Από τη βιαιότητα της πτώσης στο αναπτυξιακό σοκ, μια επανάσταση δρόμος

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Του Παναγιώτη Γκλαβίνη

Το ένα από το άλλο μπορεί να απέχει από μια μέρα μέχρι μια αιωνιότητα. Το πρόβλημα είναι αν θ’ ανακάμψουμε με την ίδια βιαιότητα με την οποία καταρρέουμε, μόνη λύση για να σωθούμε. Μέρες πούναι, μας χρειάζεται μια επανάσταση γι’ αυτό˙ την οποία ποτέ δεν κάναμε στα δέκα χρόνια κρίσης. Αν δεν την κάνουμε τώρα, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας.

Τα αίτια της βίαιης πτώσης των χρηματιστηρίων

Η βιαιότητα της πτώσης των χρηματιστηρίων είναι συνέπεια τριών παραγόντων:

α) της υπερχειλίζουσας ρευστότητας, με την οποία κατέκλυσαν τις αγορές οι πολιτικές της ποσοτικής χαλάρωσης, στις οποίες επιδόθηκαν οι κεντρικές τράπεζες,

β) το χαμηλό κόστος χρήματος, που επεβλήθη κι αυτό από τις ίδιες, και

γ) η πολιτική επαναπατρισμού κεφαλαίων που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις πολυεθνικές εταιρίες τους.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι παράγοντες αυτοί, παρά τους ωκεανούς ρευστότητας που δημιούργησαν, προκάλεσαν εν τέλει ένα πρόβλημα ρευστότητας στην πραγματική οικονομία! Και δεν ήταν το μόνο παράξενο που προκάλεσαν.

Το νέο χρήμα κατέστησε τα κρατικά ομόλογα ασύμφορη επένδυση, στο μέτρο που μηδένισε τις αποδόσεις τους. Λόγος για τον οποίο τα ελληνικά ομόλογα, με υψηλότερα κατ’ αρχήν επιτόκια, στο τέλος του party προσέλκυσαν και αυτά το ενδιαφέρον των διψασμένων για αποδόσεις επενδυτών, οι οποίοι φέρανε το δεκαετές κάτω από το 1%, που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα αντιστοιχούσε σε χώρα με αξιολόγηση «Α»!

Ήταν τέτοια η στρέβλωση την οποία προκάλεσαν οι πολιτικές της ποσοτικής χαλάρωσης και των χαμηλών επιτοκίων, που οδήγησαν μια χώρα με μη επενδύσιμη αξιολόγηση να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια (εν προκειμένω, στα γραμμάτια Δημοσίου)…

Οι αγορές, λοιπόν, στράφηκαν στις μετοχές, οι οποίες κατέγραφαν φρενήρη ανοδική πορεία, αν και όλοι γνώριζαν ότι αυτό γινόταν επί δέκα χρόνια τώρα και δεν ήταν φυσιολογικό να συνεχίζεται.

Πουθενά, όμως, δεν φαινόταν στον ορίζοντα το γεγονός εκείνο που θα έσπαζε τη φούσκα, που όλοι αναγνώριζαν ότι είχε δημιουργηθεί. Και τέτοια γεγονότα είχαμε πολλά στην πορεία: βρεθήκαμε στα πρόθυρα πυρηνικού πολέμου με τη Βόρειο Κορέα, σύρραξης με το Ιράν, η Βρετανία βγήκε από την Ε.Ε., οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας δέχτηκαν επίθεση, και πολλά άλλα. Τα χρηματιστήρια, τα θεωρούσαν αυτά non-events και σπάζανε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.

Μόνον η πανδημία που προκάλεσε ο κορωνοϊός ήταν ικανή να σπάσει τη φούσκα. Και την έσπασε.

Στην Αμερική, η διαθέσιμη ρευστότητα πολλαπλασιάστηκε από την πολιτική του Προέδρου Trump να εξαναγκάσει τις αμερικανικές πολυεθνικές να επαναπατρίσουν τα κεφάλαιά τους, διαφορετικά θα φορολογούσε διπλά τα κέρδη τους. Ένα μικρό μόνο μέρος των επαναπατρισθέντων κεφαλαίων, ωστόσο, επενδύθηκε στην πραγματική οικονομία. Ο μεγαλύτερος όγκος τους κατευθύνθηκε στην αγορά ιδίων μετοχών τους. Ως αποτέλεσμα, στην Αμερική, οι τιμές των μετοχών δεν σταματούσαν να ανεβαίνουν.

Ταυτόχρονα, λόγω του αρνητικού κόστους του χρήματος, ήταν αδιανόητο να τοποθετεί κανείς τα χρήματά του σε καταθέσεις. Όπως κάθε εμπόρευμα, όμως, έτσι και το χρήμα, όταν λειτουργεί το ίδιο ως εμπόρευμα, που κατατίθεται, τοποθετείται ή επενδύεται και δεν κυκλοφορεί για να πληρώσει την αξία ενός πραγματικού εμπορεύματος ή μιας υπηρεσίας, δεν μπορεί να μην έχει συναλλακτική αξία, πόσω μάλλον αρνητική.

Τα χαμηλά επιτόκια επιβλήθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες για να διατηρηθούν βιώσιμα τα υψηλά χρέη των κρατών, κατόπιν της υπερχρέωσής τους για τις ανάγκες αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όταν έγινε προσπάθεια δυο χρόνια πριν από την Fed να αυξηθούν, η Αργεντινή πτώχευσε και λίγο έλειψε να πτωχεύσει και η Τουρκία. Με άλλα λόγια, οι κεντρικές τράπεζες έμοιαζαν εγκλωβισμένες στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων. Κατά τον ίδιο τρόπο που εγκλώβισαν τις αγορές στο να επενδύουν δίχως αύριο σε μια αέναη άνοδο των μετοχών.

Τα αρνητικά επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων είχαν ως αποτέλεσμα να στραγγίσουν την αγορά από ρευστό, το οποίο –κατευθυνόμενο στις μετοχές σε αναζήτηση αποδόσεων λίγο μεγαλύτερων από το μηδέν των κρατικών ομολόγων– εξέλειπε.

Μόλις δε έσκασε η φούσκα και οι μετοχές άρχισαν να πέφτουν, οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν, για να βρουν χρήματα, να ρευστοποιούν και καλά χαρτιά, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν επρόκειτο να πουλήσουν. Σε αυτό οφείλεται η μεγάλη πίεση που ασκήθηκε στην πτώση, μετατρέποντάς την σε κατάρρευση. Εξ αυτού του λόγου, πολλές μεγάλες εταιρίες βρίσκονται στα όρια της παύσης πληρωμών και στρέφονται στα κράτη τους να τις ενισχύσουν.

Πού βρίσκεται σήμερα η ρευστότητα που κατέκλυσε την παγκόσμια οικονομία; Στο μέτρο που κατέληξε στις μετοχές, έχει σε μεγάλο βαθμό αφανιστεί με την κατάρρευση των τιμών τους στα χρηματιστήρια, αποστραγγίζοντας και την αγορά από ρευστότητα, την οποία μάταια αναζητούν οι επιχειρήσεις στις παραπέρα ρευστοποιήσεις τίτλων που κατέχουν, μόνο και μόνο για να οδηγήσουν ακόμη πιο κάτω τις τιμές τους.

Το ίδιο engineering με το οποίο αντιμετωπίστηκε η χρηματοπιστωτική κρίση

Εδώ ακριβώς μπήκαν ξανά στο παιγνίδι οι κεντρικές τράπεζες, ακόμη πιο δυνατά, για να εγχύσουν ακόμη περισσότερη ρευστότητα στις αγορές, καθώς η προηγούμενη έχει σε μεγάλο βαθμό διαγραφεί και εξακολουθεί να διαγράφεται όσο συνεχίζεται η πτώση.

Έτσι, όμως, οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν την τρέχουσα κρίση με το engineering με το οποίο αντιμετώπισαν την προηγούμενη. Ως αποτέλεσμα των νέων ενέσεων ρευστότητας, το χρέος των κρατών (για να χρηματοδοτήσουν τα νέα ελλείμματά τους και να στηρίξουν τις οικονομίες τους) και των επιχειρήσεων (για να χρηματοδοτήσουν το υποχρεωτικό shut down) θα εκτοξευτεί, με ορατό κίνδυνο να οδηγήσει σε μαζικές πτωχεύσεις όχι μόνο εταιριών, αλλά και κρατών.

Δεν φαίνεται, ωστόσο, να έχουν άλλα μέσα στη διάθεσή τους για να αντιμετωπίσουν την τωρινή κρίση, που σε αντίθεση με την προηγούμενη, πλήττει την εφοδιαστική αλυσίδα τόσο σε επίπεδο ζήτησης όσο και σε επίπεδο προσφοράς, και δεν γνωρίζουμε ποιες βλάβες θα της προκαλέσει και πόσο γρήγορα θα αποκατασταθούν μετά το shut down.

Το shut down δεν θα είναι time out

Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε το shut down ωσάν να βρισκόμασταν σε πρόωρες διακοπές του Πάσχα, και επιστρέφοντας, πιστεύουμε πως όλα θα είναι πάλι όπως πριν.

Κατ’ αρχάς, η Ελλάδα δεν ήταν αυτό που πιστεύαμε πως ήταν πριν. Το τέταρτο τρίμηνο του 2019, όταν δεν υπήρχε κορωνοϊός στη χώρα, ούτε Ερντογάν στα σύνορα, καταταγήκαμε και πάλι τελευταίοι στην υλοποίηση νέων επενδύσεων στην Ευρωζώνη, ενώ το ΑΕΠ μας σημείωσε το απογοητευτικό ποσοστό αύξησης του 1%. Το δε Δημοσιονομικό Συμβούλιο προειδοποίησε ότι το 3,5% δύσκολα θα το πετυχαίναμε φέτος χωρίς μέτρα. Τώρα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, η Ε.Ε. μας το συγχώρεσε προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουμε την κρίση.

Η εικόνα που δημιούργησε η ποσοτική χαλάρωση, ήταν ψεύτικη και μας παραπλάνησε. Εκτός αν πιστεύουμε ότι το 1% του δεκαετούς ομολόγου οφειλόταν στην επιστροφή μας στην κανονικότητα. Δυστυχώς, δεν ξεγελάσαμε κανέναν! Μόλις ακούστηκαν τα πρώτα κανόνια, οι επενδυτές πήραν τα λεφτά τους και φύγανε με την ίδια ευκολία με την οποία ήρθανε. Η απόδοση του δεκαετούς άγγιξε τότε το 4% και χρειάστηκε να παρέμβει η ΕΚΤ για να το φέρει στο 2,5%, καθιστώντας επιλέξιμα και τα δικά μας ομόλογα στο πρόγραμμα επαναγοράς τίτλων στη δευτερογενή αγορά.

Το επιχείρημα ότι όλοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση δεν πρέπει να μας παρηγορεί. Και το 2008 όλοι στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν. Πλην όμως, το 2010, εμείς πτωχεύσαμε, γιατί η κρίση μάς βρήκε οριακά στο χρέος και στα ελλείμματα, τα οποία αδυνατούσαμε πλέον να αντιμετωπίσουμε σε περιβάλλον ύφεσης. Και τώρα η κρίση μάς βρίσκει οριακά στο χρέος, η βιωσιμότητα τού οποίου, σε μακροπρόθεσμη βάση, αμφισβητούνταν από ορισμένους θεσμούς και πριν ενσκήψει η πανδημία.

Μετά το πέρας της πανδημίας, τίποτε δε θάναι το ίδιο στη χώρα όταν η Ε.Ε. κληθεί να κάνει ταμείο. Κανένα μέτρο απ’ όσα έχουμε λάβει μέχρι σήμερα στα δέκα χρόνια της κρίσης δεν θα είναι τότε ικανό να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του χρέους μας. Αλλ’ ούτε και η διαχείριση της κρίσης μας από τους εταίρους μας θα γίνει με τους συνήθεις τρόπους αντιμετώπισής της. Αυτό που κυρίως θα μετρήσει, θα είναι οι δυνατότητες που θα έχει τότε η οικονομία μας να ανακάμψει με ρυθμούς αναπτυξιακού σοκ.

Γι’ αυτό το σοκ θα πρέπει να δουλέψουμε σήμερα, να το ετοιμάσουμε σήμερα, αφήνοντας οριστικά πίσω μας την αδράνεια του παρελθόντος στην αντιμετώπιση της κρίσης μας, ακόμη και του πιο πρόσφατου, και λαμβάνοντας γενναίες αποφάσεις, τις οποίες ποτέ δεν λάβαμε στα δέκα χρόνια της κρίσης. Θα είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα. Στην ιστορία μας, μέρες πούναι, έχουμε καταφέρει περισσότερα και μάλιστα από δυσκολότερες θέσεις εκκίνησης. Γιατί να μην τα καταφέρουμε και τώρα. Ειρωνεία δε της ιστορίας, θα πρέπει να το αποδείξουμε τη χρονιά που θα γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821…

* Ο κ. Γκλαβίνης είναι Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα