Ο αντίκτυπος του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου στην ελληνική οικονομία

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Του Γιώργου Ν. Πινακίδη*

Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας φαίνεται να προσλαμβάνει νέα τροπή. Η εξαγγελθείσα προ ημερών επιβολή νέων αμερικανικών δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Κίνας. Η απάντηση δεν έλαβε όμως χώρα αυτή τη φορά στο εμπορικό πεδίο, αλλά στο νομισματικό. Η κεντρική τράπεζα επέτρεψε την υποτίμηση του γουάν έναντι του δολαρίου. Με τον τρόπο αυτό επιχείρησε να αντισταθμίσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο οποίο απέβλεψε η άλλη πλευρά. Οι φθηνότερες κινεζικές εξαγωγές «ροκανίζουν» την αύξηση της τιμής τους που συνεπάγεται η επιβολή δασμών.

Αυτός είναι εξάλλου ο πυρήνας του προβλήματος: το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο των Η.Π.Α. έναντι της Κίνας. Κατά την αντίληψη της αμερικανικής διοίκησης, το σχετικά ακριβό δολάριο συντηρεί το έλλειμμα αυτό, ενώ από την άλλη πλευρά εμποδίζει την τόνωση της οικονομίας. Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθούν οι επίμονες εκκλήσεις του αμερικανού Προέδρου προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα για πιο χαλαρή νομισματική πολιτική· εκκλήσεις που αποκτούν επείγοντα χαρακτήρα, υπό το φως της πρόσφατης αντιστροφής της καμπύλης αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων. Πρόκειται για το φαινόμενο πτώσης της απόδοσης των ομολόγων μακράς λήξης κάτω από το επίπεδο απόδοσης των ομολόγων βραχείας λήξης, το οποίο αποτελεί προάγγελο εξασθένησης της οικονομικής δραστηριότητας, αν όχι ύφεσης.

Τα παραπάνω διεξάγονται σε μια επιβαρυμένη οικονομική ατμόσφαιρα, που διαμορφώνεται από την κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Η μείωση της εξωτερικής ζήτησης της αχανούς ασιατικής χώρας δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Κυρίως τη γερμανική, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εξαγωγικό πρότυπο, αλλά και τη γαλλική. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες των δύο χωρών μετρούν ήδη τις πρώτες απώλειες. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η Μ. Βρετανία. Η προοπτική αποχώρησής της από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία, δημιουργεί σύγχυση και ανασφάλεια αναφορικά με τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις της χώρας και το καθεστώς διακίνησης και δασμολόγησης των εμπορευμάτων, αναπτύσσοντας έτσι προκαταβολικά τις οικονομικές της παρενέργειες. Κι όλα αυτά, ενώ δεν έχει εκλείψει το ενδεχόμενο επιβολής αμερικανικών δασμών και σε ευρωπαϊκά προϊόντα, παράμετρος που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το κλίμα.

Ο κίνδυνος περαιτέρω επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας έχει ωστόσο προκαλέσει αναθέρμανση της αγοράς κρατικών ομολόγων. Οι επενδυτές αποσύρονται από τα ευμετάβλητα σε ασταθείς περιόδους χρηματιστήρια και στρέφονται σε επιλογές που θεωρούνται πιο ασφαλείς, μεταξύ αυτών και στα κρατικά ομόλογα. Η ζήτηση των τελευταίων αυξάνεται, έστω και αν οι αποδόσεις τους είναι μικρές, λόγω της πολιτικής διατήρησης χαμηλών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών σε περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετήσουμε και την πτώση της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων, παρά το γεγονός ότι υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την τρέχουσα περίοδο οι αποδόσεις πολλών κρατικών ομολόγων, ευρωπαϊκών και άλλων, είναι αρνητικές. Έτσι, το συγκριτικά υψηλότερο (δεδομένου του πιστοληπτικού κινδύνου) θετικό επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων είναι ελκυστικό, συνεκτιμωμένης και της σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να υποστηρίξει την επίτευξη του στόχου μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων. Διότι το ύψος των πλεονασμάτων αυτών συμφωνήθηκε με την υπόθεση ενός ακριβότερου δανεισμού – με επιτόκιο διπλάσιο περίπου από το τρέχον. Η πτώση του επιτοκίου διευκολύνει τώρα την έκπτωση του στόχου. Θα δημιουργηθεί έτσι περισσότερος δημοσιονομικός χώρος και μεγαλύτερα περιθώρια φορολογικών ελαφρύνσεων, που θα επιτρέψουν την ενίσχυση της αναπτυξιακής φοράς της οικονομίας.

Υπάρχουν όμως, αντιστρόφως, και δυσμενείς επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου για την ελληνική οικονομία. Οι κυριότερες από αυτές αφορούν στην κάμψη που ήδη εμφανίζεται στον τουρισμό, τομέα με κρίσιμη συμβολή, άμεση και έμμεση, στο εγχώριο Α.Ε.Π. Ο μικρότερος αριθμός τουριστών που προβλέπεται ως τη λήξη της φετινής περιόδου σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές οφείλεται βεβαίως εν μέρει στην υποχώρηση της τουρκικής λίρας, η οποία καθιστά το τουριστικό προϊόν της γειτονικής χώρας πιο ανταγωνιστικό σε σχέση με το εγχώριο. Οφείλεται όμως σαφώς και στην συρρίκνωση των ευρωπαϊκών οικονομιών και δη των μεγαλυτέρων, οι οποίες άλλωστε αποτελούν τον βασικό τροφοδότη της ελληνικής τουριστικής επιχειρηματικότητας. Στην ίδια αιτία πρέπει να αποδώσουμε και την αναμενόμενη μείωση των ελληνικών εξαγωγών, καθώς οι κύριοι εμπορικοί μας εταίροι είναι τα ευρωπαϊκά κράτη.

Είναι εμφανής από τα ανωτέρω τόσο η έντονη αλληλεξάρτηση των οικονομιών σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όσο και η σύνθετη, ενίοτε αντιφατική, επίδραση των διεθνών οικονομικών εξελίξεων επί των εθνικών οικονομιών. Ιδίως των πιο ευαίσθητων, όπως η δική μας, η οποία, έχοντας εξέλθει τυπικά από την περίοδο των προγραμμάτων προσαρμογής, προσπαθεί να ορθοποδήσει σε μια διεθνή συγκυρία όχι ιδιαιτέρως ευνοϊκή.

18.08.2019

* Ο Γιώργος Πινακίδης είναι δικηγόρος.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα