Δεν υπάρχει “Γόρδιος δεσμός”

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Δεν υπάρχει "Γόρδιος δεσμός"Δημήτρης Ιωάννου 150Γράφουν οι Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου

Αν κάνουμε την υπόθεση ότι η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου έχει σαφή εντολή από τον ελληνικό λαό να μεταρρυθμίσει ριζικά την ελληνική οικονομία, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει και πώς θα πρέπει να τα χειρισθεί. Ποιος είναι ο “Γόρδιος δεσμός” που θα πρέπει να κόψει για να πετύχει τον σκοπό της;

Υπάρχουν δύο σημαντικές προκλήσεις. Η πρώτη αφορά τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και η δεύτερη τον χειρισμό των προβλημάτων που αφήνει πίσω της, αποχωρώντας, η προηγούμενη κυβέρνηση, δηλαδή την πραγματικά “καμένη γη” στην οικονομία και τα επιπλέον προβλήματα που φρόντισε να σωρεύσει κατά την τελευταία περίοδο πριν την αποδρομή της.

Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες…

Οι μεταρρυθμίσεις είναι απολύτως απαραίτητες για να ξεφύγουν η οικονομία και η κοινωνία από την καθήλωση και την ασταθή στασιμότητα. Μόνο που παρουσιάζουν δύο ειδών προβλήματα.

Το πρώτο είναι ότι έχουν υπονομευθεί στον έσχατο βαθμό κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των Μνημονίων. Σε όλη αυτήν την περίοδο όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις και όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, μη αναλαμβάνοντας την “ιδιοκτησία του προγράμματος”, δηλαδή μη ενστερνιζόμενα  την αναγκαιότητα και τους στόχους των μεταρρυθμίσεων, μη εφαρμόζοντας αυτά που συμφωνούσαν με τους εταίρους, και προσφεύγοντας στους γνωστούς κλαυθμυρισμούς ότι “εμείς δεν θέλουμε αλλά οι ξένοι μας αναγκάζουν”, στην πραγματικότητα απονομιμοποίησαν, διέβαλαν και δαιμονοποίησαν στη συνείδηση του ελληνικού λαού τη σημασία και την αναγκαιότητα των πιο σημαντικών και απολύτως απαραιτήτων μεταρρυθμίσεων.

Αυτό δημιουργεί ήδη ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα γιατί, όσο και αν όλοι υποστηρίζουν γενικόλογα ότι η απαλλαγή από τον ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται και με αποδοχή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, όταν η κοινωνία θα βρεθεί  μπροστά σε συγκεκριμένες αλλαγές τότε θα αρχίσουν να λειτουργούν οι συγκεκριμένοι ψυχικοί μηχανισμοί προσκόλλησης στην υφιστάμενη πραγματικότητα, οι οποίοι αποτελούν ζωτικό στοιχείο της ελληνικής ιδιομορφίας. Μηχανισμοί που μπορεί μεν να προϋπήρχαν της κρίσης, (όπως στην περίπτωση της “μεταρρύθμισης Γιαννίτση”, για παράδειγμα, στο συνταξιοδοτικό), αλλά ενισχύθηκαν κατά θηριώδη τρόπο στη διάρκεια των Μνημονίων, με τους “αντιμνημονιακούς αγώνες”.

Και εδώ υπάρχει το δεύτερο μεγάλο ζήτημα με τις μεταρρυθμίσεις το οποίο είναι το εξής: αντίθετα με τις λαϊκιστικές παροχές, τα πολιτικά οφέλη των οποίων είναι άμεσα για τον λαοπρόβλητο ηγέτη που τις προσφέρει, ενώ ο λογαριασμός παραδίδεται ετεροχρονισμένα και με ιστορική υστέρηση στον επόμενο ή ακόμη και στον μεθεπόμενο διαχειριστή της εξουσίας, στις μεταρρυθμίσεις συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο διότι αυτές έχουν, κατά κανόνα, πολύ αργή απόδοση και τα οφέλη τους, συνήθως, προκύπτουν  πολύ καιρό μετά από την εφαρμογή τους. Το ξεκίνημα μάλιστα των θετικών αποδόσεών τους μπορεί να μετατεθεί ακόμη μακρύτερα στο απώτερο μέλλον και για έναν επιπλέον λόγο: διότι, κατά την πρώτη περίοδο της εφαρμογής τους, αντιμετωπίζουν, (και το ξέρουμε αυτό πολύ καλά), τη λυσσώδη αντίδραση των κατεστημένων ομάδων συμφερόντων οι οποίες επωφελούνταν από την υπό μεταρρύθμιση κατάσταση, (δηλαδή αποκόμιζαν αθέμιτες προσόδους), εις βάρος της κοινωνίας, και χάνουν τα προνόμιά τους από τις αλλαγές που υλοποιούνται. Ενώ την ίδια στιγμή αυτοί οι οποίοι πρόκειται να ευνοηθούν, σε βάθος χρόνου, από τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός, δεν έχει συνείδηση και δεν έχει άμεσο ενδιαφέρον για να τις υποστηρίξει.

Απαιτείται, συνεπώς, πολύ μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο, αλλά και πολύ μεγάλη θέληση για μία κυβέρνηση ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα αποδώσουν σε μεταγενέστερο ή και σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και μετά την αποχώρηση της ίδιας από την εξουσία.

Εάν θέλουμε ένα παράδειγμα, κάτι τέτοιο συνέβη στη Γερμανία με την κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών η οποία ουσιαστικά επωφελήθηκε και κεφαλαιοποίησε τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων που είχε εισαγάγει η κυβέρνηση Schröder των Σοσιαλδημοκρατών. Άλλο παράδειγμα, είναι η Πορτογαλία,  όπου η σημερινή κεντροαριστερή κυβέρνηση ουσιαστικά αξιοποιεί και κερδίζει πολιτικά από τις μεταρρυθμίσεις που είχε εισαγάγει η προηγούμενη κυβέρνηση της κεντροδεξιάς.

Κάτι ανάλογο  συνέβη και με τις μεταρρυθμίσεις “ευελιξίας” στην αγορά εργασίας που είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα από τις, -πειθαναγκασμένες βέβαια από την “τρόικα”- προηγούμενες κυβερνήσεις, και είχαν σαν αποτέλεσμα να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία το 2015-2016 ενώ δεν υπήρχε διόλου οικονομική μεγέθυνση. Μείωση που συνεχίσθηκε δυσανάλογα θετικά σε σχέση με την ισχνή οικονομική μεγέθυνση της περιόδου 2017-2018.

Τότε εμφανιζόταν το παράδοξο η σήμερα απερχόμενη κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τη μείωση της ανεργίας που οφειλόταν στην εσωτερική υποτίμηση και στην “ευελιξία” – τις οποίες όμως κατήγγελλε, ενώ τις εφάρμοζε. (Για την οποία, μάλιστα, “εσωτερική υποτίμηση”, κορυφαίοι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι, όχι αναγκαστικά προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν αποφανθεί με αυθεντία ότι “είχε αποτύχει”). Το κωμικοτραγικό, βέβαια, θα είναι όταν η απερχόμενη κυβέρνηση, ως αντιπολίτευση στο εγγύς μέλλον, αρχίσει  να καταγγέλλει  την επερχόμενη κυβέρνηση  για την επιβράδυνση της αύξησης της απασχόλησης και την πιθανή αύξηση της ανεργίας που θα οφείλονται όμως στις ανορθολογικές ρυθμίσεις που εισήγαγε στην αγορά εργασίας η ίδια η απερχόμενη κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες της θητείας της.

Το δυσκολότερο σημείο, πάντως, για τις μεταρρυθμίσεις είναι εκείνο στο οποίο υπάρχει πλήρης αναλογία με το γνωστό γνωμικό περί του προθύμου πνεύματος και της ασθενούς σαρκός, όπου στη συγκεκριμένη περίπτωση το “πνεύμα” αντιπροσωπεύεται από τις πραγματικά, ίσως, μεταρρυθμιστικές προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας και η “σάρκα” από τις αρτηριοσκληρωτικές  διαθέσεις της κομματικής βάσης, των κομματικών μηχανισμών αλλά και της κρατικής γραφειοκρατίας. Διότι παρ’ όλες τις μεταρρυθμιστικές προθέσεις της ηγεσίας, όσο ειλικρινείς και αν είναι αυτές, ο κομματικός κορμός, κατά περίπτωση, παραμένει σταθερά αυτός που ήταν για δεκαετίες: στενά συνδεδεμένος με το πελατειακό κράτος και τον παρασιτισμό. Αυτός “ο κόσμος της παράταξης”, όπως συνήθως αυτοαποκαλείται, δεν πρόκειται να επιτρέψει αμαχητί να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις, που θα μειώσουν τα προνόμιά του και τις προσόδους του, όπως δεν το επέτρεψε και στο παρελθόν.

Ποιες πρέπει να είναι οι μεταρρυθμίσεις που περιμένουμε και που πρέπει να λάβουν χώρα προκειμένου να εισέλθει η ελληνική οικονομία σε μία νέα πορεία ανάπτυξης; Είναι πολύ απλό: είναι οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στους παραγωγικούς συντελεστές να αμείβονται σύμφωνα με το προϊόν που δημιουργούν -όπως συμβαίνει σε όλες τις ελεύθερες και προηγμένες οικονομίες. Διότι, αντίθετα προς αυτό, στη μεταπολεμική Ελλάδα και έως σήμερα, ένα σημαντικό τμήμα του κοινωνικού προϊόντος που δημιουργούσαν οι συντελεστές της παραγωγής, το αποσπούσαν μέσω της θεσμικής βίας του πελατειακού κράτους, και το καρπώνονταν με τη μορφή (άλλοτε νομότυπης, άλλοτε παράνομης, πάντοτε όμως αθέμιτης) προσόδου, οι εκπρόσωποι του παρασιτισμού-δηλαδή τα “κλειστά επαγγέλματα”, τα “ευγενή ταμεία”, “οι ευγενείς κλάδοι”, οι ανύπαντρες θυγατέρες και τα συναφή. Εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας, λοιπόν, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο παρά αυτό.  Είναι κάτι το οποίο στα λόγια το έχουμε επιχειρήσει επί δεκαετίες, από τη μεταπολίτευση και μετά, με όλες τις κυβερνήσεις. Πλην όμως δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε ούτε ένα βήμα μπροστά. Ούτε καν ως αποτέλεσμα των Μνημονίων. Ώστε να είχε αποτραπεί, για παράδειγμα, τα τελευταία δύο χρόνια η πτώση της χώρας κατά 9 θέσεις, (από την 61η στην 72η), στην κατάταξη του δείκτη “Ευκολία του Επιχειρείν” της World Bank.

…αλλά δεν αρκούν!

Εκείνο όμως που είναι το πιο σημαντικό και για το οποίο θα πρέπει να υπάρχει πλήρης συνείδηση ώστε να αποφευχθεί η απότομη προσγείωση και η καταστροφική απογοήτευση είναι πως ενώ οι μεταρρυθμίσεις είναι απολύτως απαραίτητες και επιβεβλημένες, δεν εγγυώνται και δεν αρκούν από μόνες τους για να δημιουργήσουν την αναπτυξιακή εκτίναξη που η χώρα έχει ανάγκη. Η οικονομία πράγματι υποφέρει από τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την υψηλή φορολογία και επίσης, τα τελευταία χρόνια, από την έλλειψη πιστωτικού συστήματος. Αυτό όμως δεν ερμηνεύει ούτε όλη την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ούτε και όσα συμβαίνουν σήμερα. Η απάλειψη όλων αυτών των προβλημάτων, -απολύτως αναγκαία και επείγουσα- αν και όταν επιτευχθεί δεν θα συνεπιφέρει αυτομάτως την αναπτυξιακή απογείωση και τη μετατροπή της Ελλάδας σε “τίγρη της Μεσογείου”.

Πολύ εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί ότι για να δημιουργήσει κάποιος μία επιχείρηση “υγειονομικού ενδιαφέροντος”, ένα σουβλατζίδικο ας πούμε, απαιτείται μεγαλύτερη γραφειοκρατική διαδικασία από αυτή που απαιτείται για να δημιουργήσει μία startup στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας.  Επίσης -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- εάν κάποιος θέλει να ανοίξει σουβλατζίδικο το πιο πιθανό είναι ότι θα πρέπει να το κάνει με δικά του χρήματα γιατί δεν πρόκειται να βρει δανειοδότη ούτε καν στο πρόσωπό της μανούλας του. Αντίθετα η startup, χωρίς καμία αμφιβολία, εάν το επιχειρηματικό της σχέδιο είναι οριακά πειστικό, θα βρεθεί μπροστά σε πολλούς πιθανούς χρηματοδότες, είτε από τον ιδιωτικό τομέα, είτε και από τον κρατικό, (από τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για παράδειγμα). Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι η φορολογία, ασχέτως του αν είναι υψηλή ή όχι, επιβαρύνει μάλλον περισσότερο το σουβλατζίδικο από τη startup στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας μιας και η τελευταία όλο και θα μπορεί να επωφεληθεί από κάποιες “υπεραποσβέσεις”, φοροαπαλλαγές κλπ. Υπό τις συνθήκες αυτές θα πίστευε κανείς ότι οι νεοφυείς επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας μαζί με τις επιχειρήσεις οι οποίες, τέλος πάντων, δημιουργούν κάποια προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη από ό,τι το ψήσιμο και το delivery, θα ήταν αν όχι περισσότερες, τουλάχιστον ίσες σε αριθμό με τα σουβλατζίδικα που ανοίγουν (και φυσικά κλείνουν) καθημερινά ανά την επικράτεια, Πλην όμως αυτό δεν συμβαίνει. Τα σουβλατζίδικα υπερτερούν σημαντικά και δίνουν ίσως τον τόνο της καθημερινότητας του σύγχρονου ελληνικού βίου καθορίζοντας, ταυτοχρόνως, την αναπτυξιακή καχεξία της ελληνικής οικονομίας, διότι αναπτυξιακή ώθηση μπορούν να της δώσουν μόνο επιχειρήσεις που δημιουργούν σχετικά υψηλή προστιθέμενη αξία, και -φευ- τα σουβλατζίδικα δεν εμπίπτουν στην εν λόγω κατηγορία.

Αυτό δυστυχώς θα συνεχίσει να γίνεται για μία χρονική περίοδο ακόμα και αν υποθέσουμε μία απολύτως επιτυχή εισαγωγή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στο εγγύς μέλλον. Θα συνεχίσει να γίνεται για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η ελληνική οικονομία, ακόμη και σήμερα, μετά την κρίση, προσφέρει πληθώρα ευκαιριών κερδοφορίας σε τομείς στους οποίους δεν απαιτείται ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου επιπέδου technological frontier. Τέτοιοι τομείς είναι είτε ο τουρισμός και η ναυτιλία, είτε ό,τι σχετίζεται με την κατανάλωση και την εσωτερική αγορά. (Ακόμη και ο πατροπαράδοτος τρόπος με τον οποίον διατίθενται τα ευρωπαϊκά κονδύλια συμβάλλει στον “περισπασμό” αυτόν της επιχειρηματικότητας από τους τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας).

Ο δεύτερος λόγος είναι κάτι που έχει εντοπίσει και έχει αναλύσει η οικονομική θεωρία της ανάπτυξης ήδη εδώ και 35 χρόνια. Αφορά το λεγόμενο “ενδογενές” στοιχείο της ανάπτυξης, δηλαδή την έννοια που η θεωρία χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον αναπτυξιακό δυναμισμό σε μία οικονομία κυρίως ως ένα, με την ευρύτερη έννοια, “πολιτισμικό” χαρακτηριστικό της. Το όποιο, από τη μία, έχει άμεση σχέση με το υφιστάμενο οικοσύστημα των ιδεών και των αξιών που κυριαρχούν, (στην εκπαίδευση για παράδειγμα) και, από την άλλη, με τη λειτουργική επάρκεια των κοινωνικών θεσμών, (της δικαιοσύνης για παράδειγμα). Μόνο που αυτές οι συνθήκες όπου υπάρχουν αποτελούν προϊόντα μακροχρόνιων μετασχηματισμών. Πολιτικές για την προώθηση και την επιτυχία τέτοιων μετασχηματισμών χρειάζονται τουλάχιστον τη διάρκεια μιας γενιάς για να κυοφορήσουν. Και απαιτούν τη συγκρότηση μίας  ενεργού μεταρρυθμιστικής δύναμης, που σήμερα στην Ελλάδα περιμένουμε να δούμε αν πράγματι υφίσταται.

Δεν υπάρχει “Γόρδιος δεσμός”.

Και ενώ όλα τα παραπάνω είναι πολύ σημαντικά, η νέα κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει κάτι ακόμη πιο άμεσο: τη ναρκοθέτηση που αφήνει πίσω της η απελθούσα κυβέρνηση αποχωρώντας. Δηλαδή τη δυσκολία να επιτευχθεί το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ, τη χρεοκοπία της ΔΕΗ και των άλλων ΔΕΚΟ που καταρρέουν, τις αποφάσεις για τα αναδρομικά. Και μαζί με αυτά βέβαια, τις προσδοκίες για φορολογικές μειώσεις.

Μία πραγματιστική προσέγγιση κατ’ αρχήν οφείλει να τονίσει ότι, παρά τα συνήθως αναφερόμενα στο πολιτευτικό -και δη προεκλογικό- λόγο, η ελληνική οικονομία, σε ορατό χρονικό ορίζοντα, δεν πρόκειται να δεχθεί αναπτυξιακή ώθηση ούτε από τις κατά φαντασίαν ξένες επενδύσεις, οι οποίες μάλλον δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ σε άλλους τομείς εκτός από τους διαφόρων ειδών λιμένες και τα τυχερά παίγνια, ούτε και από ένα ξαφνικό κύμα δημιουργίας startups υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα μετέτρεπαν τη χώρα σε Silicon Valley της Μεσογείου. Μία σημαντική αναπτυξιακή ώθηση όμως θα μπορούσε να δοθεί στην οικονομία με ένα εκτεταμένο και αποφασιστικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και εκσυγχρονισμού των ελληνικών ΔΕΚΟ, και των επιχειρήσεων του ευρύτερου κρατικού τομέα γενικότερα. Αλλά και αυτό μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Δυστυχώς σήμερα κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον εφικτό και δεν υφίσταται σαν δυνατότητα για την επερχόμενη κυβέρνηση. Μετά από τα χρόνια ατολμίας και αδράνειας, στις αρχές της κρίσης, που οδήγησαν στη σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης στις επιχειρήσεις αυτές,  τα τεσσεράμισι τελευταία χρόνια υπήρξαν απολύτως καταστροφικά. Σε τέτοιο βαθμό που τώρα πλέον είναι παντελώς αδύνατη η χρησιμοποίηση των ΔΕΚΟ ως αναπτυξιακής ατμομηχανής της ελληνικής οικονομίας, γιατί αυτές κείτονται σε ερείπια και θα πρέπει να δοθεί ένας σχεδόν άπελπις αγώνας αποκλειστικά και μόνο με στόχο να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευσή τους που θα συνεπέφερε και την κατάρρευση της συνολικής οικονομίας.

Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις και ελαφρύνσεις. Ούτε οι φορολογικές ελαφρύνσεις  αρκούν από μόνες τους για να προσδώσουν επενδυτική δυναμική σε μία οικονομία, (κάτι τέτοιο δεν συνέβη πάντως στην Ιρλανδία -και εκεί συνέτρεξαν πολλοί ισοδύναμοι παράγοντες από τους οποίους η φορολογία ήταν μόνο ο ένας), ούτε η υψηλή φορολογική επιβάρυνση αποτρέπει, από μόνη της, την πραγματοποίηση επενδύσεων, όπως αφελώς πιστεύουν οι “αδιαπραγμάτευτοι” εγχώριοι “φιλελεύθεροι”. (Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα υπήρχε η παραμικρή νέα επένδυση στη Γερμανία ή στη Σουηδία). Η επενδυτική απόφαση καθορίζεται με πολύ πιο σύνθετα κριτήρια. Το θέμα είναι, όμως, ότι πράγματι μία οικονομία με ασθενή επιχειρηματικότητα, με ισχνή συνολική προστιθέμενη αξία και χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο παραγωγής, όπως η ελληνική, που περιβάλλεται από ανταγωνιστές με πολύ χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, δεν μπορεί να παραμείνει συγκριτικά υπερφορολογούμενη. Και οι δικοί της φορολογικοί συντελεστές θα πρέπει να προσαρμοσθούν στις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας.

Όπως βέβαια παρατήρησε πρώτος ο Baron de Montesquieu τα φορολογικά έσοδα χαρακτηρίζονται από έναν βαθμό ελαστικότητας σε σχέση με τους φορολογικούς συντελεστές. Πλην όμως, όπως διαπίστωσαν με δυσάρεστη έκπληξη, ο Arthur Laffer και ο Ronald Reagan όταν προσπάθησαν να εφαρμόσουν αυτήν την ιδέα στην πράξη, πρέπει να προσέχει κανείς και τις πραγματικές τιμές στην καμπύλη φορολογικών εσόδων της οικονομίας, (δηλαδή την απόλυτη τιμή της ελαστικότητας της).  Και αυτό διότι, τις περισσότερες φορές, αυτή η απόλυτη τιμή δεν είναι ίση ή μεγαλύτερη της μονάδας με αποτέλεσμα η μείωση των φορολογικών συντελεστών να επιφέρει μείωση και του συνόλου των φορολογικών εσόδων αντί για αύξησή τους, όπως πιστεύουν οι “αδιαπραγμάτευτοι” ότι θα συμβεί. Το πιο πιθανό είναι ότι κάτι παρόμοιο θα επαναληφθεί και στην ελληνική περίπτωση. Και επειδή όλα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, ανάλογη με τη μείωση των φορολογικών εσόδων θα πρέπει να είναι και η μείωση των δημοσίων δαπανών, ειδικά δε όταν βρίσκεσαι ως χώρα υπό τη δέσμευση να έχεις πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Συνεπώς κάποιος μπορεί να πει ότι η Ελλάδα τον Ιούλιο του 2019 θα επιστρέψει ξανά στο ίδιο πρόβλημα, -τις δημόσιες δαπάνες- που αντιμετωπίζει ήδη από 190 ετών, δηλαδή από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Τα παραπάνω δεν γράφονται με τον σκοπό να αποθαρρύνουν και να απομειώσουν τη μεταρρυθμιστική και ανορθωτική πνοή που φαίνεται να κυριαρχεί σήμερα στη χώρα. Αντιθέτως γράφονται για να την βοηθήσουν. Η αισιοδοξία, για να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να συνοδεύει την πλήρη και διαυγή αντίληψη της πραγματικής κατάστασης, και την απόφαση για την αλλαγή της, όση προσπάθεια και αν απαιτεί αυτό. Διότι, δυστυχώς, δεν υπάρχει ο ένας  “Γόρδιος δεσμός”, το κόψιμο του οποίου θα σημάνει την είσοδο της χώρας σε μία νέα διαφορετική, λαμπρή, πορεία ανάπτυξης. Υπάρχουν μάλλον εκατοντάδες ή χιλιάδες “Γόρδιοι δεσμοί” που θα πρέπει να κόβονται με επίπονη, αλλά και επίμονη προσπάθεια, κάθε μέρα, ξανά και ξανά. Αυτό πρέπει να είναι συνείδηση για τους οπαδούς της μεταρρύθμισης και της ανάταξης της χώρας.

* Οι κ.κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι. Συγγραφείς του βιβλίου “Το Επιπλέον Ναυάγιο – Ερμηνευτικό Εγκόλπιο για την Κρίση”, Εκδόσεις Andy’s.

https://www.capital.gr/arthra/3370905/den-uparxei-gordios-desmos?fbclid=IwAR0XO2hXkPjk33aFzIz3x_x0RqiECAp5mKZo4OKI0ktvklDODd6NfNODHsI

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα