταξία) και (iii) τελική (πλήρη ομοιομορφία του υγρού διαλύματος, μέγιστη εντροπία/αταξία). Ας δούμε την τελευταία φάση πιο αναλυτικά: καθώς μεταβαίνουμε στη φάση (iii), οποιαδήποτε υποπεριοχή του χώρου μέσα στο ποτήρι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να περιέχει τη συγκεκριμένη εκείνη ποσότητα μελανιού που της αναλογεί έτσι ώστε να επιτευχθεί ομοιομορφία. Καθώς το φαινόμενο τείνει προς την ομοιομορφία, οποιαδήποτε άλλη επιλογή χωρικής κατανομής για το νερό ή το μελάνι εκλείπει: ο Β΄ Νόμος της Θερμοδυναμικής δεν αφήνει περιθώρια ως προς αυτό.

Ονομάζουμε φθορά την ακάθεκτη αυτή μεταβατική πορεία από την ανομοιογένεια (χαμηλή εντροπία/αταξία) προς την ομοιογένεια (υψηλή εντροπία/αταξία). Αντιλαμβανόμαστε ότι η φθορά, όπως την ορίσαμε παραπάνω, είναι ένας ρυθμός, μια εξελικτική μετάβαση από μια (αναγκαστικά προγενέστερη) φάση χαμηλότερης εντροπίας σε μια (αναγκαστικά μεταγενέστερη) φάση υψηλότερης εντροπίας. Έχει λοιπόν νόημα να μιλάμε για ένα ρυθμό φθοράς, όσο και αν αυτός δεν είναι κάτι επαναλαμβανόμενο, όπως πχ. ο ρυθμός ενός εκκρεμούς. Πρόκειται για ένα ρυθμό αύξησης που λειτουργεί σε βάθος χρόνου και επισκιάζει όλους τους άλλους ρυθμούς, έστω και αν δε μπορούμε να τον μετρήσουμε επακριβώς. Είναι ο ρυθμός που στο τέλος καταλύει όλους τους άλλους ρυθμούς, όσο μετρήσιμοι ή προβλέψιμοι και αν είναι.

Για να το κατανοήσουμε αυτό, ας δούμε τι συμβαίνει όταν αντί για νερό θεωρήσουμε τον συμπαντικό χώρο και αντί για μελάνι, όλη την ενέργεια στο σύμπαν. Κατά το πείραμά μας, η ποσότητα του μελανιού στο ποτήρι παραμένει σταθερή. Αντίστοιχα, ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της Φυσικής διασφαλίζει τη διατήρηση της συνολικής ενέργειας στο σύμπαν. Κατ’ ουσία, ο Β΄ Θερμοδυναμικός Νόμος εγγυάται την απρόσκοπτη φυσική διαδικασία διάχυσης της συνολικά σταθερής ενέργειας στο χώρο, μέσω της αυξανόμενης εντροπίας. Ό,τι παρατηρούσαμε πριν με το μελάνι στο ποτήρι, παρατηρούμε τώρα στο συμπαντικό χώρο με την διάχυση της ενέργειας σε αυτόν.

Και εδώ, όπως στο πείραμα με το μελάνι, διακρίνουμε τρείς φάσεις: (i) αρχική: Βig Βang («Μεγάλη Έκρηξη» – όταν όλη η ενέργεια ήταν συμπυκνωμένη σε ένα σημείο στο χώρο, όπως η σταγόνα το μελάνι στο νερό), (ii) μεταβατική: διάχυση της ενέργειας στο χώρο και (iii) τελική: ομοιόμορφη κατανομή ενέργειας σε όλο το χώρο του σύμπαντος.

Η τελευταία φάση συχνά αποκαλείται «θερμοδυναμικός θάνατος». Είναι αποτέλεσμα μιας «ακριβοδίκαιης μοιρασιάς» της συνολικής ενέργειας στο συμπαντικό χώρο, όπως συνέβη και με το μελάνι. Προκύπτει ως το αναπόφευκτο τέλος μιας μακριάς αλυσίδας εκλύσεων θερμικής ενέργειας σε κάθε ενεργειακή ανακατανομή που συμβαίνει στο σύμπαν, από τη γέννηση ως το τέλος του. Σημειώνουμε πως εφόσον σε συμπαντική κλίμακα η ενέργεια διατηρείται σταθερή άρα δεν αυξομειώνεται, απλά ανακατανέμεται στο χώρο.

Η ποσότητα θερμότητας (θερμικής ακτινοβολίας) που εκλύεται κατά την κατασκευή, το σπάσιμο ή την επιδιόρθωση ενός βάζου, ή πχ. από μια τυχαία κίνηση του χεριού μας, οδηγεί το σύμπαν -άρα και εμάς μαζί- όλο και πιο κοντά στην τελική μας φάση. Επειδή όμως η διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής είναι πολύ μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του σύμπαντος, το σύμπαν έχει πολύ μεγαλύτερο περιθώριο εντροπίας για να «πεθάνει», δηλαδή έως ότου ισορροπήσει ενεργειακά. Αντίθετα, ο ρυθμός φθοράς του ανθρώπου σε σχέση με το σύμπαν είναι ιλιγγιώδης.

Θεωρητικά, θα μπορούσε να υπάρξει μια εξελιγμένη συνείδηση στο σύμπαν όπου η διάρκεια ζωής της να είναι συγκρίσιμη με αυτή του σύμπαντος. Όμως και σ’ αυτή την περίπτωση, θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στην ανυπαρξία όταν η ενέργεια στο σύμπαν έχει κατανεμηθεί σχεδόν ομοιόμορφα στο χώρο. Ακόμα και στο οριακό αυτό συνειδησιακό σενάριο, το τέλος δεν αλλάζει, απλά μετατίθεται.

Αυτό ίσως είναι το πιο κρίσιμο συμπέρασμα της θεώρησής μας: να γνωρίζεις εκ των προτέρων πως ό,τι κι αν κάνεις, όσο κι αν εξελιχθείς ως άτομο, ως είδος, ως συνείδηση, πως ακόμα και την οργανική υπόστασή σου να αποβάλλεις, απλώς μεταθέτεις το αναπόφευκτο του θανάτου σου, με την έννοια του ολικού, ανεπίστροφου οργανικού σου αφανισμού. Οδηγούμαστε μαθηματικά στην ανυπαρξία μέσω της εγγενούς αδυναμίας που έχει η απόλυτη ενεργειακή ομοιομορφία να συνυπάρξει με οτιδήποτε άλλο στο χώρο.

Είδαμε πώς, ξεκινώντας από μια ενεργειακή ασυμμετρία (αρχή), καταλήγουμε σε μια ομοιόμορφη κατανομή ενέργειας που καλύπτει όλο το χώρο (τέλος). Ενώ η ενδιάμεση μεταβατική φάση της ενεργειακής διάχυσης μπορεί να λάβει διάφορες απρόβλεπτες -σωστότερα: μη προβλέψιμες- μορφές, η τελική φάση είναι προβλέψιμη, συγκεκριμένη και αναπόφευκτη, ακριβώς όπως και στο πείραμά μας με το μελάνι.

Αν υποθέσουμε πως, κάπου στο σύμπαν, υπάρχει κάποιος παρατηρητής ο οποίος μελετάει τα συμπαντικά φαινόμενα, η ύπαρξή του καθίσταται αδύνατη καθώς το σύμπαν μεταβαίνει από τη φάση (ii) στη φάση (iii). Επειδή ο παρατηρητής είναι συνώνυμος με την έννοια της πληροφορίας, η ύπαρξή του προϋποθέτει ότι του δίνεται η δυνατότητα να μετράει, να κωδικοποιεί και να αποθηκεύει πληροφορίες. Όπως είδαμε, η πορεία προς τη φάση (iii) δεν αφήνει περιθώρια απόκλισης. Όπως με το μελάνι, το μόνο που μπορεί να υπάρξει σε αυτή τη φάση είναι μια απόλυτη ομοιομορφία στο χώρο, κάτι σα θόρυβος χαμηλής ισχύος. Αυτή η ομοιομορφία δεν αφήνει περιθώριο για την ύπαρξη οτιδήποτε άλλου εκτός από ακριβώς αυτό: ένα ομοιόμορφο μίγμα θερμικής ενέργειας στο χώρο που κάνει εντελώς αδύνατη την οποιαδήποτε ενεργειακή ασυμμετρία που προαπαιτεί η παρατήρηση, η μέτρηση, η πληροφορία. Όπως στη φάση (iii) με το μελάνι, το μόνο που μπορεί να υπάρξει στο χώρο είναι μια ομοιόμορφη «ενεργειακή ομίχλη».

Το σύμπαν, έχοντας ισορροπήσει ενεργειακά, έχει ταυτόχρονα πληροφοριακά -άρα και συνειδησιακά- αδειάσει.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ο θάνατος, με την θερμοδυναμική έννοια που του δώσαμε παραπάνω, δεν είναι μια αδυναμία του σύμπαντος ή κάτι το οποίο μια ανώτερη συνείδηση από εμάς ίσως κατορθώσει να αποφύγει. Το αντίθετο συμβαίνει: ο θάνατος είναι ταυτόσημος με το αναπόφευκτο της ισοκατανομής ενέργειας στο συμπαντικό χώρο. Ακόμα και αν υποθέσουμε την ύπαρξη μιας ανώτερης συνείδησης που να ελέγχει κατά βούληση μεγάλο μέρος της ενέργειας (άρα και υλικής μάζας) στο σύμπαν, θα αναγκαστεί και αυτή να υποστεί τη μετάβαση στην ανυπαρξία, καθώς στο σύμπαν οποιοδήποτε τμήμα του χώρου καθίσταται ενεργειακά πανομοιότυπο με οποιοδήποτε άλλο. Με άλλα λόγια, όταν το «ενεργειακό μελάνι» θα έχει διαχυθεί πλήρως στο χώρο, δε νοείται δυνατότητα ύπαρξης συνείδησης, παρατήρησης ή πληροφορίας, με την έννοια που τις αντιλαμβανόμαστε επιστημονικά.

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι, ακόμα και στην τελική φάση του σύμπαντος όπως την περιγράψαμε, μας περιμένει μια αμιγής Ελληνική ιδέα: ο ενεργειακός «εκδημοκρατισμός» του συμπαντικού χώρου. Το σύμπαν δεν κάνει διακρίσεις, ούτε εκδηλώνει προτιμήσεις ως προς το δικαίωμα του χώρου για αποθήκευση ενέργειας. Η μέγιστη εντροπία δεν είναι άλλη από μια κατάσταση ισοκατανομής ενέργειας και ενεργειακής ισονομίας σε όλο το χώρο. Τώρα αν αυτό θέλουμε να το βαφτίσουμε «μέγιστη αταξία» ή «μέγιστη ευταξία» πρέπει, πριν χρησιμοποιήσουμε τον ένα ή τον άλλο όρο, να γνωρίζουμε το βαθύτερο νόημα των υπό παρατήρηση φαινομένων. Στη Φυσική, ο όρος «μέγιστη αταξία» υπονοεί ότι σε όλο το χώρο υπάρχει ίδια πιθανότητα να συναντήσουμε την αυτή ιδιοσυστασία. Η τελική κατάσταση της απόλυτης ενεργειακής ομοιομορφίας απλά αντικατοπτρίζει μαθηματικά αυτή την πιθανοτική κατανομή μεγίστης τυχαιότητας άρα και φαινομενικής αταξίας (χάος).

Αντίθετα, θα μπορούσε κάποιος από φιλοσοφική άποψη να υποστηρίξει ότι η τελική φάση χαρακτηρίζεται από «ενεργειακή δικαιοσύνη» άρα και «ενεργειακή ευταξία». Από ένα σημείο και πέρα το θέμα είναι λεκτικό, η ακριβής σημασία των όρων όμως απαιτεί προσοχή.

Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η φθορά ως ρυθμός -η συνεχής ενεργειακή διάχυση στο χώρο- είναι ένας από τους απαράβατους νόμους του σύμπαντος. Η κατάληξη είναι γνωστή και αναπόφευκτη: μέγιστη εντροπία, που σημαίνει πλήρης ενεργειακή ομοιομορφία. Η ακάθεκτη πορεία προς τον ενεργειακό εκδημοκρατισμό στον συμπαντικό χώρο αποκλείει την ύπαρξη συνείδησης όσο ανώτερης ή εξελιγμένης και αν είναι αυτή.

Είναι προφανές ότι όσο οι παρατηρητές απαιτούν μεγαλύτερη ενέργεια, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η επιβίωσή τους καθώς το σύμπαν μεταβαίνει από τη φάση (ii) στη φάση (iii). Παρατηρητές που απαιτούν ελάχιστη ενέργεια και μπορούν να ελίσσονται στο χώρο ίσως «κρατηθούν στη ζωή» περισσότερο. Όμως στο τέλος δεν θα μείνει κανείς, εκτός και αν έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του ενεργειακά ομοιόμορφου χώρου γύρω του, κάτι που αντιβαίνει στην ίδια την έννοια του παρατηρητή και της συνείδησης, όπως και αν τις ορίσουμε αυτές. Διότι αν ο παρατηρητής έχει την ίδια ιδιοσυστασία με τα υπο παρατήρηση φαινόμενα γύρω του, τότε παύει να είναι παρατηρητής.

Από τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε ότι σε συμπαντική κλίμακα υπάρχει ένας αμείλικτος ρυθμός φθοράς, ο ρυθμός με τον οποίο το σύμπαν μεταβαίνει προς την τελική φάση, αυτή της μέγιστης δυνατής εντροπίας. Αυτό δεν είναι συμπτωματικό, προσωρινό ή δευτερεύον: είδαμε ότι το σύμπαν έχει σχεδιαστεί εξ αρχής με αυτόν το ρυθμό φθοράς ως δομική του παράμετρο. Αυτό ας το κρατήσουμε.

Αντί για τον όρο «ρυθμός φθοράς» -ο οποίος συχνά έχει αρνητική χροιά- θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «τάση για ενεργειακή ομοιογένεια στο χώρο». Αυτή η παρατήρηση μας βοηθάει να μην πέσουμε στην εύκολη παγίδα της μιας ή της άλλης ταμπέλας. Άρα: ρυθμός φθοράς = τάση προς ενεργειακή ομοιογένεια = τάση προς μεγαλύτερη εντροπία = τάση προς αταξία = τάση προς θερμοδυναμικό θάνατο = τάση προς αδυναμία ύπαρξης συνείδησης. Μια αλυσίδα θεμελιωδών εννοιών που, αν κατανοηθεί σε βάθος, μας επιτρέπει να αντλήσουμε πολύτιμα συμπεράσματα όπως θα δούμε παρακάτω.

Κατά την φάση της ενεργειακής διάχυσης, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το σύμπαν απεχθάνεται την επανάληψη. Επειδή η έκλυση θερμικής ενέργειας είναι συνεχής και αναπόφευκτη, το πριν και το μετά από μια θερμική έκλυση δεν συμπίπτουν ποτέ. Αυτό απλά σημαίνει ότι όσο και αν παρατηρούμε το παρελθόν, δεν μπορούμε ποτέ να προβλέψουμε πλήρως το μέλλον. Τα μόνα προβλέψιμα είναι η αρχή (i), το τέλος (iii) και η μη προβλεψιμότητα της ενδιάμεσης φάσης (ii).

Ευτυχώς, διότι αν συνέβαινε το αντίθετο, το συμπαντικό δημιούργημα θα ήταν κάτι απελπιστικά βαρετό!

Η θεμελιώδης ανακάλυψη του Αϊνστάιν ότι τίποτα στο σύμπαν δεν μεταδίδεται με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του φωτός (300,000 χλμ/δευτ.), σημαίνει ότι το σύμπαν αρνείται πεισματικά να μεταβεί στην τελική του φάση ακαριαία. Δηλαδή το μεν «θέαμα» της ενεργειακής διάχυσης είναι μη επαναλαμβανόμενο -άρα μη βαρετό- το δε πεπερασμένο της ταχύτητας του φωτός εγγυάται ότι το κοσμικό δημιούργημα θα έχει μια μίνιμουμ διάρκεια ζωής. Τίποτα δεν μπορεί να επιταχύνει αυθαίρετα το σύμπαν στην πορεία του προς το τέλος. Βλέπουμε λοιπόν ότι το σύμπαν έχει λάβει σοβαρά δομικά μέτρα ώστε η ενδιάμεση μεταβατική φάση της ενεργειακής διάχυσης στο χώρο να είναι -καθ’ όλη της την εξέλιξη- κάτι το εν δυνάμει απρόβλεπτο και διαρκές, κάτι το συναρπαστικό.

Όμως, τι είδους σύμπαν είναι αυτό που το μόνο επιστημονικά «σκληρό δεδομένο» γι’ αυτό είναι μια σχετικά αργή αλλά σταθερή πορεία προς έναν αναπόφευκτο θάνατο;

Ίσως το παραπάνω ερώτημα να φαίνεται τραγικό, όμως δεν είναι. Σε όλους τους κλάδους των μηχανικών, ο σοβαρός σχεδιασμός ενός μεγάλου και πολύπλοκου συστήματος απαιτεί κάποιο προϋπολογισμό καθώς και συγκεκριμένες λειτουργικές απαιτήσεις. Είναι λοιπόν λογικό να υποθέσουμε ότι και το σύμπαν -ιδωμένο ως σύστημα- έχει το δικό του «ενεργειακό προϋπολογισμό» και κάποιες λειτουργικές παραμέτρους που να «δικαιολογούν» το σχεδιασμό και την ύπαρξή του με τη μορφή που γνωρίζουμε. Με την έννοια αυτή, οι δύο δομικές απαιτήσεις του σύμπαντος που προαναφέραμε: (α) μίνιμουμ διάρκεια ζωής και (β) μη επαναλαμβανόμενη, μη προβλέψιμη πορεία προς το τέλος, ανάγουν το συμπαντικό «σύστημα» σε ένα άκρως ενδιαφέρον δημιούργημα, ακόμη και κατά την -φιλοσοφικά και ποιητικά- «πεζή» επιστήμη των μηχανικών (Engineering Science).

Μέσα στο ορατό σύμπαν (υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί περίπου στο 5% του συνολικού σύμπαντος, βλ. [5]) οι δύο αυτές απαιτήσεις συνυπάρχουν με την αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg η οποία αποκλείει σε ένα παρατηρητή την απόλυτη γνώση ενός φαινομένου σε μικροσκοπική (ατομική) κλίμακα. Όμως αυτό δεν θα πρέπει να εκπλήσσει, διότι κάθε μέτρηση/παρατήρηση προϋποθέτει φως, δηλαδή βομβαρδισμό με φωτόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραγωγή φωτός στο σύμπαν είναι και αυτή προϊόν φθοράς. Τα άστρα, όπως και ο ήλιος, λάμπουν ακριβώς διότι «καίνε τα σωθικά τους» μέσω της πυρηνικής σύντηξης που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό τους. Με άλλα λόγια, στο ορατό σύμπαν στο οποίο ζούμε, η αλήθεια είναι «τέχνη πολεμική».

Αυτό συμβαίνει σε όλες τις κλίμακες αλήθειας, όχι μόνο στην ατομική ή την αστρική. Όταν πχ. ένας αστυνομικός κάνει μια δύσκολη και συχνά επικίνδυνη έρευνα για να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες ενός σοβαρού εγκλήματος, στην ουσία ρίχνει συστηματικά «φως» σε ένα υπό παρατήρηση φαινόμενο, προσπαθώντας έτσι να ανακαλύψει την αλήθεια. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε ένα πόλεμο: ο νικητής επιβάλλει την αλήθεια του στον ηττημένο, με ότι αυτό συνεπάγεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τις θεωρίες: η αλήθεια μιας νέας θεωρίας υποκαθιστά την αλήθεια της προηγούμενης. Για παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα η βαρύτητα θεωρείτο δύναμη (Νεύτωνας) όμως η Θεωρία της Σχετικότητας (Αϊνστάιν) την ερμηνεύει ως ιδιότητα του χώρου (καμπυλότητα).

Αν και η φύση της επιστημονικής αλήθειας στο απώτερο μέλλον μπορεί να αλλάξει όταν πχ. η τεχνολογία επιτρέψει την παρατήρηση των φαινομένων με βαρυτικά κύματα, δηλαδή αλληλοεπιδρώντας με τα φαινόμενα απευθείας μέσω της παρατήρησης της καμπυλότητας του χώρου και όχι μέσω δεσμών φωτονίων, η παρουσία του παρατηρητή, λόγω του βαρυτικού του αποτυπώματος, θα συνεχίσει να παρεμβάλλεται με το υπό παρατήρηση φαινόμενο, έτσι που ο εκ των υστέρων διαχωρισμός τους να παραμένει αδύνατος. Το σύμπαν αρνείται τέτοιου κλειστού τύπου κωδικοποιήσεις (closed form representations), οπότε το μέλλον είναι αδύνατο να κωδικοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο στο παρόν.

Συμπεραίνουμε ότι η αναζήτηση της αλήθειας κατά την ενδιάμεση φάση έχει και αυτή δομικά όρια, με ή χωρίς φωτόνια. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα συνειδητοποίησης της εξέλιξης της ενδιάμεσης φάσης είναι πεπερασμένη. Φαίνεται ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο και στη συνειδητοποιημένη αλήθεια, μια και το σύμπαν έχει λάβει και ως προς αυτό τα μέτρα του, διασφαλίζοντας έτσι στην ενδιάμεση φάση το δικαίωμα -ή την απαίτηση!- να επιφυλάσσει συνεχώς εκπλήξεις. Ακόμα και αν το συμπαντικό «αλφάβητο» αποδειχθεί πεπερασμένο -πχ. με την ανακάλυψη στο μέλλον της λεγόμενης «Θεωρίας των Πάντων» στη Φυσική- η ποικιλία των ενεργειακών «συλλαβισμών» κατά την ενδιάμεση φάση θα παραμείνει ανεξάντλητη και μη προβλέψιμη μέχρι το αναπόφευκτο τέλος, αρκεί να ισχύουν όσα αναφέραμε σχετικά με τη διατήρηση της ενέργειας και την αύξηση της εντροπίας.

Βλέπουμε ότι τα αρχικά συμπεράσματά μας ως προς τη φθορά δεν αλλάζουν ούτε σε σχέση με τη φύση της αλήθειας,  δηλαδή τη φύση της μέτρησης και της πληροφορίας όπως τις περιγράψαμε. Στην τελική φάση, δεν υπάρχει περιθώριο ούτε για μέτρηση, ούτε για παρατήρηση, ούτε και για αλήθεια, είτε αυτή απαιτεί φωτόνια είτε όχι. Στο τέλος, παντού στο χώρο θα κυριαρχήσει μια πλήρης ενεργειακή «στασιμότητα» από την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα διεξόδου. Το συμπαντικό δημιούργημα θα έχει φτάσει (αισίως;) στο τέλος του.

Ιστορικά, για τον άνθρωπο ο θάνατος είναι κάτι δυσάρεστο που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί, ή έστω να μετατεθεί στο μέλλον. Η αθανασία αποτελεί -υπό προϋποθέσεις- μεταφυσικό προνόμιο και υπόσχεση των θρησκειών ενώ στην καθημερινή μας ζωή ο θάνατος συχνά αποσιωποιείται. Το ευρύτερο θέμα της φθοράς μάλιστα -όπως κατά κανόνα βιώνουμε την αύξηση της εντροπίας στο διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής- συχνά τυγχάνει μιας φτηνής (αλλά κερδοφόρας) διαχειριστικής προσέγγισης, δίνοντας την εντύπωση ότι ο ρυθμός της φθοράς μπορεί να σταματήσει -ή και να αναστραφεί- αρκεί να παρέμβουμε σε ότι μας ενοχλεί περισσότερο.

Είδαμε όμως ότι η φθορά είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό του σύμπαντος και όχι μια ασθένεια, μια οργανική ή σωματική αδυναμία, ή κάτι που πρέπει να διορθωθεί από εμάς ή από άλλους. Αν παραλληλίσουμε τη ζωή με την πορεία του σύμπαντος, μας δίνεται η ευκαιρία ακόμη και στην πολύ σύντομη διάρκειά της να προσεγγίσουμε, με τρόπο μοναδικό, σημαντικές συμπαντικές αλήθειες.

Ίσως αυτή είναι η πιο κρίσιμη πρόκληση του σύμπαντος προς οποιοδήποτε συνειδητοποιημένο αποδέκτη εντός του.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αν κάτι δίνει αξία στην ανθρώπινη ζωή αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή η ανθρώπινη ύπαρξη υπόκειται στο συμπαντικό ρυθμό της φθοράς για τον οποίο μιλήσαμε. Αν πχ. τούτο το κείμενο αξίζει κάτι, αυτό στη ρίζα του έχει να κάνει με το γεγονός ότι κατά τη σύνθεσή του, τόσο το σύμπαν όσο και ο γράφων συμβαδίσαμε προς τη -δική του ο καθένας- τελική φάση. Συνυπήρξαμε, συντονιστήκαμε μοναδικά σε ένα κοινό ρυθμό φθοράς. «Ζώ» δε σημαίνει συμπορεύομαι παθητικά με το σύμπαν προς ένα αναπόφευκτο τέλος. Αντίθετα, το σύμπαν συμπορεύεται μοναδικά μαζί μου -έστω για ελάχιστο χρόνο- στη πορεία του προς το τέλος. Λίγο είναι αυτό;

Αν αναλογιστούμε πολύτιμες εμπειρίες και αναμνήσεις από τη ζωή μας, είναι πολύτιμες ακριβώς επειδή το πεδίο δημιουργίας τους στο μέλλον είναι πεπερασμένο. Θα λέγαμε ότι η αναγωγή της συμπαντικής φθοράς στην κλίμακα της ανθρώπινης ζωής αποτελεί ένα από τα πιο πολύτιμα ειδοποιά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Ίσως το πολυτιμότερο δώρο του σύμπαντος στον άνθρωπο να είναι ακριβώς αυτό: ότι η ζωή είναι ταυτόχρονα μια αναπόφευκτη πορεία φθοράς, άρα πρέπει σε κάθε της βήμα να βιώνεται με τρόπο απόλυτα συναρπαστικό που να δικαιώνει τις δομικές απαιτήσεις του σύμπαντος που είδαμε πιο πάνω. Μια ζωή που βιώνεται ως ρουτίνα και επανάληψη δεν συνάδει με τα δομικά χαρακτηριστικά του σύμπαντος, έχει ήδη περάσει στη φάση (iii) της ομοιομορφίας, του οργανικού θανάτου.

Αντίθετα, όταν βιώνουμε τη ζωή μας ως ανοιχτή δυνατότητα για μια -έστω εν δυνάμει- μεγιστοποίηση του συναρπαστικού στοιχείου μέσα σε αυτή, τότε οδηγούμαστε σε μια πιο αρμονική συνδιάλεξη με τα δομικά χαρακτηριστικά του σύμπαντος.

Ο άνθρωπος που εξάγει νόημα ύπαρξης και ζωής από τον ρυθμό της φθοράς, τόσο αυτόν που συνειδητοποιεί μέσα του όσο και από εκείνον που ισχύει στη συμπαντική κλίμακα, έχει κατακτήσει μια ανώτερη πνευματική υπόσταση. Αν η ανθρώπινη ζωή διαρκούσε ένα αυθαίρετα μεγάλο διάστημα, τι νόημα θα είχε το παρόν; Ακόμα και αν οι άνθρωποι στο μέλλον εξελιχθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφύγουν τον βιολογικό-οργανικό θάνατο, ο συμπαντικός ρυθμός της φθοράς θα συνεχίσει να υπάρχει, άρα θα εμπεριέχει συνειδησιακή πληροφορία προς αποκωδικοποίηση.

Η αντίληψη του θανάτου ανάγεται σε ειδοποιό διαφορά κάθε συνειδητοποιημένου όντος. Σε τέτοιο σημείο που, αν ο άνθρωπος στερηθεί το πεπερασμένο της ζωής του και το μη προβλέψιμο του θανάτου του -τον μη προβλέψιμο, μη αναστρέψιμο οργανικό αφανισμό του- τότε παύει να είναι άνθρωπος. Αυτό θα έπρεπε να είναι στις προσευχές όλων μας, διότι τη στιγμή που είτε βιώνουμε την αθανασία είτε ελέγχουμε παραμετρικά το θάνατό μας, η ζωή μας στερείται νοήματος. Στην πρώτη περίπτωση είμαστε σε δομική δυσαρμονία με το σύμπαν ενώ στην δεύτερη έχουμε εκπέσει από συμπαντικό δημιούργημα σε μηχανικό κατασκεύασμα.

Κάθε συνειδητοποιημένη οντότητα στο σύμπαν είναι υποχρεωμένη να ερμηνεύσει τον συμπαντικό ρυθμό της φθοράς στην υπαρξιακή κλίμακα που την αφορά. Η συνειδητοποίηση ότι κάθε ον στο σύμπαν συμβάλλει σε αυτό το «γαϊτανάκι της φθοράς» αποτελεί αίνιγμα και δώρο. Δεν είναι τιμωρία ο θάνατος και στο βαθμό που θεωρούμε τη φθορά κατάρα, απομακρυνόμαστε από την αρμονική συνύπαρξη με το σύμπαν όπως το αντιλαμβανόμαστε επιστημονικά. Όσο ξορκίζουμε το θάνατο, τόσο στερούμαστε την προκλητικά ζωτική πληροφορία που εμπεριέχει.

Κάθε μας απόφαση ή πράξη συμβάλλει με τον τρόπο της σε μια αύξηση της συμπαντικής εντροπίας, στο συνολικό συμπαντικό ρυθμό φθοράς. Με αυτόν τον τρόπο, η συνειδητοποιημένη ζωή αποτελεί μια εν δυνάμει μικρογραφία της πορείας του σύμπαντος. Ίσως ο απώτερος σκοπός της ενδιάμεσης φάσης είναι να εξεταστεί αν και πώς ένα όν μπορεί να αντλήσει νόημα ύπαρξης και ζωής ακόμα και από τον συνειδητοποιημένο με συμπαντικά κριτήρια θάνατό του.

Το σύμπαν μέσω της συνείδησης διαισθάνεται το αναπόφευκτο τέλος του, όμως παρόλα αυτά αναλαμβάνει την πρόκληση να παράγει υπαρκτικό νόημα κατά τη μεταβατική φάση της ζωής του. Διότι για ποιο άλλο λόγο κρατιέται μια ανώτερη συνείδηση στη ζωή αν το μόνο σίγουρο -σε συμπαντική κλίμακα- είναι η φθορά και ο θάνατος; Μετά από κάποια φάση στην συμπαντική συνειδησιακή εξέλιξη, η επιστημονική ή η φιλοσοφική περιέργεια ίσως να μην είναι αρκετές για να δομήσουν από μόνες τους λόγο και τρόπο ζωής. Αν πχ. σε 100,000 χρόνια από σήμερα κάποια ανώτερη συνείδηση, η οποία ίσως είχε κάποτε τις ρίζες της στο ανθρώπινο είδος, ελέγχει μεγάλα τμήματα του σύμπαντος, δηλαδή έχει τον έλεγχο ενός σχετικά μεγάλου μέρους του συμπαντικού χώρου και της κατανομής ύλης και ενέργειας σε αυτόν, τι άραγε θα την κρατάει στη ζωή;

Στα άκρα, αν η εξελιγμένη αυτή συνείδηση έχει απαλλαγεί από φυσικές-οργανικές παραμέτρους που να την περιορίζουν χωροχρονικά, ίσως επιλέξει να βιώσει τη φθορά με τον ίδιο αργό ρυθμό που τη βιώνει το σύμπαν. Με άλλα λόγια, καθώς στο σύμπαν οι συνειδήσεις εξελίσσονται, η κυριαρχούσα συνείδηση ίσως βιώσει την ενδιάμεση φάση όπως και το σύμπαν. Όμως, όπως είδαμε, ακόμα και στο σύντομο διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής είναι δυνατόν να γίνει μια βαθύτερη συνειδητοποίηση της συμπαντικής φθοράς και της βαθύτερης σημασίας της, έτσι ώστε ο άνθρωπος να οδηγηθεί σε έναν τρόπο ζωής που να δικαιώνει την μέγιστη αυτή πρόκληση.

Η σοβαρή μελέτη της φθοράς αποδίδει σοφία διότι μας οδηγεί συστηματικά σε σωστότερες ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων και αποφάσεων στην ζωή μας χωρίς νοητικές παρανοήσεις, πλαστές προσδοκίες ή βολικά κουκουλώματα. Αν πχ. εκτιμούμε την αξία της ζωής μας ως δυνατότητα βίωσης του συναρπαστικού στοιχείου με τη συμπαντική του έννοια, τότε αυτομάτως η συνειδησιακή μας πυξίδα έχει προσανατολιστεί με αυτό ως βασική προτεραιότητα, τόσο για εμάς τους ίδιους όσο και για τους συνανθρώπους μας. Νόημα ζωής δίνει η συστηματική αναζήτηση και δημιουργία τέτοιων δυνατοτήτων στο παρόν και το μέλλον, σε κάθε επίπεδο: ατομικό, οικογενειακό, τοπικό, εθνικό και πανεθνικό. Η σοφία της φθοράς μαγνητίζει το συνειδησιακό μας πεδίο, οδηγώντας μας προς τους τρόπους εκείνους με τους οποίους η αναπόφευκτη αύξηση της εντροπίας συνοδεύεται από μέγιστη συνειδησιακή πληροφορία, κάτι που σε προηγούμενο άρθρο μας ονομάσαμε «αρμονία λόγου» [3].

Ως σύλληψη, δεν είναι και λίγο αν το σκεφτούμε: ένας άφθαρτος δημιουργός, ίσως πάσχων από έλλειψη φθοράς, δημιουργεί ένα σύμπαν δομημένο σε αυτήν, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει σωστά ακριβώς επειδή έχει βαθιά συνείδηση του θανάτου του. Είναι σα να έχουμε μια απεικόνιση του Ενός μέσα στον Άλλο, μια «πλήρωση» του Ενός μέσω της ύπαρξης του Άλλου. Ο μεν δημιουργεί εκ νόστου φθοράς, ο δε προσπαθεί να εξελιχθεί συνειδησιακά μέσα σε ένα σύμπαν φθοράς για να συνυπάρξει μαζί του όσο γίνεται πιο «άφθαρτα» μέχρι το αναπόφευκτο τέλος.

Στο ποιητικό πεδίο, ίσως αυτό που τελικά αξίζει είναι η ελπίδα μιας «συνάντησης» ή έστω μιας άμεσης ή έμμεσης διαβεβαίωσης ότι η ενδιάμεση μεταβατική φάση -η φάση της ενεργειακής διάχυσης- απέδωσε τα απαιτούμενα, όποια και αν είναι αυτά, δικαιώνοντας τη δημιουργία του σύμπαντος και κατ’ επέκταση τη δική μας. Ένας στίχος του Σεφέρη καταφέρνει να συμπυκνώσει μοναδικά τον προβληματισμό της «απόστασης» δημιουργού-δημιουργήματος: «τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;» [6]

Και οι θρησκείες τείνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προς μια εν δυνάμει ένωση του ανθρώπου με το θεό. Στις μεγάλες θρησκείες, μπορούμε να διακρίνουμε εξίσου τρείς φάσεις, πχ. o Χριστιανισμός διακρίνει: (α) αρχική φάση: Δημιουργία – Γένεση, (β) μεταβατική φάση: αναμονή Μεσσία, οι άνθρωποι κρίνονται για τις πράξεις τους κατά τη διάρκειά της, και (γ) τελική φάση: Δευτέρα Παρουσία, ανάσταση και σωτηρία νεκρών. Ανάλογες φάσεις διακρίνει και το Ισλάμ, ενώ σε άλλες θρησκείες όπως ο Ιουδαϊσμός, ο Βουδισμός, ο Ινδουισμός, ο Κομφουκιανισμός ή η Ιαπωνική θρησκεία Σίντο (Shinto) η διάκριση και οι διαφορές μεταξύ των τριών φάσεων (ιδιαίτερα της ενδιάμεσης) παρουσιάζουν πραγματικά ξεχωριστό ενδιαφέρον, όμως δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.

Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, διότι από κάποιο βάθος και πέρα οι αντανακλάσεις της αλήθειας υπάρχουν μεν διάσπαρτες αλλά συγκλίνουν όταν κάποιος προσπαθήσει να τις συλλαβίσει συνθέτοντας ένα νέο νόημα το οποίο στη συνείδησή του αληθεύει.

Οι αρχαίοι Έλληνες, με τον μοναδικό τρόπο σκέψης τους, δεν δίστασαν να αντλήσουν σοφία από τη συνειδητοποίηση του θανάτου ήδη από τα πρώτα τους βήματα. Όταν διαγωνίστηκαν Όμηρος και Ησίοδος, ρωτήθηκε ο Όμηρος τι είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο. Η απάντησή του: «να μη γεννηθεί». Όταν επέμεναν να δώσει μια απάντηση για όποιον έχει γεννηθεί, ο Όμηρος είπε: «να διαβεί τις πύλες του Άδη όσο το δυνατόν ταχύτερα». [7]

Προφανώς ο Όμηρος δεν παρότρυνε τους Έλληνες σε μαζικές αυτοκτονίες. Αυτό που εννοούσε ήταν η σοφία που αποδίδει η έγκαιρη γνώση των μυστικών του Άδη. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ένα όρο γι’ αυτό: νέκυια. Κατ’ εξαίρεση, ο ήρωας κατέρχεται στον Άδη είτε για να πάρει ένα χρησμό είτε για να ανακαλύψει μια βαθύτερη αλήθεια πριν  επιστρέψει στον πάνω κόσμο. Στη ραψωδία λ της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας αποτολμά την κάθοδο στον Άδη, όπως και ο Ορφέας επισκέπτεται τον κάτω κόσμο για να αναζητήσει την Ευρυδίκη, βιώνοντας την πιο μοιραία αδυναμία του.

Στο διάλογό του Φαίδων, ο Πλάτωνας ορίζει την επιστήμη της φιλοσοφίας ως «μελέτη θανάτου». Ισχυρίζεται δε ότι όσοι φιλοσοφούν σωστά έχουν συμφιλιωθεί με το θάνατο, σε μια ευγενή προσπάθεια για να γίνουν μέτοχοι της αρετής και της φρόνησης. Και χωρίς ίχνος απαισιοδοξίας καταλήγει: «καλόν γαρ το άθλον και η ελπίς μεγάλη», το έπαθλο είναι ωραίο και η ελπίδα μεγάλη. [8]

Αλλά και στο θέμα της φθοράς που μας απασχόλησε διεξοδικά εδώ, ο Οδυσσέας Ελύτης παροτρύνει: «κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». [9] Όχι για να αποφύγουμε την ίδια τη φθορά, είδαμε ότι κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο. Αντίθετα, η συμβουλή του Ελύτη είναι να δράσουμε στο παρόν («κάνε άλμα») ώστε να αντλήσουμε σοφία από την ίδια τη φθορά και να μυηθούμε σε μια ανώτερη υπαρκτική αλήθεια.

Το άλμα του Ελύτη, ο προβληματισμός του Σεφέρη, η μελέτη θανάτου του Πλάτωνα, η παρότρυνση του Ομήρου αποτελούν κοινό σημείο του τρόπου με τον οποίο οι Έλληνες άντλησαν και αντλούν σοφία από τη φθορά και το θάνατο. Συμπυκνώνουν δε και το λόγο για τον οποίο προσπαθήσαμε να αναζητήσουμε εδώ τη βαθύτερη σοφία της φθοράς, εναρμονιζόμενοι με τις γεωμετρικές συντεταγμένες της ελληνικής σκέψης, αρχαίας και σύγχρονης.

Όσο δύσκολο είναι να συγκινήσει κανείς συνειδήσεις παροτρύνοντας το σύγχρονο άνθρωπο να αναζητήσει νόημα ζωής και ύπαρξης μέσα από τη συστηματική μελέτη της φθοράς και του θανάτου, τόσο παραμένουμε δέσμιοι αλλότριων τρόπων σκέψης που δεν συνάδουν ούτε με την επιστημονική αλήθεια ούτε με τον τρόπο των Ελλήνων όπως τον δίδαξαν οι κορυφαίοι από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Ευτυχώς για εμάς τους μεταγενέστερους, οι Έλληνες γεωμετρούν διαχρονικά και με γενναιότητα πάνω σε πεδία που άλλοι δεν τόλμησαν ή δε μπόρεσαν να προσπελάσουν. Αν παραδεχτούμε ότι υπάρχει ένας ικανοποιητικός ορισμός της ελληνικότητας, ίσως να αποτελεί την συνειδητοποιημένη εμπέδωση αυτών των ιδεών στη ζωή μας. Με αυτή την έννοια, η ελληνικότητα ανάγεται σε μια μοναδική δυνατότητα, ανοιχτή σε όποιον επιμένει να προβληματίζεται αναζητώντας μια αρμονικότερη ερμηνεία του κόσμου. Η σκέψη των Ελλήνων συνθέτει με τρόπο μοναδικό νόημα ζωής γεωμετρώντας πάνω στο τρίπτυχο ελευθερία-τόλμη-μέτρο χωρίς να εγκλωβίζεται σε βολικές ερμηνείες αλλά ούτε να έρχεται σε δυσαρμονία με την επιστημονική αντίληψη για το φυσικό κόσμο, κάτι που είδαμε και αλλού [2].

Σημειώνουμε τέλος, πως στο μέλλον, τίποτα δεν αποκλείει την ύπαρξη μιας νέας θεωρίας πχ. για την ενέργεια, την εντροπία, το χώρο ή τη φθορά, που να οδηγεί σε μια ριζική αναθεώρηση των παραπάνω. Ακόμα και με αυτό υπ’ όψη, άραγε τι άλλο θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε από μια συνείδηση στο σύμπαν πέρα από μια συνεχή άσκηση άντλησης βέλτιστου νοήματος ζωής με δεδομένη τη βεβαιότητα της επερχόμενης ανυπαρξίας της;

Αν επιλέξουμε να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας γεωμετρώντας με εντιμότητα πάνω στη φθορά και το θάνατο, δύσκολα μια μελλοντική πραγματικότητα -οσοδήποτε ανατρεπτική- θα ανεβάσει τον υπαρξιακό πήχη υψηλότερα από εκεί που τον έχουμε ήδη θέσει. Αυτό άλλωστε αποτελεί και κατά τον Ελύτη, το πιο δύσκολο αλλά και το πιο «ελληνικό» μυστικό: να αξιοποιούμε το ελάχιστο για να του αποσπάμε τα μέγιστα [10].

Για όποιον αναζητεί νόημα ζωής έξω από κλειστά σχήματα, η άσκηση αυτή είναι οδός μύησης στην ελληνότροπη αρμονία λόγου που μας αποκαλύπτεται όταν συλλαβίσουμε τον συμπαντικό ρυθμό φθοράς με τρόπο που να αληθεύει στη συνείδησή μας.

* Ο Γιάννης Παπαδάκης είναι Ηλ/γος Μηχανικός (PhD). Ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ.

[1] «Συνοπτική χωρογραφία της άλλης Ελλάδας», Ανιχνεύσεις, 20 Απρ. 2019. (https://www.anixneuseis.gr/?p=206174)

[2] «Ελληνότροπη σύνθεση νοήματος: απόπειρα συνταγματικής κατοχύρωσης», Ανιχνεύσεις, 7 Απρ. 2019. (https://www.anixneuseis.gr/?p=205429)

[3] «Αρμονία λόγου και θεϊκότητα: Μια ελληνότροπη προσέγγιση», Ανιχνεύσεις, 10 Φεβ. 2019. (https://www.anixneuseis.gr/?p=202496)

[4] “Ink in Motion”, https://www.youtube.com/watch?v=ICxC5ekWnUc.

[5] “Dark Matter and Dark Energy”, https://www.nationalgeographic.com/science/space/dark-matter/ [Το ορατό σύμπαν αποτελεί το 5% του συνολικού σύμπαντος – το υπόλοιπο 95% αποτελείται από σκοτεινή ύλη (25%) και σκοτεινή ενέργεια (70%).]

[6] Γ. Σεφέρης, «Ποιήματα», σ. 241, εκδ. Ίκαρος, 1985.

[7] “Homeric Hymns, Homeric Apocrypha, Lives of Homer”, Loeb Classical Library, edited by Martin West, σ. 324-327.

[8] Πλάτων «Φαίδων», 67e (σ. 462-463) και 114d (σ. 660-661), εκδ. Ζήτρος, 2007.

[9] Οδυσσέας Ελύτης, «Σηματολόγιον», σ. 11, εκδ. Ύψιλον και «Ποίηση»-Άπαντα, σ. 417, εκδ. Ίκαρος.

[10] Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ (Τα Μικρά Έψιλον), σ. 280, εκδ. Ίκαρος, 1999 (6η έκδοση).

 

spot_img

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ενδομήτρια ζωή
    (μέσα στή μητρική μήτρα τρεφόμαστε καί αυξανόμεθα…),
    αδύνατο νά ζήσεις έτσι πάνω από εννιά μήνες
    (κι όμως είναι ενδοκόσμια κι αυτή η ζωή…)
    – κακή θρέψη κι αύξηση ενδομητρίως ➞ προβληματική ύπαρξη ενδοκοσμίως

    Ενδοκόσμια ζωή
    (μέσα στήν κοσμική μήτρα συνεχίζουμε να τρεφόμεθα καί ν’ αυξανόμαστε…),
    διάφορη τής Ενδομήτριας… αδύνατο νά ζήσεις έτσι απάνω από κάποιες δεκαετίες
    – κακή θρέψη κι αύξηση ενδοκοσμίως ➞ προβληματική ύπαρξη στήν…

    Άλλη(υπεσχημένη) ζωή,
    διάφορη τής Ενδοκόσμιας, όπως κι αυτή από τήν ενδομήτρια… νά ζήσεις γιά πάντα*

    τίι… στενό κι ασφυκτικό καί σκοτεινό πέρασμα, τώρα!…
    έξοδος σέ Άλλη ζωή,
    λένε/λέμε!…

    ἀνθρώπους μένει ἀποθανόντας, ἅσσα οὐκ ἔλπονται οὐδὲ δοκέουσιν.
    Πράγματα που δεν ελπίζουν ούτε φαντάζονται
    περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατο τους.
    63. (27).

    *
    «τί θά πεί γιά πάντα;»…
    γιά όσους δέν πρόκαμαν,
    νά: https://antikleidi.com/2013/02/28/charisis/

    • σοφά αποκλείεται νά πάρουμε μαζί μας
      οποιεσδήποτε από τίς “γνωστές” εκδοχές τής υλοενέργειας
      πού υπόκεινται στόν ολοκληρωτικό θερμικό θάνατο,
      γι’ αυτό,

      Δόξα τώ Θεώ, λέω

      μού φαίνεται πώς δυνάμεθα νά πάρουμε μαζί μας,
      απεριορίστως δέ,
      Νόημα…

      νά είμαστε Νόημα*,
      αγάπη πές, ήτις ουδέποτε εκπίπτει
      «…είτε γλώσσαι παύσονται, είτε γνώσις καταργηθήσεται.»,
      θά πεί!

      *
      – μά, πώς γίνετ’ αυτό;
      – δέν ξέρω… λέγεται πώς μπορούμε νά τό μάθουμε μαζί…

      σίγουρα πάντως δέν γίνεται μέσα στό χάλι τής περίκλειστης εγωπαθούς ατομικότητας
      πού όρισαν οί Μπίτλς, ώς:
      I, me, mine,

      εκεί μέσα δέν υπάρχει παρά τό χάλι πού όρισαν οί Ρόλινγκ Στόουνς, ώς:
      I can’t get no satisfaction | ‘Cause I try and I try and I try and I try I can’t get no…

      καί αναρωτιέμαι τί θά ‘μενε από τό κακό(αυτό τό ξέρουμε όλοι καλά!) αυτού τού κόσμου,
      άν άπαντες ώς άτομα αυθυπερβατικά,
      πρόσωπα ικανά γιά τήν αγάπη,
      εξωστρεφόμεθα αληθώς,
      διά τού Αγίου:

      «Τά Σά εκ τών Σών Σοί προσφέρομεν…»

  2. Τώρα, τι να πει κανείς….Ανεξάρτητα απ τις όποιες αντιρρήσεις θα μπορούσε να φέρει ο αναγνώστης, το κείμενο αυτό είναι απλά Ε-Κ-Π-Λ-Η-Κ-Τ-Ι-Κ-Ο.
    Αποπνέει μια ηρεμία, μια αίσθηση αυτοσυγκρότησης του συγγραφέα, μια ωριμότητα σκέψης, μια πρόθεση ολοκληρωμένης τοποθέτησης. Θα μπορούσε ,δε, να το τιτλοφορήσει κανείς “Μυσταγωγία στον Άδη” ή “Κολυμπώντας στον Θάνατο (με σωσίβιο)”.
    Εξ’ άλλου, είναι αξιοσημείωτη η διδακτική του μεθοδολογία καθώς μπαίνει σε ιδιαίτερο κόπο να τονίσει παραστατικά και ν’ αποσαφηνίσει την εξόχως δύσκολη έννοια της Εντροπίας η οποία ως λέξη χρησιμοποιείται με παρόμοια πολυσημία όπως και η λέξη Θεός και Συνείδηση -πράγμα που κατά κανόνα καθιστά την συν-εννόηση εξαιρετικά δυσχερή. Με τις έννοιες όμως θεός και συνείδηση, αλλά και δημιουργία δεν απέφυγε ούτε ο συγγραφέας του άρθρου το κομψό…. σκι πάνω σε θολά νερά.

    Βεβαίως “αρχή σοφίας, μνήμη θανάτου” με την έννοια ότι η μνήμη θανάτου μας ωθεί να θέτουμε προτεραιότητες στη ζωή μας και να ιεραρχούμε σκοπούς και ανάγκες . Ο θάνατος δίνει νόημα στη ζωή με την έννοια ότι η Ζωή προσπαθεί απεγνωσμένα να τον αποφύγει ΕΠΕΙΔΗ διαισθάνεται την ύπαρξή του. Καμιά πέτρα δεν θ’ αλλάξει θέση για ν’ αποφύγει τον θάνατο και όλα του τα συνεπακόλουθα. Αλλά μεχρι εκεί οι ερωτοτροπίες με τον θάνατο. Η δουλειά της Ζωής, η βασική της εργασία είναι ν’ αντιμαχεται , τον θανατο την εντροπία και τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής ο οποίος κάνει τη δική του δουλειά.Βεβαίως έχει μεγάλη σημασία το ΠΩΣ επιλέγει η ζωή να τα αντιμάχεται, αλλά πάντως τελικά το κάνει ακόμα κι όταν δεν θέλει να το παραδεχτεί. Απόδειξη οι πολιτισμοί μας με όλα τα σοφά βιβλία τους. Αν το απόσταγμα της ανθρώπινης αρετής και σοφίας ήταν η συνειδητοποίηση του τελικού θανάτου των πάντων , θ’ αρκούσε μια μόνη λέξη : Εντροπία ή η διατύπωση του 2 νόμου της θερμοδυναμικης. (με τις αντίστοιχες έννοιες και λέξεις της εποχής που στην ουσία είναι “τα πάντα ρει” και “όλα βαίνουν προς καταστροφή”). Κι εκεί θα τελείωνε το πανηγύρι. Αντιθέτως, έχουμε μια κολοσσιαία παραγωγή σκέψης επί παντός επιστητού καθώς και ηθικά διδάγματα που μαρτυρούν την δίψα για νόημα ευρύτερο. Αν ο πρώτος νόμος της σοφίας είναι η μνήμη θανάτου, ο δεύτερος είναι η στοιχειώδης αυτοσυνέπεια. Όχι “όλα βαίνουν προς τελική αναπόφευκτη καταστροφή” αλλά παράλληλα κάνουμε ό, τι περνάει απ το χέρι μας να γεμίσουμε τον κόσμο βιβλία και γνώση….
    Η Ζωή λοιπόν έχει την ιδιότητα, ακόμα κι όταν δεν το παραδέχεται ότι το κάνει, να τείνει προς τη δημιουργία Συνείδησης,η οποία συνειδηση τείνει προς τη μείωση εντροπίας, να κάπως όπως ο υποτιθέμενος δαίμονας του Μaxwell. Μερικοί λένε ακόμα και ότι “ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι ο πρώτος νόμος της ψυχολογίας”.https://www.resilience.org/stories/2003-09-30/first-law-psychology-second-law-thermodynamics/“The key to understanding the evolved nature of the human neurocognitive architecture has been to take an historically deeper, energetically-principled view of life intelligence systems, and to consider first the most important adaptive problem our ancestors had to solve — the problem all life forms must continually solve: Entropy (La Cerra and Bingham, 2002).”

    Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο, φαίνεται, που χρειάζεται ΤΟΣΗ γραμματεία (φιλοσοφία, επιστήμη, θρησκεία, πολιτική) προκειμένου να εμπεδώσει τη θνητότητά του και θα έπρεπε αυτό από μόνο του να προβληματίζει. Όλα τα ζώα μάχονται μέχρι εκεί που μπορούν, να ζήσουν και μάλιστα με συναρπαστική ζωή ενδιάμεσα -ξέρει κανείς τι είναι να κυνηγάει ένα λιοντάρι το ελάφι ; Συναρπαστικότατο και για τα δύο μέρη…. Είναι λοιπόν που ο άνθρωπος αποκτά ευρύτερη συνειδηση των πραγμάτων που το καθιστά αναγκαίο να γνωρίζει μεν την αλήθεια της θνητότητας αλλά να μην παραδίδεται σ’ αυτήν. Όχι μόνο για τον εαυτό του αλλα για ο, τι άλλο ζει. Και φυσικά μέσα στη μαχη για τη ζωή, περικλείεται και το θεμα της ποιότητάς της.Πάνω απ’ όλα όμως είναι η δημιουργία (και διεύρυνση) Συνείδησης μέσα στο σύμπαν με την έννοια της αυτο-οργάνωσής της.

    Τώρα , αν υποθέσουμε πως το σύμπαν αποκτά συνείδηση,με την βοήθεια των εμβίων όντων που είναι τα αισθητήριά του ως αυτοάμυνα απέναντι στους ίδιους του τους νόμους της θερμοδυναμικής, το λογικό είναι να θεωρήσουμε πως η συνείδηση πιθανόν να έχει άλλες ιδιότητες απ’ την γνωστή ύλη ώστε να μπορεί να αυτοσυντηρηθεί επ’ αόριστον καταναλώνοντας άβια ενέργεια που περισσεύει μέσα στο σύμπαν κι όχι έμβια όντα…Αν βέβαια το σύμπαν δεν είναι ήδη “αιώνιο” όπως κάποιες κοσμοθεωρήσεις δέχονται. Αν η εντροπία είναι τόσο ισχυρός παράγοντας ώστε ακόμα και μια συμπαντική συνείδηση να μην μπορεί να την αντιρροπήσει, τότε το σύμπαν θα είναι όντως μια πολύ τραγική υπόθεση. Πολύ φασαρία για το τίποτα… Αλλά ακόμα κι ο Ηράκλειτος ο σκοτεινός έλεγε πως “αν δεν ελπίζεις στο ανέλπιστο, δεν θα το βρεις”

    Στην ενδιάμεση φάση όπου εκτυλίσσονται συναρπαστικά φαινόμενα πριν τον θερμικό θάνατο του σύμπαντος, έχει μεγάλη σημασία από ποιά οπτική γωνία βλέπουμε το “συναρπαστικό”. Για έναν κροκόδειλο, συναρπαστικό είναι ένα γεύμα ανθρώπινου κρέατος , αλλά αμφιβάλλω αν ο άνθρωπος θα το θεωρήσει εξίσου συναρπαστικό. Αν στην ενδιάμεση φάση του σύμπαντος η ζωή μπορούσε να είναι συναρπαστική για όλους και για όλα, για ικανό διάστημα ,τότε ας πούμε ότι δεν θα μας πείραζε αν στο τέλος το σύμπαν παρέδιδε την όποια Συνείδηση τυχόν θ’ αποκτούσε , στις ορέξεις της Εντροπίας. Αλλά μέχρι τότε η αυξηση της Συνείδησης είναι μονόδρομος για τη Ζωή και η συνείδηση πρέπει να τρέχει όντως πιο γρήγορα απ τη φθορά.

    Τελικά έτσι όπως τα λέμε, η Εντροπία είναι ο απόλυτος Θεός. Οι Έλληνες όμως τα έβαζαν πάντα με τους Θεούς τους.

    Εν κατακλείδι , βεβαίως ο άνθρωπος πρέπει να συνειδητοποιεί την θνητότητά του αλλά και όλης της φύσης. Δεν πρέπει όμως να συναινεί και να παραδίδεται στη “λογική” του θανάτου γιατί θάνατος δεν είναι απλώς η λήξη της ζωής μετά το πέρας της. Θάνατος σημαίνει αδικία, φρικαλεότητες, βαρβαρότητες, ασθένεια νοός και “ψυχής” (εκτός απ’αυτές του σώματος) , σημαίνει εκμετάλλευση και χίλια μύρια άλλα συμπαρομαρτούντα. Σημαινει όλα αυτά που εμμέσως πολεμάει κάθε πολιτισμός , ενώ έχει πρώτα συνυπογράψει την λογική του θανάτου – παραλείποντας να διαβάσει τα “ψιλά γράμματα” στο συμφωνητικό…

    Αν τα έμβια όντα παρήχθησαν ακριβώς από τις δυνάμεις της εντροπίας, μάλιστα επιταχύνοντας την αύξησή της, αυτός δεν είναι λόγος να την προσκυνούν, καθότι είναι μια απρόσωπη δύναμη ή ποσότητα. Ποιό νόημα έχει απ την άλλη ο διαρκής κατακλυσμός άσχημων ειδήσεων που αποσκοπούν στην ευαισθητοποίησή μας, αν όλα αυτά κατά βάθος τα θεωρούμε ως αναπόφευκτα συμβάντα λόγω εντροπίας ;

    Η Εντροπία έχει μια σταθερά αυξητική τάση, κατεύθυνση -άρα η συνείδηση που επιχειρεί να την αντιστρατευθεί πρέπει να έχει τη δική της αταλάντευτη κατευθυνση. Ανεξάρτητα απ το τι μπορούμε προς το παρόν τουλάχιστο ν’ αλλαξουμε- μέσα μας , στη συνείδησή μας, στη “καρδιά” μας δεν πρέπει ο “δαίμονας του Maxwell” να δουλεύει ασταμάτητα ενάντια στον 2ο νόμο που προοιωνίζεται τη καταστροφή των πάντων ;

    Βέβαια, είναι πολύ μεγάλο το ενεργειακό κόστος για κάτι τέτοιο με αμφίβολα αποτελέσματα, οπότε δεν πρέπει να κατακρίνουμε τους ανθρώπους που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να επιμείνουν. Απλώς καταθέτω με τη σειρά μου αυτά που θεωρώ λογικά παράδοξα απέναντι στο συμπαντικό αίνιγμα.

    Μια και μίλησα για παράδοξα…..Αν δεν γίνει κάτι φυσικά, θα γίνει τεχνητά. Αυτοί σίγουρα γνωρίζουν τους νόμους της φυσικής ;
    https://www.iefimerida.gr/news/379554/mia-nea-thriskeia-gennithike-o-theos-tis-tehnitis-noimosynis-eikones

  3. “Η ακάθεκτη πορεία προς τον ενεργειακό εκδημοκρατισμό στον συμπαντικό χώρο αποκλείει την ύπαρξη συνείδησης όσο ανώτερης ή εξελιγμένης και αν είναι αυτή.”

    Η έννοια του ενεργειακού “εκδημοκρατισμού” με αναφορά στον τελικό θερμικό θάνατο του σύμπαντος είναι άτοπη καθότι εκ-δημοκρατισμός προϋποθέτει την ύπαρξη Δήμου που αποτελείται από Δημότες οι οποίοι εξ’ ορισμού αποτελούν συνειδήσεις. Σ’ ένα χωρίς συνείδηση σύμπαν , χωρίς συνειδητές υπάρξεις, ο εκ-δημοκρατισμός της ενέργειας είναι αδύνατος .

    Αποτελεί βέβαια μια ποιητική έκφραση που σχεδόν μας οδηγεί να ερωτευθούμε τον θάνατο – έτσι αρχίζει και καταλαβαίνει κανείς τους φανατικούς death-black-brutal- μεταλλάδες. Δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε πλέον αν μάθουμε ότι οι Ομηρικές Ραψωδίες αποτελούν τις αρχαιοελληνικές ρίζες του death-metal….

    Eίναι πολλά στα οποία θα μπορούσε να σταθεί κανείς προς διεύρυνση της σκέψης, ίσως να επανέλθω άλλη στιγμή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα