Η κάλυψη της εκδήλωσης και της κινηματογραφικής προβολής στη Βενετία της ταινίας του Κώστα Γαβρά με πρωταγωνιστή ηθοποιό που υποδύεται τον Γιάνη Βαρουφάκη, στο βιβλίο του οποίου βασίζεται και το σενάριο, δεν θα ξεχαστεί εύκολα. Ούτε βέβαια θα ξεχαστούν τα όσα έγιναν το μοιραίο από πολλές πλευρές καλοκαίρι του 2015 όταν «μαθητευόμενοι μάγοι» που βρέθηκαν στα πράγματα κόντεψαν να ανατινάξουν ό,τι απέμενε από την ισχνή ελληνική οικονομία στο όνομα μιας… ελαφρώς αισιόδοξης εκτίμησης πως «εμείς θα βαράμε τα νταούλια και οι Ευρωπαίοι θα χορεύουν».

Δεν ξέρω αν στη Βενετία ο Κώστας Γαβράς θύμισε στους παλιούς σινεφίλ έναν στίχο του Διονύση Σαββόπουλου του 1980 («νιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες, που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά»), που ήταν δηκτικό σχόλιο για το νέο τότε ελληνικό κινηματόγραφο.

Έχει όμως πολλά περίεργα η κριτική που γίνεται στην ταινία και το σκηνοθέτη στη χώρα μας. Μια κριτική ίσως πρόωρη καθώς δεν την έχουμε δει ακόμα, αλλά και σε πολλά σημεία της αναμενόμενη, αφού, αν δώσουμε βάση σε άρθρα και μυριάδες σχόλια στα social media, πολλοί πιστεύουν ότι οι δημιουργοί της «παίζουν με τον πόνο μας».

Το ερώτημα που αναδύεται είναι πώς ένας παγκόσμιας κλάσης σκηνοθέτης όπως ο Γαβράς -όσο κι αν θεωρείται σύμβολο του πολιτικού σινεμά- ενθουσιάστηκε με ένα βιβλίο του Βαρουφάκη και ιδίως με την προσωπικότητα του τελευταίου και κατέληξε στην απόφαση να κάνει την ταινία.

Για το έργο υπάρχουν οι ειδικοί να γράψουν με πιο έγκυρο τρόπο. Εδώ εμείς επιχειρούμε να δούμε τη λειτουργία του πολιτικού σινεμά πριν από μισόν αιώνα και σήμερα, αλλά και τον αντίκτυπο και τα σχόλια που συνοδεύουν την ταινία του Κώστα Γαβρά. Δεν μπορώ να μην αναφέρω όμως πως πολλά από τα σχόλια -στο facebook, πού αλλού;- τα βρήκα περιφρονητικά, και υπεραπλουστευτικά των καταστάσεων που θίγουν. Οι ξένοι βέβαια βλέπουν εντελώς διαφορετικά την ταινία. Πολλοί -και μάλιστα κριτικοί- τη βρήκαν καλή. Άλλοι της έβαλαν μικρό βαθμό, διότι τους φάνηκε πολύ «flat», τηλεοπτική και άνευρη.

«…Δεν ξέρω ούτε τις προθέσεις του Γαβρά ούτε και τους στόχους της ταινίας του. Ξέρω όμως πολύ καλά, μαζί με εκατομμύρια συμπατριωτών μου, τι συνέβη στη χώρα μου. Και μόνο το γεγονός ότι εμπνεύστηκε από το βιβλίο του Γιάνη την ταινία, εμένα προσωπικά με προσβάλλει. Αν αυτή είναι η ιστορική πηγή του, τότε απλώς έχει μπερδέψει την κλοουνερί με την ανατροπή και την αντίσταση. Και θεωρεί τις φιγούρες του Μάπετ Σόου ως ιστορικά μεγέθη…».

(Τα παραπάνω είναι απόσπασμα ανάρτησης του ιστορικού Τέχνης καθηγητή Μάνου Σ. Στεφανίδη, που αναφέρεται για το θέμα).

Ο κόσμος συζητά τους «Adults in the Room» (Ενήλικους στην αίθουσα, όπως είναι τίτλος της ταινίας) αλλά ορισμένοι δεν βλέπουν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» (*) που είναι η πολιτική και κοινωνική θέαση που έχει εδώ και πολλές δεκαετίες ο δημιουργός για το σινεμά. Άλλοι υπενθυμίζουν στους θερμόαιμους επικριτές του τη βασική αρχή που σέβεται τον καλλιτέχνη και το έργο του και απαιτεί να συνυπολογιστούν η αισθητική, η φόρμα και η ποιότητα της σκηνοθεσίας, της ηθοποιίας και του σεναρίου.

Σε κάθε περίπτωση όμως, φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης τάσσεται με τη μια πλευρά της ερμηνείας των όσων συνέβησαν το καλοκαίρι του 2015 και μάλλον δεν κάνει αισθητή την άποψη πολλών στην Ελλάδα ότι ο Γ. Βαρουφάκης έβλαψε με τους πειραματισμούς του τη χώρα του. Ούτως ή άλλως στην ταινία τα πλήθη δεν φαίνονται και πολύ, και δεν είναι πρωταγωνιστές. Εδώ όμως ακόμα έχουμε τις νωπές πληγές του τρίτου μνημονίου, που μπορούσε να αποφευχθεί, ενώ οι ξένοι είναι πιο cool για κάτι που συνέβη μακριά από τη χώρα τους και τη ζωή τους. Δεν έχουν τα δικά μας «τραύματα».

Άλλο 1969 και άλλο 2019. Η τεχνολογία, η παγκοσμιοποίηση, η κλιματική αλλαγή άλλαξαν δραματικά τον κόσμο και την πρόσληψη της Τέχνης. Τι μπορεί να προσφέρει στην ούτως ή άλλως πολυδιασπασμένη κοινωνία των κινημάτων ένα μουσικό και ένα κινηματογραφικό έργο την εποχή του Netflix, Multiplex κινηματογράφων και των social media;

Πριν από μισόν αιώνα πολιτικές ταινίες επηρέαζαν κυρίως το νεανικό κοινό, γίνονταν σημεία αναφοράς για συζητήσεις και κινητοποιήσεις. Η μουσική δε την τριετία 1967-69 έδινε την εντύπωση ότι θα «κληρονομήσει τον κόσμο», με αποκορύφωμα το Woodstock.

Χαρακτηριστική, πιστεύω, για όλα τα παραπάνω είναι η δήλωση του ίδιου του Κώστα Γαβρά για το σπουδαιότερο έργο, το οποίο γεννήθηκε εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή (1969, ενώ στην Ελλάδα ήταν η χούντα).

«Έκανα το ‘Ζ’ το 1969, πρώτα, γιατί είμαι Έλληνας. Δεύτερον, επειδή ένιωσα ότι θα ήθελα να κάνω κάτι. Μερικοί άνθρωποι υπογράφουν καταγγελίες, άλλοι βγαίνουν στους δρόμους κι εγώ έκανα κάτι σαν σκηνοθέτης».

Αξίζει όμως να μεταφέρω και μια άλλη δήλωσή του: «Ο καλύτερος τρόπος για να γίνεις εντελώς τρελός είναι να πεις: ‘Εντάξει, θα κάνουμε μια ταινία, για να αλλάξουμε την κοινωνία’».

Πανίσχυρο πολιτικό σινεμά έγινε και στην Ιταλία, με τη δεσπόζουσα παρουσία σκηνοθετών όπως Φελίνι, ο Παζολίνι, ο Μπερτολούτσι και ο Αντονιόνι, τη δεκαετία του ’60 και κυρίως του ’70. Στη Γαλλία επίσης, μετά τον Μάη του ’68, αλλά και πριν, σινεμά και λογοτεχνία κινήθηκαν στις ράγες της «στρατευμένης τέχνης». Όλα αυτά γνώρισαν αξιοσημείωτη ύφεση από το 1980 και μετά.

Σήμερα όλο και περισσότεροι ευρωπαίοι σκηνοθέτες ασχολούνται με θέματα που αφορούν τη σύγχρονη κοινωνία: Ξενοφοβία, μετανάστευση, χρεοκοπία, οργανωμένο έγκλημα, πολιτική. Η ταινία του 86χρονου πλέον και πολυβραβευμένου Κώστα Γαβρά δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στη σειρά των νέων πολιτικών ταινιών.

*Elephant in the room. Μεταφορικό ιδίωμα στην Αγγλία, όπου κανείς δεν θέλει να συζητήσει ένα προφανές πρόβλημα ή ρίσκο

* Δημοσιεύτηκε στη “ΜτΚ” στις 8/9/2019.