Φεβρουάριος 2019 – Τι να περιμένουμε από ακόμα μία πρωτοβουλία Ελληνοτουρκικής Προσέγγισης;

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Της κ. Ευγενίας Βαθάκου* (Το κείμενο δημοσιεύθηκε στη “Μακεδονία της Κυριακής” 10.02.19)

Την Τρίτη, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέφθηκε την Τουρκία και στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε με τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν προμήνυσαν, αναγνωρίζοντας τα όποια ακανθώδη προβλήματα, έναν ειλικρινή διάλογο με στόχο την αμοιβαία επωφελή επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών.

Δεν είναι η πρώτη φορά που παρακολουθούμε αντίστοιχες δηλώσεις αλλά και προσπάθειες προσέγγισης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η παραδοσιακή ανάλυση των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών μεταξύ των δύο χωρών εστιάζει στους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, τους ηγέτες, θεωρώντας ότι λαμβάνουν αποφάσεις, με βάση μια ορθολογική επεξεργασία των πληροφοριών. Αυτού του είδους η ανάλυση συχνά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μέχρι τώρα αποτυχία αυτών των προσπαθειών οφείλεται στα διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα των χωρών που σε δεδομένη στιγμή των συνομιλιών αναδύονται ως ανυπέρβλητα εμπόδια.

Στο παρόν άρθρο αναδεικνύω τον «κοινωνικό» χαρακτήρα των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών, εστιάζοντας στο συστατικό στοιχείο αυτών που είναι η επικοινωνία και τη σημασία του περίπλοκου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εξελίσσονται, τη σύγχρονη λειτουργικά διαφοροποιημένη κοινωνία. Επισημαίνω μέσα από μια συστημική ανάλυση ότι η εν λόγω  πρωτοβουλία όπως και προηγούμενες αντίστοιχες, δεν είναι το αποτέλεσμα ενός ορθολογικού υπολογισμού με κριτήριο το εθνικό συμφέρον, δεν αποτελούν μια σταθερή βάση για περαιτέρω δράση με στόχο την εξεύρεση λύσεων, αλλά προσφέρουν ένα πεδίο πειραματισμού στην ευρύτερη κοινωνία, δοκιμάζοντας τα όριά της. Η εξέλιξή τους είναι ενδεχομενική, καθώς εξαρτάται από την περιπλοκότητα του περιβάλλοντός τους.

Το περιβάλλον αυτό περιλαμβάνει διαφορετικά κοινωνικά συστήματα όπως το πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό, οικονομικό, την κοινωνία των πολιτών και τα ΜΜΕ. Τα ΜΜΕ είναι ένα κοινωνικό σύστημα με ιδιαίτερο ρόλο καθώς διαδίδοντας την πληροφορία δίνουν ώθηση σ’ ένα πλεόνασμα δυνατοτήτων -δεν απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη ομάδα- και ταυτόχρονα μειώνουν την περιπλοκότητα δημιουργώντας και διατηρώντας δομικές συζεύξεις μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων, οι οποίες επηρεάζουν το σύνολο της πραγματικότητας της σύγχρονης κοινωνίας. Τα διάφορα κοινωνικά και ψυχικά συστήματα έχουν δικές τους διακριτές ορθολογικότητες. Παρότι δρουν με λογικό τρόπο, σύμφωνα με τον «νοηματικό κόσμο» τους, αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκονται σε αντιστοιχία με την αντικειμενική πραγματικότητα. Δεδομένης της απεριόριστης περιπλοκότητας του περιβάλλοντός τους, έχουν πρόσβαση στην πραγματικότητα μονάχα επιλεκτικά. Οι ταυτόχρονες επιλογές προς την ίδια κατεύθυνση δομούν την πραγματικότητα προς μια κατεύθυνση. Στη συνέχεια θα δούμε ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα συστήματα εξηγεί την ενδεχομενική φύση της εξέλιξης μιας ειρηνευτικής πρωτοβουλίας.

Η διαδικασία του Νταβός αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης η οποία αναλήφθηκε από τους δύο ηγέτες, Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ, μετά την κρίση του 1987, η οποία είχε φέρει τα δύο κράτη στο χείλος της πολεμικής αντιπαράθεσης. Επίσης, μετά την κρίση του 1996 μια σειρά πρωτοβουλιών αναλήφθηκαν οι οποίες δεν ευοδώθηκαν. Ενδεικτικά αναφέρονται οι πρωτοβουλίες του τούρκου Πρωθυπουργού Μεσούτ Γιλμάζ τον Μάρτιο του 1996, του έλληνα Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη τον Απρίλιο του 1996, του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΕ και Υπουργού Εξωτερικών της Ολλανδίας Hans Van Mierlo, τον Απρίλιο του 1997, και της Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Madeleine Albright τον Ιούλιο του 1997.

Η έκβαση των παραπάνω ειρηνευτικών διαδικασιών δεν καθορίστηκε από τις επιθυμίες ή τα εθνικά συμφέροντα των δυο χωρών, αλλά από τη δυναμική της επικοινωνίας σε μια λειτουργικά διαφοροποιημένη κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, στη συνέχεια καταδεικνύεται ότι η αδυναμία της προσπάθειας του Νταβός να εδραιωθεί, καθορίστηκε από το περιβάλλον της, τη γραφειοκρατία των Υπουργείων, τους θεσμούς, τα ΜΜΕ στις δύο χώρες και τους ανθρώπους που ενεπλάκησαν.

Σημαντική συνθήκη για την εξέλιξη αυτή αποτέλεσε το ότι οι δύο ηγέτες φοβούμενοι τις όποιες αντιδράσεις των “σκληροπυρηνικών” στο περιβάλλον τους, κράτησαν μυστικές τις συζητήσεις και την ατζέντα της προσέγγισης. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που αναφέρει ο τότε τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Nazmi Akiman «[ο Παπανδρέου] μου ζήτησε να μην έρθω σε επαφή μαζί του, να μην του τηλεφωνήσω, να μη στείλω επιστολές, να μη χρησιμοποιήσω οποιονδήποτε άλλο τρόπο επικοινωνίας. Είπε ότι θα έβρισκε τον τρόπο να έρθει εκείνος σε επαφή μαζί μου. Επιπλέον, μου ζήτησε να μεταφέρω τα μηνύματά του στον Οζάλ προσωπικά. Και μου είπε με έμφαση ‘Κύριε Akiman, μην μιλάτε στο τηλέφωνο, μη στέλνετε κωδικοποιημένα τηλεγραφήματα στην Άγκυρα σχετικά με αυτό το θέμα, πηγαίνετε αεροπορικώς …’[1]

Ωστόσο, παραδόξως, αυτό που θεωρούσε ο Παπανδρέου ότι θα προστάτευε την εν λόγω διαδικασία, η μυστικότητα, την ανέτρεψε, καθότι η επικοινωνία σχετικά με αυτή συνεχιζόταν. Υπενθυμίζω ότι ανώτεροι Έλληνες διπλωμάτες, ο τότε Έλληνας Πρέσβης στην ΕΣΣΔ, ο Πρέσβης στην Κύπρο, και ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Ελληνοτουρκικών του Υπουργείου Εξωτερικών, παραιτήθηκαν εκφράζοντας «την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις αυτών των πρωτοβουλιών [της διαδικασίας του Davos] στη μακροπρόθεσμη πολιτική της Τουρκίας απέναντι στον Ελληνικό κόσμο». Μετά την παραίτησή τους ανέλαβαν ενεργή αντιπολιτευτική δράση ενάντια στη νέα πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.

Ο τότε Υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Καψής γράφει στο βιβλίο του για την κρίση του 1987 ότι ο ίδιος και άλλοι διπλωμάτες είχαν προσπαθήσει να περιορίσουν τον διάλογο με την άλλη πλευρά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και μόνο. Επίσης, παραδέχεται ότι εφάρμοζε τις παλιές πολιτικές όπως ανέφερε «χωρίς να…ρωτώ». Ανάλογες αντιστάσεις συνάντησε η προσέγγιση του Νταβός και στην τουρκική πλευρά.

Στις πρωτοβουλίες που αναλήφθησαν μετά το 1996, αντίστοιχα, συνθήκες οι οποίες δεν είχαν σχέση με το περιεχόμενο των συνομιλιών των δύο μερών καθόρισαν την εξέλιξή τους. Η αλλαγή στην τουρκική ηγεσία καταδίκασε σε αποτυχία την ειρηνευτική πρωτοβουλία του Yilmaz, η κρίση για τη Γαύδο υπονόμευσε τη διαδικασία που είχαν αρχίσει οι δυο κυβερνήσεις και η απόφαση της Διάσκεψης του Λουξεμβούργου τον Δεκέμβρη του 1997 στάθηκε εμπόδιο στην πρωτοβουλία που ανέλαβε η ευρωπαϊκή προεδρία του Λουξεμβούργου.

Ο Πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος, ένας από τους πιο έμπειρους Έλληνες διπλωμάτες, ο οποίος είχε χειριστεί θέματα που αφορούσαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις επεσήμανε τη σημασία του περιβάλλοντος, όταν ανέφερε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει το 2001 ότι «όταν η Ελλάδα ήταν έτοιμη για μια συμφωνία, υπήρχε πολιτική αστάθεια στην Τουρκία και αντίστροφα».

Βεβαίως υπήρξαν και θετικές εξελίξεις: Τόσο το Νταβός όπως και οι πρωτοβουλίες μετά το 1996 (όχι μόνο οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες αλλά και πρωτοβουλίες στο επίπεδο της Κοινωνίας των Πολιτών, των ΜΜΕ, της ακαδημαϊκής κοινότητας), ανέδειξαν νέες θεματικές και δοκιμαστικούς θεσμούς συνεργασίας, πολλοί από τους οποίους παρέμειναν υπό λανθάνουσα μορφή μέχρι το 1996 και στη συνέχεια μετά τους σεισμούς του 1999 και την απόφαση του Ελσίνκι για την αναγνώριση της Τουρκίας ως υπό ένταξη στην ΕΕ χώρα, ενεργοποιήθηκαν, σε ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον και σχηματοποιήθηκαν σε δομές συνεργασίας. Ωστόσο, το αναδυόμενο σύστημα συνεργασίας με τις νέες δομές, δηλαδή τις πρακτικές, τους θεσμούς, τα πρόσωπα και τους ρόλους που το συνέστησαν, μετά το 2005 ατρόφησε και πάλι.

Την Τρίτη, 5 Φεβρουαρίου 2019, ο Αλέξης Τσίπρας συνάντησε τον Ταγίπ Ερντογάν και οι δύο μαζί ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να προχωρήσουν σε ένα ειλικρινή διάλογο. Η συστημική ανάλυση αναδεικνύει τον κοινωνικό και ενδεχομενικό χαρακτήρα των ειρηνευτικών διαδικασιών. Μας καλεί να περάσουμε από την μονογραμμική αιτιότητα στην ανάλυση λειτουργικών ισοδυνάμων, διερευνώντας τις πολύπλοκες διαδικασίες σύστασης της όποιας “ενέργειας” των πολιτικών/ψυχικών συστημάτων. Εν προκειμένω λοιπόν, δεν μας διαφεύγει ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία μπαίνουν σε προεκλογική περίοδο. Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν σημαντικά προβλήματα να αντιμετωπίσουν που αφορούν την επιβίωσή τους. Η τουρκική οικονομία, οι δημοτικές εκλογές του Μαρτίου, πιέσεις και δύσκολες ισορροπίες στη γειτονιά της Τουρκίας που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν. Από την άλλη, στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα διαθέτει μια ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή, ετοιμάζεται για εκλογές εθνικές και δημοτικές και έχει αρκετά μέτωπα ανοιχτά. Το περιβάλλον δεν προμηνύει την ανάληψη μιας ουσιαστικής πρωτοβουλίας και τη θετική της έκβαση.

Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε (αναστοχαστική) επικοινωνία, στη βάση της μετριοπάθειας και της εμπιστοσύνης – η εμπιστοσύνη είναι σημαντική συνθήκη μείωσης της περιπλοκότητας στη σύγχρονη κοινωνία διακινδύνευσης που ζούμε. Επιπλέον, ο διάλογος δεν θα πρέπει να αφορά τους πολιτικούς και τους τεχνοκράτες των δύο υπουργείων (κάτι που γνωρίζουμε πλέον ότι είχε προχωρήσει σημαντικά μέχρι το 2004), αλλά το σύνολο της ελληνικής και τουρκικής κοινωνίας.

Ευγενία Βαθάκου

PhD στην Ανάλυση Διεθνών Συγκρούσεων

Διδάσκουσα ΕΑΠ /

 Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων – ΠΑΠΕΛ

[1] Το απόσπασμα αυτό καθώς και κάποια ακόμα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο μου “Κοινωνιολογία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων – Αυθόρμητη Διαχείριση Κρίσεων στην Παγκόσμια Κοινωνία”, εκδόσεις Παπαζήση, 2018.

spot_img

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Βαθυστοχαστη και γιαυτο ακαταληπτη -αν εξαιρεσουμε τις δυο τελευταιες παραγραφους του αρθρου της πρωτοεμφανισθεισης αναλυτριας κας Ευγενιας Βαθακου και η σκοπιμοτητα του αρθρου της ειναι μαλλον το ” προμοταρισμα” του βιβλιου της ,που εκδοθηγκε το 2018 και της ευχομεθα να ειναι καλοταξιδο -καθως λεγεται.
    Τι καλα θα ηταν να μας ανελυε και τα ακρωνυμια ” ΕΑΠ και ΠΑΠΕΛ” , που και αυτα ειναι πρωτοεμφανιζομενα σε δημοσιευμα .

  2. Αναλυτική η Κα Βαθάκου. Ασφαλώς απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό. Ομως ειναι κβαντική σκέψη και το περιεχόμενο εχει ουσιαστικές παραδοχές. Σίγουρα δεν απευθύνεται στον μέσο Ελληνα ο οποιος αποδεδειμένα δεν μπορεί να μασίσει τετοια τροφή. Ομως οι προσεγγίσεις της έχουν πολύ βαθυ περιεχόμενο και αποκαλύπτουν την ανοργανωσιά των υπηρεσιών και των πολιτικών (προσώπων) και της πολιτικής τους εκατέρωθεν του Αιγαίου η οποία ταλαιπωρεί τους λαους, με τον τρόπο που το επιθυμεί διαχρονικά και ο ξενος παράγοντας. Διοτι οι σοβαρες πολιτείες εχουν υπηρεσιακούς παραγοντες σταθερους. Οχι εμεις. (ΕΑΠ = Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο ΠΑΠΕΛ =Πανεπιστημιο Πελοποννήσου)

Leave a Reply to Σ.Α.Ν Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα