Το τοπίο ξεκαθαρίζει με πικρό τρόπο για τα παιδιά μας:

Οι τιμές των ακινήτων, οι συντάξεις και η λιτότητα θα φανούν ασήμαντα θέματα σε σύγκριση με τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην επόμενη γενιά, η οποία όμως είναι και η πρώτη που δεν μπορεί καν να διανοηθεί ότι θα μπορέσει βάλει κάποια χρήματα στην άκρη για τα γεράματα. Μονά ζυγά, αυτή είναι η χαμένη.

Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του άρθρου της ρεπόρτερ και αρθρογράφου Poppy Noor στον Guardian: «Save for our pensions? We millennials can barely find the money to live». Ποιες συντάξεις; Εδώ δεν έχουμε λεφτά, για να ζήσουμε σήμερα!

«Οποιαδήποτε σκέψη για κάποια λεφτά στην άκρη συνθλίβεται από το χρέος του δανείου για σπουδές και από το νοίκι που δεν πληρώθηκε» συμπληρώνει.

Αν υπάρχει ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα «ταμπού», που παραμένει άλυτο, παραμελημένο και υποτιμημένο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο το διαχειρίζονται επί δεκαετίες οι προηγούμενες γενιές, είναι η μέριμνα για τα παιδιά. Οι millenials -όσοι γεννήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά- πληρώνουν τώρα τα σπασμένα.

Η παλιότερη συζήτηση για το «χάσμα γενεών» φαίνεται σήμερα γραφική. Η εκδοχή εκείνη, που κράτησε για μεγάλο διάστημα του 20ού αιώνα και έδωσε στον αναπτυγμένο κόσμο ιδέες για ταινίες, βιβλία και υπέροχες μπαλάντες για τους «καιρούς που αλλάζουν», αναδείκνυε τα εκάστοτε χαρακτηριστικά του «συντηρητισμού» των παλιών και του «ριζοσπαστισμού» των νέων. Με μια διαφορά όμως: Η ζωή γινόταν σταδιακά καλύτερη, από τη μία γενιά στην άλλη. Πιο ασφαλής, πιο ευημερούσα, πιο υγιής, πιο μεγάλη σε διάρκεια. Αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» φαινόταν απίθανο να ανατραπεί.

Κι όμως το παραπάνω περιγραφέν μοντέλο της σχέσης μεταξύ των γενεών έχει πια σπάσει. Κι αυτό αν δεν καταστεί μόνιμη κατάσταση, σίγουρα θα κρατήσει επί πολλές δεκαετίες με συνέπειες που ακόμα είναι δύσκολο να εκτιμηθούν στην έκταση και τη σοβαρότητά τους

Ας δούμε μια λεπτομέρεια: Η κρατική σύνταξη στο Ηνωμένο Βασίλειο καθιερώθηκε το 1908 και μπορούσε να την πάρει κάποιος όταν έφτανε στην ηλικία των 70 ετών. Ήταν τόσο λυτρωτική αυτή η απόφαση, που ελάχιστοι διαμαρτυρήθηκαν για το γεγονός ότι εκείνη την εποχή μόνο ένας στους τέσσερις έφτανε στα 70, για να επωφεληθεί. Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν πριν μπορέσουν να εισπράξουν οποιαδήποτε κρατική σύνταξη.

Σήμερα, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση είναι 82,9 έτη για τις γυναίκες και 79,2 για τους άνδρες. Αυτό είναι, προφανώς, μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη, αλλά αμέσως δημιουργεί ερωτήματα σε πιο «πεζά» πράγματα, όπως είναι το πώς θα εξασφαλιστούν χρήματα για συντάξεις σε καιρούς οικονομικής κρίσης. Όταν η συνταξιούχος γενιά τείνει να γίνει πολυπληθέστερη από τη γενιά εργασίας, το πρόβλημα θα καταστεί απλώς άλυτο Ένα τεράστιο σώμα κοινωνικών επιστημόνων και οικονομολόγων έχει πέσει στη μελέτη του θέματος και συνήθως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι baby boomers -αυτοί που γεννηθήκαν μεταξύ 1945 και 1960- έφαγαν όλη την πίτα!

Ποιος θα φανταζόταν το 1980 λ.χ. ότι εκατομμύρια νέοι στον ευρωπαϊκό Νότο αλλά και σιγά σιγά πολλοί και στο Βορρά θα ήταν καταδικασμένοι να ζουν χωρίς δουλειά, χωρίς μόρφωση και κατάρτιση, χωρίς ασφάλιση και με μηδαμινές πιθανότητες να αλλάξει η μοίρα τους;

Είναι η συζήτηση την οποία ακόμα και σήμερα η φιλελεύθερη Ευρώπη αρνείται να ανοίξει με διάθεση να κάνει κάτι πέρα από ευχολόγια και διαπιστώσεις: Τι κάνουμε με τους νέους που μένουν επί χρόνια άνεργοι, έχοντας απολέσει σταδιακά την αυτοπεποίθησή τους, την αυτοεκτίμησή τους, τη διάθεση για ζωή, εργασία και γνώση;

Οι κυβερνήσεις αλλά και η υποταγμένη στο μονόδρομο των αγορών Ε.Ε., μάλλον αρκούνται στο ρόλο του «ρεπόρτερ»! Τι κάνουν βλέποντας τις κοινωνίες να γερνούν, την αυτοματοποίηση να καταργεί σε καταιγιστικούς ρυθμούς ολόκληρους κλάδους εργασίας, τους συνταξιούχους να αυξάνονται, τα χρέη να μεγαλώνουν, τους προϋπολογισμούς να γίνονται λάστιχο ; Απλώς ένα έγκυρο ρεπορτάζ. Πέραν τούτου ουδέν…

*Δημοσιεύθηκε στη “ΜτΚ” στις 10 Φεβρουαρίου 2019